Ερωτισμός στον Κινηματογράφο

Μια έννοια που περιέχει τη λέξη έρωτας δεν μπορεί παρά να είναι το λιγότερο σκανδαλιστική ή ερεθιστική. Πολλές σελίδες αφιερώθηκαν και χιλιάδες κιλά μελάνι χύθηκαν για να εκφραστεί αυτή η πρωτόγνωρη αίσθηση που προκαλεί. Μια αναζήτηση στους δρόμους της σαγήνης θα επιχειρήσουμε για να λυτρωθούμε από τους δαίμονες της ηδονής που αναστατώνουν το πέρασμα από την εφήμερη ζωή μας. Επιχειρούμε να βρούμε τις αφετηρίες από τις οποίες ξεπηδάει, ορμητική και απαιτητική, η σεξουαλικότητά μας και να ξεδιπλώσουμε τα μυστικά που κλειδωμένα όπως είναι με την ύπαρξή μας ζητούν σε κάποια φάση της ζωής μας να βρουν διέξοδο. Επιθυμίες και φόβοι υφαίνουν το περιεχόμενο της ερωτικής έκφρασής μας, είτε είναι η ανάγκη μας για οικειότητα, είτε η ευχαρίστηση της κυριαρχίας πάνω στον άλλο, είτε η αναζήτηση του ιδανικού.

Είναι σημαντικό να διακρίνουμε αρχικά τις διαφορές μεταξύ ερωτισμού και σεξουαλικότητας, όπως αυτή αποτυπώνεται στην τέχνη αλλά και σε επιστημονικούς όρους. Ένας αιρετικός της λογοτεχνίας, ο Ζωρζ Mπατάιγ, από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 στο βιβλίο του «Ερωτισμός», σπεύδει εξαρχής να διευκρινίσει ότι διαφοροποιεί τον ερωτισμό από τη σεξουαλικότητα: ο πρώτος ανήκει τελεσίδικα στην εσωτερική ζωή του ανθρώπου και σηματοδοτεί ουσιαστικά το πέρασμα από το ζώο στον άνθρωπο. H σεξουαλική δραστηριότητα των ανθρώπων δεν είναι απαραιτήτως ερωτική, διατείνεται ο Mπατάιγ, αλλά διεκδικεί αυτόν τον χαρακτηρισμό μόνο όταν δεν είναι υποτυπώδης, δηλαδή απλώς ζωική.

“O ερωτισμός είναι μία από εκείνες τις έννοιες που προκαλούν να τις ορίσεις. Για τους περισσότερους είναι ζήτημα φαντασίας, είναι το υλικό από το οποίο φτιάχνονται τα όνειρα”, αναφέρει χαρακτηριστικά η γερμανίδα παραγωγός Ρεγγίνα Τσίγγλερ. O ερωτισμός αποστρέφεται τη μεθοδική και μετρημένη δράση, ενώ έλκεται φυσικά από την ελεύθερη ορμή των ενστίκτων, τη βίαιη αταξία, εξ ου και μαζί με την εξέγερση είναι από τα ασφαλέστερα μέσα για να οδηγήσουν τον άνθρωπο στην απεριόριστη ευδαιμονία.

Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον να δει κανείς στο πρώτο (ιστορικό-θεωρητικό) μέρος της μελέτης του Mπατάιγ πως κατά καιρούς οι κοινωνίες ρύθμισαν το σύστημα της αφροδίσιας ζωής με δέσμες απαγορεύσεων, συγκροτώντας τη θεμιτή και την αθέμιτη σεξουαλικότητα (με κυρίαρχη, σχεδόν οικουμενική, την απαγόρευση της αιμομιξίας), πώς επινόησαν συγκεκριμένους κώδικες οργανωμένης βίας που κλονίζουν τα απαγορευτικά όρια (ο πόλεμος, π.χ.), πώς όρισαν την πορνεία και τις καταραμένες όψεις του ερωτισμού, ποια σχέση μπορεί να συνδέει τη σεξουαλική διέγερση με το θάνατο, με τι όρους το θείο ενδέχεται να συμπίπτει με την ακολασία, ο μυστικισμός με τον αισθησιασμό ή τη διαστροφή.

Tα όρια μεταξύ επιτρεπτού και απαγορευμένου, η παράβαση τους, η φύση της σεξουαλικής ορμής του ανθρώπου και η διαπλοκή πόνου και ηδονής στον έρωτα συνυπάρχουν. Ευχαρίστηση και πόνος συνυπάρχουν. Ήδη από τις ταινίες του βωβού κινηματογράφου, παρατηρούμε μοιραίες γυναίκες να μεταχειρίζονται το πάθος των ανδρών για να τους σαγηνεύουν αρχικά και μετά να τους καταστρέφουν. Το 1916 η Theda Bara, η οποία ενσάρκωσε στο πανί την Carmen, την Κλεοπάτρα, τη Σαλώμη και άλλες ακαταμάχητες γυναικείες μορφές, διατάζει τον εραστή της στην ταινία “A fool you are”, να ακολουθήσει τις επιθυμίες της. Η συμπεριφορά των σαγηνευτικών γυναικών απέναντι στους άνδρες, που αξίζει να σημειωθεί ότι ήταν πολύ ερωτεύσιμες και δημοφιλείς στο ανδρικό κοινό, δημιούργησε τη λέξη vamp.

Ακολουθεί όπως καταλαβαίνουμε ο φόβος και η γοητεία του βαμπιρισμού, αυτά τα μυθικά πλάσματα του βωβού κινηματογράφου και προέρχεται από τη λέξη vampire.

Απ’ όλα τα μυθιστορήματα με πρωταγωνιστές βαμπίρ, που κατά καιρούς έχουν γραφτεί, αυτό που επηρέασε περισσότερο τον κινηματογράφο, ήταν αναμφισβήτητα ο Δράκουλας του Bram Stoker. Υπάρχει όμως και η θηλυκή εκδοχή του ερωτισμού που προέρχεται μέσω του πόνου και της αγωνίας, που είχε μεγάλη πέραση στη μεγάλη οθόνη. Η διαβόητη Carmilla, έργο του συγγραφέα Sheridan le Fanu,γράφτηκε το 1871 και αφηγείται τις περιπέτειες της Carmilla Karnstein.

Ο γνωστός σκηνοθέτης Roger Vadim των ταινιών Barbarella, Και o Θεός έπλασε τη γυναίκα, Στον ίλιγγο της ακολασίας, δημιούργησε το 1960 το ποιητικό έργο Blood and Roses, βασισμένο στο βιβλίο του Fanu. O Vadim ως εραστής ωραίων κυριών του κινηματογράφου εκτός από αξιόλογος σκηνοθέτης, παντρευόταν πάντα συγκλονιστηκές γυναίκες και τις έχριζε πρωταγωνίστριες στις ταινίες του. Η Jane Fonda και η Brigitte Bardot, Catherine Deneuve είναι κάποιες από τις μοιραίες γυναίκες της ζωής και του έργου του. Τις ανέδειξε και έγινε και ο ίδιος γνωστός μέσα από τη σχέση του μαζί τους.

H πρωταγωνίστρια της ταινίας, Annete Stroyberg, δεν παρεκκλίνει την εποχή που γυρίστηκε το φιλμ, ήταν σύζυγός του. H ομορφιά της είναι τουλάχιστον αιθέρια και αναμφισβήτητα απογειώνει τα επίπεδα ερωτισμού της ταινίας. Από την αρχή της ταινίας, η μαυρόασπρη σκηνή των εισαγωγικών τίτλων και η μελωδία μιας άρπας από τη μουσική του Έλληνα Jean Prodromides, δείχνουν στο θεατή ότι δεν πρόκειται για μια κλασσική ταινία με βρυκόλακες, ενώ προβάλλει έντονα και το λεσβιακό στοιχείο. Όταν εμφανίζεται με ένα ολόλευκο φόρεμα, κρατώντας ένα κατακόκκινο ρόδο, παραπέμπει περισσότερο σε πριγκίπισσα παιδικών παραμυθιών παρά σε αιμοσταγή βρυκόλακα.

Επιστρέφοντας στο θέμα του ερωτισμού στο σινεμά, αφήνουμε πίσω τα βαμπίρ, που εκφράζουν ένα είδος διαστροφικής ηδονής, να προκαλούν ρίγη έξαψης και φόβου και κάνουμε γκρο πλαν σε μια από τις ανδρικές φιγούρες η οποία ίσως και σήμερα να προκαλεί ερωτισμό στις σινεφίλ. Ο Ροδόλφο Βαλεντίνο κυριαρχούσε ως εξωτική μοιραία μορφή τη δεκαετία του ‘20 και σαγήνευε το γυναικείο κοινό με τον έντονο μαγνητισμό του βλέμματός του. Aνοιγόκλεινε με ηδυπάθεια τα μάτια του σαν ταυρομάχος, σεΐχης ή κοζάκος, χόρευε με πάθος το ταγκό και έριχνε τις γυναίκες στην πλάνη του.

Tον διαδέχτηκε ο Mεξικανός Pαμόν Nοβάρο του ιδίου στιλ, που αποθεώθηκε στο «Mπεν Xουρ», και αργότερα έλαμψε στην αγκαλιά της Γκρέτα Γκάρμπο στη «Mάτα Xάρι». H μόδα των λατίνων εραστών με το πάθος στη ζωή και την οθόνη, έρχεται και φεύγει, δεν τελειώνει όμως ποτέ, όπως και η αναζήτηση στο Xόλιγουντ για καινούρια πρόσωπα, που εναλλάσσονται όπως τα πλάνα σε μια ταινία. Πρόσωπα που γράφουν την ιστορία του και την παράδοσή του, ξεσηκώνουν το κοινό κάθε εποχής, γίνονται ερωτικό απωθημένο και κατεστημένο, αφού επηρεάζουν με τη γοητεία τους και τις επερχόμενες γενιές.

Όμως μέχρι εκείνη την εποχή του Βαλεντίνο αλλά και μέχρι τη δεκαετία του ’50 για την Ευρώπη και του ’60 για την Αμερική, το γυμνό ήταν ακόμα απαγορευμένο και τα φιλιά ήταν η πιο ερωτική έκφραση του κρυμμένου αλλά συγχρόνως και αυστηρού αισθησιασμού κάτω από μάτια και χείλη έντονα μακιγιαρισμένα. Η πρώτη ομιλούσα ταινία το 1927 επέτρεψε τη χρήση μουσικής και έτσι άρχισαν τα πολυπρόσωπα μιούζικαλ, όπου τα κορίτσια χορεύουν με see-through φορέματα και φορμάκια, αποκαλύπτοντας έτσι τα γυμνά πόδια τους στο κοινό για να σκανδαλίσουν το ανδρικό φίλο.

Όμως ακόμα και τότε η ερωτική πράξη υπονοείται με λόγια και νεύματα, δεν γίνεται ξεκάθαρη. Η περίφημη May West το 1936 στο έργο “She Done Him Wrong”, προτρέπει τον Carry Grand, να την επισκεφθεί όταν θα έχει το χρόνο, κάνοντάς του νεύματα όλο νόημα. Αρχίζει τότε μια τάση να χρησιμοποιείται το χιούμορ για να σπάει τον πάγο σε ερωτικές σκηνές, όπου οι ήρωες ήθελαν και φοβόντουσαν να αποκαλύψουν τα βαθύτερα κίνητρά τους στο άλλο φύλο. Το σεξ με χιούμορ υιοθέτησε και μια άλλη ξανθιά του σινεμά η Jean Harlow, η πρώτη χαζή ξανθιά που ήξερε να εκμεταλλεύεται τους άντρες, ως άλλη χρυσοθήρας.

Στον αντίποδα η μυστηριώδης Greta Garbo και η Marlene Dietrich εκπέμπουν το δικό τους αισθησιασμό στο κοινό, με τελείως διαφορετικό τρόπο. Η δεύτερη συνήθως φορούσε ανδρικά κοστούμια και πρόβαλλε το ανδρόγυνο στυλ που είχε απήχηση και στα δύο φύλα.

Τη δεκαετία του ’40 κυριαρχούν ιστορίες με ζευγάρια ή ερωτικά τρίγωνα όπως η ανεπανάληπτη ταινία “Casablanca” του 1942, όπου η Ingrid Bergman με τον Humphrey Bogart, δίνουν ρεσιτάλ ερμηνείας, αφού το πάθος τους καθηλώνει το κοινό χωρίς να παρουσιάζεται κάποια ερωτική σκηνή, μόνο από τον ηλεκτρισμό που επικρατεί ανάμεσά τους.

Σ’ αυτή τη συνταγή κινείται και η ταινία “The postman always rings twice”, του 1946, ενώ στη “Gilda”, η Rita Hayworth βγάζοντας μόνο το γάντι της προκαλεί το ίδιο το κοινό της, σα να κάνει κανονικό στριπτίζ.

Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι αρκετά συχνά, συμβαίνει στους κινηματογραφόφιλους να ταυτίζουν έναν ή μία ηθοποιό με έναν και μοναδικό μεγάλο ρόλο που ενσάρκωσε στο πανί. Η ηθοποιός και η “Gilda” είναι για τους περισσότερους κοινούς θνητούς σήμερα, όπως και παλαιότερα, συνώνυμα. Όταν αναφερόμαστε στην ταινία και στην ηρωίδα Gilda, συνειρμικά σκεφτόμαστε τη Rita Hayworth και, όταν αναφερόμαστε στη Rita Hayworth, τη φανταζόμαστε πάντα στο ρόλο της Gilda. Σπάνια στον κινηματογράφο έχει γίνει παρόμοιου μεγέθους ταύτιση. Στα μέσα της δεκαετίας του ’40, στο Hollywood, το κοινό δεν αντέχει πια το κακό τέλος. Θέλει να υπάρχει happy end και δείχνει ιδιαίτερη αδυναμία στις ρομαντικές ιστορίες. Η Rita Hayworth είναι αναμφίβολα η πιο αισθησιακή ηθοποιός της δεκαετίας. Η Gilda γυρίστηκε λοιπόν στα τέλη του ’45, βασισμένη σε ένα σενάριο που θα αναδείκνυε την ερωτική θεά της Columbia και τίποτε άλλο. Να φανταστεί κανείς ότι τα γυρίσματα είχαν αρχίσει, πριν βρεθεί καλά καλά ο συμπρωταγωνιστής της. Η Rita Hayworth ήταν από τα πιο διάσημα pin-up girl την εποχή του πολέμου, κάθε στρατιώτης κρατούσε και μια φωτογραφία της, έτσι η εμπορική επιτυχία της ταινίας ήταν προκαθορισμένη. Καταλληλότερος παρτενέρ θεωρήθηκε ο Glenn Ford, ένα από τα μεγάλα ονόματα της εποχής, ο οποίος μόλις είχε γυρίσει από τον πόλεμο, και η Gilda ήταν μια ευκαιρία για την επανένταξή του στον κινηματογράφο. Είχαν παίξει ήδη μαζί, σε μια ταινία του ’40(“Lady in Question“), στην Gilda όμως ο έντονος μεταξύ τους ερωτισμός ήταν τόσο εμφανής και αποτελεσματικός, ώστε καθιερώθηκαν ως το πιο ρομαντικό κινηματογραφικό ζευγάρι της εποχής τους και έκαναν μαζί συνολικά πέντε ταινίες. Καμιά όμως από τις άλλες τέσσερις δεν είχε τη δύναμη και το μυθικό αντίκτυπο της Gilda. Η περσόνα της Gilda εντυπώθηκε τόσο έντονα στη μνήμη των θεατών, ώστε η Rita Hayworth δεν κατάφερε ποτέ να αποτινάξει από πάνω της αυτόν το ρόλο. Ήταν η Νέμεσίς της. Η ίδια πάντα έλεγε με κάποια πικρία: “Οι άνδρες πηγαίνουν στο κρεβάτι με την Gilda, αλλά ξυπνούν με μένα”. Η Gilda είχε αφήσει ανεξίτηλα ίχνη στη συνείδηση του κόσμου. Τι είναι αυτό όμως που έκανε αυτή την ταινία αξέχαστη; Θεωρείται ακόμη και σήμερα ένα από τα κλασικότερα φιλμ νουάρ και συγχρόνως η αισθησιακότερη ταινία της δεκαετίας του ’40.

Η Gilda, συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία -στα πρότυπα της γυναίκας-πόρνης και αγίας, που χαρακτήριζε τις αντρικές φαντασιώσεις της εποχής- της ιδανικής γυναίκας. Η σκηνή του χορού της Gilda με το στριπτίζ του γαντιού έχει μείνει στην ιστορία του κινηματογράφου τόσο για τον έντονο αισθησιασμό που αποπνέει ακόμα και σήμερα όσο και για την προκλητικότητά της εκείνη την εποχή.

Είναι σαφές ότι αυτή η σκηνή αντιμετώπισε πολλά προβλήματα με τον κώδικα Hays, που επικρατούσε στην Αμερική, αλλά τελικά ξεπεράστηκαν. Η κίνηση, το λίκνισμα του σώματος της Hayworth σε συνάρτηση με τις κινήσεις της μηχανής λήψης δημιουργούν ένα υπνωτιστικά ερωτικό κλίμα. Τα σκοτεινά πλάνα της Gilda, όπου φαίνεται μόνο η λάμψη των ματιών της, υποδηλώνοντας την ψυχική της κατάσταση, είναι άκρως τολμηρά και πρωτοποριακά, αν σκεφτεί κανείς ότι η Rita Hayworth ήταν η πρωταγωνίστρια. Κανένας σκηνοθέτης ή φωτογράφος σήμερα δεν τολμά να σκοτεινιάσει τα πλάνα των πρωταγωνιστών.

Άλλες εποχές, άλλες συνήθειες. Βέβαια, τα μοντέλα των ηρώων δεν μπορούν και δεν ισχύουν στην καθημερινότητα του 2000, οι φαντασιώσεις του κοινού έχουν αλλάξει και η Gilda δεν αντιπροσωπεύει ούτε την αντρική ούτε τη γυναικεία φαντασίωση της ιδανικής γυναίκας. Παραμένει όμως μία από τις πιο σεξουαλικές και αισθησιακές παρουσίες που έχουμε δει στον κινηματογράφο.

Mετά τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο Xόλιγουντ εισβάλλουν η σάμπα και η ρούμπα από το Mεξικό, και όλοι ερωτεύονται στο ρυθμό της, όπως ο Pικάρντο Mονταλμπάν που περνάει από τα χορευτικά με τη Σιντ Tσαρίς, στις ανεπανάληπτες βουτιές της Eστερ Ουίλιαμς. Ο Xοσέ Φερέρ, Πορτορικανός, είναι πιο σοβαρός και κερδίζει Όσκαρ με το «Σιρανό ντε Mπερζεράκ», ενώ ο Aργεντινός Φερνάντο Λάμας συνοδεύει τις σταρ από το στούντιο στο κρεβάτι τους. Tον έφερε η Iβόν ντε Kάρλο, τον πήρε η Λάνα Tάρνερ, αργότερα τον παντρεύτηκαν η Aρλιν Nταλ και η Eστερ Ουίλιαμς.

Aπό την Iσπανία εμφανίζεται στο Xόλιγουντ ο αρρενωπός Xόρχε Mιστράλ, ενώ η αισθησιακή Aβα Γκάρντερ κάνει διάσημους τους ταυρομάχους Λουίς Nτομίνγκουιν και Mάριο Kάμπρε.

Οι Iταλοί δημιουργούν τη δική τους παροικία: Ο Pοσάνο Mπράτσι είναι ο κατ’ εξοχήν Λατίνος, που γοητεύει την αμερικάνα γεροντοκόρη Kάθριν Xέπμπορν στο έργο «Διακοπές στη Bενετία», ο Bιτόριο Γκάσμαν κάνει πέρασμα σαν εραστής, ο Mαρτσέλο Mαστρογιάνι είναι πολύ δυνατή προσωπικότητα για να μείνει σ’ έναν τύπο, διαθέτει όμως και αυτός το στιλ του λατίνου εραστή και ακαταμάχητη γοητεία.

Τη δεκαετία του ’50 εμφανίζεται ο μεγάλος Elvis, ο βασιλιάς του rock’ n roll. Ο Έλβις Πρίσλεϋ όμως εκτός του ότι ήταν η μεγαλύτερη μορφή της μουσικής rock’n roll, , ήταν και ένας σούπερ σταρ της μεγάλης οθόνης. Γύριζε τη μια ταινία μετά την άλλη και ταυτόχρονα έκανε επιτυχίες σε singles: το 1956, Love Me Tender, το 1957, Loving You, το 1957, Jailhouse Rock, το 1958, King Creole, το 1960, GI Blues, το 1960, Flaming Star, το 1961, Wild In The Country το 1962, Follow That Dream, πάλι το 1962, Girls! Girls! Girls! το 1963, Fun In Acapulco, το 1964, Viva Las Vegas μέχρι και το 1969. Με τους ξέφρενους και πρωτόγνωρους για την εποχή του ρυθμούς, οι νέοι της Αμερικής αλλά και ολόκληρου του κόσμου χόρεψαν, ερωτεύθηκαν, συγκινήθηκαν και τελικά διαμόρφωσαν μια νέα άποψη για ζωή.

Πάνω στα μουσικά μοτίβα που λάνσαρε ο Έλβις Πρίσλεϋ βασίστηκε το νεανικό life style της δεκαετίας του ‘50, με κυρίαρχο στοιχείο τα τζιν και δερμάτινα μπουφάν για τους άνδρες αλλά και τα στενά κάπρι παντελόνια για τις κοπέλες.

Επίσης, εκτός από τον ξέφρενο χορό επικράτησε και ένα νέο μουσικό ρεύμα που έθεσε τα θεμέλια της σημερινής ροκ και ποπ μουσικής. Διέθετε αύθονη γοητεία και σεξ απήλ και εκτός από τη φωνή του, χαρακτηριστικός ήταν ο τρόπος που κινούσε τους γοφούς του, ξετρελαίνοντας τα νεαρά κορίτσια. Η Ανν Μάργκαρετ ήταν άξια παρτεναίρ, με μεγάλο ταλέντο στο χορό αλλά και το τραγούδι.

Ακόμα όμως ο ερωτισμός είναι υποσυνείδητος στις ταινίες, δεν αναφέρεται ρητά. Στη δεκαετία του ’50 κάνουν την εμφάνισή τους οι σεξοκωμωδίες, χωρίς πάλι να υπάρχουν ερωτικές σκηνές. Η Doris Day είναι η απόλυτη σταρ, που προσπαθεί να ξελογιάσει άνδρες όπως ο Rock Hudson και να τους δέσει με τα δεσμά του γάμου. Αλλά ο αισθησιασμός της Marilyn Monroe, που ξεχειλίζει στο πανί και τονίζεται από την επιμελημένη αθωότητα και αφέλειά της, προετοιμάζει το κοινό για έναν έρωτα που φθάνει από στιγμή σε στιγμή και συναρπάζει. Από τις μεγαλύτερες σταρ του σινεμά η εικόνα της είναι ακόμα και σήμερα αξεπέραστη και η χαρακτηριστική φωνή της έγινε τραγούδια σε μιούζικαλ της εποχής του 50. Ταινίες που άφησαν εποχή είναι τα Επτά χρόνια φαγούρας, Οι άνδρες προτιμούν τις ξανθές, Μερικοί το προτιμούν καυτό, Ο πρίγκηπας και η χορεύτρια, Νιαγάρας.

“Η καριέρα είναι ωραίο πράγμα”, είχε πει η σεξυ σταρ, “αλλά κανέναν δεν ζέστανε μια κρύα νύχτα”. Εκτός από σαγηνευτική ήταν και πανέξυπνη και έπαιζε το ρόλο της χαζής ξανθιάς για να γίνει κάνει δική της σχολή στο σινεμά. “Ο κόσμος έχει τη συνήθεια να με κοιτάζει λες και είμαι κάποιο είδος καθρέφτη αντί για ένα άτομο. Δεν βλέπουν εμένα αλλά τις ίδιες άσεμνες σκέψεις τους και μετά κρύβονται κάτω από ένα προσωπείο και αποκαλούν εμένα άσεμνη”, έλεγε χαρακτηριστικά.

Σε αυτή τη χρυσή δεκαετία των θεών του σεξ εκτός από τη Marilyn και η Jane Russel, προκαλεί τα πάθη των ανδρών με τη στάση της στην αφίσα της ταινίας “The outlaw”, όπου εμφανίζεται ξαπλωμένη σε δέματα σιταριού με τα χέρια πάνω από το κεφάλι, ενώ στο στόμα της κρατάει ένα κομάτι σιτάρι, το οποίο δαγκώνει όλο λαγνεία.

Και φτάνουμε στο πάθος που έχει καταγραφεί στην ιστορία του σινεμά μέσα από ένα φιλί long play. Το πιο ερωτικό φιλί του σινεμά με τα λιγότερα ρούχα πάνω σε μια παραλία μέχρι το 1953, το δίνει ο Burt Lancaster στη Deborah Kerr στη ταινία “From here to eternity”.

Μπορεί οι Αμερικανίδες σταρ να εφευρίσκουν τρόπους για να σαγηνεύουν το κοινό και το φακό αλλά οι Ευρωπαίες είναι πιο παθιάρικες και πιο διαθέσιμες. Όπως οι λατίνοι εραστές του σινεμά, τους οποίους αναφέραμε πριν, δημιουργούν μόδα έτσι και οι γυναικείες παρουσίες από την Ιταλία η Gina Lollobrigida και η Sophia Loren, έχουν σαγηνεύσει γενιές αντρών με τις χυμώδεις καμπύλες τους. Από τη Γαλλία η θρυλική Β.Β, αλλιώς Brigitte Bardot, το 1956 πέταξε στο φακό του Roger Vadim τα ρούχα της και απέδειξε ότι ο Θεός έπλασε τη γυναίκα! Την ίδια εποχή οι Σκανδιναβικές ταινίες έδειχναν γυμνές σκηνές με αυνανισμό, στοματικό έρωτα και ολοκληρωμένες επαφές. Η Αμερική όμως χρειάστηκε να φτάσει στη δεκαετία του ’60 για να ξεπεράσει τα ταμπού της.

Το 1965 εμφανίστηκε το πρώτο γυμνό στήθος μιάς νέγρας που έσκισε τη μπλούζα της μπροστά στο φακό, στη ταινία “The Pawnbroker”, το οποίο και λογοκρίθηκε για να παρουσιαστεί αργότερα στην αρχική του μορφή.

Στη ταινία του ’67 «Ο πρωτάρης», ο Ντάστιν Χόφμαν, ως νέος φοιτητής κάνει έρωτα με μια σαραντάρα, την Ανν Μπάνκροφτ και στο “Blow up” ένας φωτογράφος έχει ερωτικό δεσμό με δύο γυναίκες ταυτοχρόνως. Τα ερωτικά τρίγωνα και οι φαντασιώσεις αρχίζουν να παίρνουν σάρκα και οστά στο σινεμά.

Το σεξ όμως στο σινεμά έχει την τιμητική του τη δεκαετία του ’70. Ταινίες όπως «Το βαθύ λαρύγγι», «Η ιστορία της Ο», «Η Εμμανουέλλα», αλλά και το περίφημο «Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι», είναι πορνογραφικές και δείχνουν την απόλυτη εξοικείωση με το σεξ μεταξύ ομοφύλων και μη.

Κινηματογραφημένο το υλικό αυτό εκφράζει περισσότερα απ’ ό,τι οι λέξεις ή άλλου είδους περιγραφές. Γυρίζοντας εν τάχει το άλμπουμ των κινηματογραφικών αναμνήσεων πολύ γρήγορα συνειδητοποιεί κανείς ότι είναι πολύ προσωπική η διάκριση μεταξύ του τι είναι αισθησιακό και τι είναι ερωτικό στο σινεμά.

Αναμφισβήτητα, η σημερινή έννοια του ερωτισμού διαφέρει από αυτή των προηγούμενων ετών. Όταν σήμερα αναφερόμαστε σε ερωτικές ιστορίες, οι περισσότεροι έχουμε στο μυαλό μας πορνοταινίες. Ποια είναι η διαφορά; «Οι ταινίες πορνό δεν έχουν καμία σχέση με αισθησιασμό, φαντασία ή έμπνευση», υποστηρίζει η παραγωγός Ρεγγίνα Τσίγκλερ, η οποία δημιούργησε μια σειρά ταινιών με τίτλο: “Erotic Tales” . «Η διαφορά έγκειται στο τι παρουσιάζει η κάθε ταινία. Οι ταινίες πορνό τα δείχνουν όλα και συγχρόνως δεν δείχνουν τίποτα. Μια γυμνή σκηνή μπορεί να είναι ερωτική, αλλά συνήθως σε αυτές τις ταινίες δεν είναι.

Εξάλλου οι ταινίες πορνό δεν διαθέτουν αίσθημα. Από την άλλη, οι ερωτικές ταινίες δίνουν μεγάλη σημασία στα υπονοούμενα και στη φαντασία». Συνεχίζει η γερμανίδα δημιουργός ταινιών με ερωτικό περιεχόμενο, «Για μένα ερωτικό είναι αυτό που δεν φαίνεται, που βρίσκεται πίσω από την κουρτίνα. Μπορεί να είναι ένα βλέμμα, μια μικρή κίνηση. Το βάδισμα, η χροιά της φωνής, ακόμη και ο τονισμός των λέξεων μπορεί κάποιες φορές να είναι ερωτικός». Γιατί τελικά μας αρέσουν τόσο οι ερωτικές ταινίες; «Όλοι θέλουμε ν’ ανακαλύψουμε τι κρύβεται πίσω απ’ αυτό που βλέπουμε. Με αυτό τον τρόπο η φαντασία μας παίρνει φτερά. Θέλουμε να δούμε τις επιθυμίες και τις λαχτάρες των πρωταγωνιστών να ικανοποιούνται». Και η αγάπη τι ρόλο παίζει; «Ερωτισμός μπορεί να υπάρχει και χωρίς αγάπη. Προσωπικά για μένα, όμως, δεν μπορεί να υπάρχει αγάπη χωρίς ερωτισμό».

Σήμερα τα video clubs προσφέρουν στο φιλοθεάμον κοινό όλων των ειδών τις ταινίες που μπορεί κανείς να απολαύσει στο σπίτι του. Οι σημερινοί σταρ είναι άραγε άγγελοι ή πόρνες; Αμφιλεγόμενος προκλητικός ερωτισμός, αυτή είναι η «εικόνα των ’90s» για τους ανθρώπους του κινηματογράφου αλλά της μόδας και της διαφήμισης. Οι απόλυτες γυναίκες είναι σέξυ και δυναμικές, όχι γατούλες όπως οι προκάτοχοί τους. Δημιουργούν νέα μόδα και πρότυπα, αφού καταφέρνουν να ισορροπήσουν στις ταινίες τους ανάμεσα στην ωμή βία και το σεξ, ανατρέποντας τα μέχρι τώρα δεδομένα και στεγανά περί κυριαρχίας του ανδρικού φύλου.

Η γυναικεία πλευρά κράμα θηλυκότητας και τσαμπουκά:η Ντέμι Μουρ, η Κάθριν Ζέτα Τζόουνς, η Σάρον Στόουν, η Σάντρα Μπούλοκ, η Αντζελίνα Τζολί, σπάνε τα ταμεία, αλλά και τα δόντια των συμπρωταγωνιστών τους. Το μόνο που απομένει στους εκπρόσωπους του νέου «ασθενούς φύλου»: στον Μπραντ Πιτ, τον Τζορτζ Κλούνει και τον ισπανό σταρ Aντόνιο Mπαντέρας είναι να φέρνουν στις οθόνες αναμνήσεις άλλης εποχής και στοιχεία ανδρικής γοητείας: ματ δέρμα, μέτριο ανάστημα, καλογυμνασμένο σώμα, παθιασμένα μάτια, μ’ ένα απροσδιόριστο μυστήριο, και οπωσδήποτε παρελθόν. Στις ταινίες του 21ου αιώνα επικρατεί ένας ερωτισμός ερεθιστικός και ακραίος, με πόζες που διεγείρουν τη φαντασία, προβοκάρουν, σοκάρουν.

Το σεξ και το γκλάμουρ είναι η συνταγή που πουλάει. Μόνο που στη δεκαετία της σύγχυσης οι εικόνες έχουν γίνει άγριες, υπαινικτικές, παρακμιακές. Αναζητούν έμπνευση στον «δρόμο», παίζουν με τα ταμπού και τους φόβους μας, με τα πιο πρωτόγονα ένστικτά μας, ακόμα και με τον θάνατο. Ερωτικά τρίγωνα, ομοφυλοφιλικές εικόνες, αμφισεξουαλικά πρόσωπα, αυτοερωτισμός, παιδοφιλία, όλα είναι μέσα στο παιχνίδι.

. Βιβλιογραφία

  • The films of the fifties”, Douglas Brode, 1992
  • The sensual touch” Dr. Glenn Wilson, 1989
  • Les grands moments du cinema”, J.R.Taylor-Eric Leguebe,1987
  • 125 years of musical theatre, Hollis Alpert, 1991

Web Sites

  •  www.men.gr
  • www.kathimerini.gr
  • www.cinephilia.gr
  • www.newspathfinder.gr/periscopio
  • www.hri.org/E/1998