της Όλγας Σέλλα
Πού θα περάσετε φέτος τις γιορτές; Αν δεν έχετε κανονίσει, αν ακόμα δεν έχετε όρεξη για μετακινήσεις, έχει ο… Γκαίτε! Και μπορεί να σας ξεναγήσει σ’ ένα υπέροχο ταξίδι στην Ιταλία. Δηλαδή να σας αφηγηθεί τις δικές του διαδρομές στη διάρκεια των ετών 1786-1787. Κι αυτό, χάρη στο νέο βιβλίο των εκδόσεων «Ολκός» με τον τίτλο «Το ταξίδι στην Ιταλία», σε μετάφραση και εισαγωγή του Γιώργου Δεπάστα. Ο Γκαίτε ήταν τότε 37 χρόνων και γιόρτασε τα γενέθλιά του στη λουτρόπολη του Κάρλσμπαντ, όπου βρισκόταν με τον δούκα της Βαϊμάρης. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 3 Σεπτεμβρίου φεύγει, το σκάει, με το όνομα Φίλιπ Μίλερ, για να εκπληρώσει το νεανικό του όνειρο: να γνωρίσει την Ιταλία. Είχε μαζί του μόνο μία βαλίτσα κι ένα δερμάτινο σακίδιο.
Ο Γκαίτε δεν ήθελε απλώς να δει από κοντά όλα εκείνα τα μεγάλα έργα τέχνης της Αναγέννησης, αλλά και να γνωρίσει τον τρόπο ζωής της Νότιας Ευρώπης, να γνωρίσει καλύτερα τους ανθρώπους του Νότου. Και θαμπώνεται από όλα! Ηταν ένα πολλαπλό στοίχημα για τον ίδιο εκείνο το ταξίδι, αφού ήθελε να διαπιστώσει ότι ήταν σε πλήρη εγρήγορση τα αντανακλαστικά του περιηγητή που παρατηρεί όσα συμβαίνουν γύρω του – «κατά πόσον το μάτι μου έχει την απαιτούμενη διαύγεια, την καθαρότητα και την οξύτητα, και πόσα μπορώ να συλλάβω με αυτή την ταχύτητα», γράφει.
Ας κάνουμε, λοιπόν, μερικές στάσεις σε τόπους και μνημεία της Ιταλίας, με ξεναγό τον Γκαίτε!
«Βενετία 29 Σεπτεμβρίου 1786, των Ταξιαρχών, βράδυ.
Για τη Βενετία έχουν ήδη ειπωθεί και έχουν εκδοθεί πολλά, γι’ αυτό δεν θα είμαι λεπτομερής με την περιγραφή, λέω μόνο ποια είναι η πρώτη μου εντύπωση. Αυτό όμως που προπάντων μου κινεί το ενδιαφέρον είναι άλλη μια φορά ο λαός, μια μεγάλη μάζα, που ζει ενστικτωδώς. Αυτό το γένος δεν κατέφυγε για διασκέδαση σ’ αυτά τα νησιά, δεν ήταν μια επιλογή που ανάγκασε τους επόμενους να ενωθούν μαζί τους. Η ανάγκη τους δίδαξε να αναζητήσουν την ασφάλειά τους στην ελάχιστα πλεονεκτική τοποθεσία, που μόνο αργότερα αποδείχθηκε εξαιρετικά πλεονεκτική και τους έκανε να φαίνονται σοφοί, όταν ολόκληρος ο βόρειος κόσμος ήταν ακόμα παγιδευμένος στο σκοτάδι».
«Ρώμη, 22 Νοεμβρίου 1786, γιορτή της Σάντα Τσετσίλια.
Ο καιρός ήταν ωραιότατος και ήρεμος, ο ουρανός καθαρός και ο ήλιος ζεστός. Πήγα με τον Τίσμπαϊν στην πλατεία του Αγίου Πέτρου όπου πρώτα κάναμε τον περίπατο και, όταν ζεσταινόμασταν, περπατούσαμε στον ίσκιο του μεγάλου οβελίσκου (…). Υστερα πήγαμε στην Καπέλα Σιστίνα, που τη βρήκαμε επίσης λουσμένη στο φως, και τα ζωγραφικά έργα καλά φωτισμένα. Η Δευτέρα Παρουσία και τα διάφορα έργα της οροφής, του Μικελάντζελο, μοιράστηκαν τον θαυμασμό μας. Κοίταζα μόνο και θαύμαζα. Η πνευματική σιγουριά και η αρρενωπότητα του καλλιτέχνη, το μέγεθός του είναι ανώτερα κάθε έκφρασης».
«Νάπολη, Κυριακή, 11 Μαρτίου 1787. Πλησιάζοντας στην πόλη, πάλι μου έκαναν εντύπωση τα μικρά σπίτια, ως τέλειες απομιμήσεις εκείνων της Πομπηίας. Ζητήσαμε την άδεια να μπούμε σε ένα και το βρήκαμε πολύ νοικοκυρεμένα επιπλωμένο. Καρέκλες με πλεγμένη ψάθα, ένα κομό τελείως επιχρυσωμένο, με πολύχρωμες ζωγραφιές λουλουδιών και βερνικωμένο, πράγμα που δείχνει ότι ύστερα από πολλούς αιώνες και ύστερα από αμέτρητες μεταβολές, αυτή η περιοχή ακόμα εμπνέει στους κατοίκους της τα ίδια ήθη και έθιμα, τα ίδια γούστα και τις ίδιες προτιμήσεις».
Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ