«Η επίκληση της ηθικής δεν μπορεί να είναι αλά κάρτ» σημείωσε στην ομιλία κατά την συζήτηση επί της πρότασης για την επανασύσταση, επανασυγκρότηση και αναβάθμιση της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας.
Ο Πρωθυπουργός διαβεβαίωσε ότι η ελληνική κυβέρνηση «θα εργαστεί άοκνα, ώστε με ισότιμους όρους, μέσα από το διάλογο στο πλαίσιο μιας έντιμης διαπραγμάτευσης, να συνδράμει ώστε να βρεθεί λύση στα πολύπλοκα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ευρώπη. Θα εργαστεί ώστε να τηρήσει στο ακέραιο τις υποχρεώσεις της». Σημείωσε, όμως, με νόημα ότι «ταυτόχρονα θα εργαστεί ώστε να τηρηθούν όλες οι ανεκπλήρωτες υποχρεώσεις προς την Ελλάδα και τον Ελληνικό λαό. Και όπως εμείς δεσμευόμαστε να τηρήσουμε τις υποχρεώσεις μας έτσι οφείλουν να πράξουν και όλες οι πλευρές. Γιατί η ηθική δεν μπορεί να είναι αλα καρτ. Δε μπορεί να είναι κατά περίσταση». υποστήριξε.
Ο Αλέξης Τσίπρας δήλωσε ότι επέλεξε να μιλήσει στο πλαίσιο της συζήτησης για ουσιαστικούς και συμβολικούς λόγους, για ν’ αποτίσει φόρο τιμής στα θύματα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, τους αγωνιστές της εθνικής αντίστασης και σε όσους υπέφεραν από τη ναζιστική θηριωδία «για να έχουμε μία πατρίδα ελεύθερη και κυρίαρχη». Τόνισε ότι οι μνήμες αυτές πρέπει να διατηρηθούν όχι για να καλλιεργούν την καχυποψία και το μίσος μεταξύ των λαών, αλλά για να θυμούνται όλοι τι σημαίνει ναζισμός, τι σημαίνει φασισμός. «Για να θυμόμαστε ότι όταν τη θέση της αλληλεγγύης, της φιλίας, της συνεργασίας και του διαλόγου μεταξύ των λαών, παίρνει η αίσθηση της υπεροχής και του ιστορικού πεπρωμένου» υπογράμμισε.
Όπως είπε μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο «επικράτησε η λογική του εξευτελισμού και της εξαθλίωσης ενός ολόκληρου λαού για την ήττα του» γεγονός που το πλήρωσαν οι λαοί της Ευρώπης, της Γερμανίας συμπεριλαμβανομένης. «Οι λαοί της Ευρώπης και οι ηγεσίες τους, οφείλουν να θυμούνται και να αντλούν συμπεράσματα από τη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία. Γιατί η Ευρώπη δεν πρέπει, δεν της επιτρέπεται να κάνει σήμερα τα ίδια λάθη» υποστήριξε.
Συνέχισε λέγοντας ότι μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Γερμανία ωφελήθηκε -ορθώς – από σειρά παρεμβάσεων με κυριότερες την διαγραφή του χρέους της από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με την Σύμβαση του Λονδίνου το 1953 και φυσικά «με τα τεράστια ποσά που εκταμιεύτηκαν από τους Συμμάχους για την ανοικοδόμηση της». «Η Σύμβαση όμως του Λονδίνου αναγνωρίζει ταυτόχρονα ότι απομένουν οι τελικές Γερμανικές Αποζημιώσεις για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι οποίες θα έπρεπε να διευθετηθούν με την τελική συνθήκη ειρήνης που δεν υπογράφτηκε μέχρι το 1990, εξαιτίας της διχοτόμησης της Γερμανίας. Η επανένωση των δύο Γερμανιών δημιούργησε τις αναγκαίες νομικές και πολιτικές προϋποθέσεις για την επίλυση του ζητήματος, αλλά οι γερμανικές κυβερνήσεις από τότε και στο εξής επέλεξαν τη σιωπή, τα νομικά τεχνάσματα, την αναβολή και την παρέλκυση» τόνισε ο κ. Τσίπρας και αναρωτήθηκε: «Είναι άραγε ηθική αυτή η στάση;»
Ο Αλέξης Τσίπρας αναφέρθηκε και στην διμερή συμφωνία του 1960 η οποία, όπως είπε, «δεν αφορούσε αποζημιώσεις για τις καταστροφές που υπέστη η χώρα αλλά αποζημιώσεις για τα θύματα του ναζισμού στην Ελλάδα. Και φυσικά, σε καμία περίπτωση, δεν αφορούσε ούτε το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο αλλά ούτε και αξιώσεις για αποζημίωση εξαιτίας εγκλημάτων πολέμου, εξαιτίας της σχεδόν ολικής καταστροφής των υποδομών της χώρας αλλά και της διάλυσης της οικονομίας της κατά τη διάρκεια του πολέμου και της κατοχής».
Παραδέχτηκε ότι όλα αυτά είναι «εξαιρετικά τεχνικά αλλά και εξαιρετικά ευαίσθητα ζητήματα» υποστηρίζοντας ότι οι απαραίτητες διευκρινίσεις γι αυτά θα δοθούν από ειδικούς νομικούς και ιστορικούς. «Αυτό που θέλω εγώ να διαβεβαιώσω, τόσο τον Ελληνικό όσο και τον Γερμανικό λαό, είναι ότι θα προσεγγίσουμε το θέμα με την αναγκαία ακριβώς ευαισθησία, με αίσθημα ευθύνης και ειλικρίνειας, με διάθεση συνεννόησης και διαλόγου. Το ίδιο, όμως, περιμένουμε και από τη Γερμανική Κυβέρνηση. Για λόγους πολιτικούς, ιστορικούς, συμβολικούς αλλά και ηθικούς» σημείωσε.
Ο Αλέξης Τσίπρας είπε ότι απέναντι σε έναν ηθικολογικό τόνο που έχει επικρατήσει τα τελευταία χρόνια στη δημόσια συζήτηση στην Ευρώπη, η ελληνική κυβέρνηση δεν επιλέγει ούτε τη θέση του μαθητή «που σκύβει το κεφάλι» απέναντι στην «αφ’ υψηλού ηθική διδασκαλία» αλλά ούτε και διεκδικεί τη θέση του «ηθικοδιδάσκαλου» που κουνά επιτιμητικά το δάχτυλο, απέναντι στον υποτιθέμενο αμαρτωλό, ζητώντας του να πληρώσει για τις αμαρτίες του. «Αντίθετα επιλέγουμε το δρόμο της διαπραγμάτευσης και του διαλόγου, της αλληλοκατανόησης και της δικαιοσύνης» είπε.
Την πρόταση για τη συζήτηση κατέθεσε η πρόεδρος της Βουλής, Ζωή Κωνσταντοπούλου, η οποία στην ανακοίνωσή της, σημειώνει ότι «οι οφειλές της Γερμανίας προς την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό από τις θηριωδίες και τις καταστροφές που διέπραξαν οι ναζιστικές δυνάμεις επί γερμανικής κατοχής από τον σφετερισμό αρχαιολογικών θησαυρών από τις κατοχικές δυνάμεις αλλά και από το αναγκαστικό δάνειο που υποχρεώθηκε να δώσει η Τράπεζα της Ελλάδος στο Τρίτο Ράιχ συγκροτούν απαράγραπτη υποχρέωση, χρέος ιστορικό, ηθικό, νομικό και οικονομικό προς το λαό μας, αλλά και προς την ανθρωπότητα». Η διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών προς το ελληνικό Δημόσιο και τον ελληνικό λαό συνιστά, αναντίρρητα, εθνικό ζήτημα» συμπληρώνει υπογραμμίζοντας «την ολιγωρία των προηγούμενων κυβερνήσεων να διεκδικήσουν αυτό το ιστορικό χρέος».