Ο πληθωρισμός-ρεκόρ, η στροφή στις ηλεκτρονικές πληρωμές και η εφαρμογή εξαιρετικά υψηλών συντελεστών υπολογισμού των φόρων στα αγαθά και στις υπηρεσίες (ΦΠΑ, φόροι κατανάλωσης κ.λπ.) ανέβασαν την αναλογία των έμμεσων φόρων σε πρωτοφανή υψηλά επίπεδα, άνω του 60%.
Αυτό το ποσοστό μπορεί να ανέβει και 65% αν στους έμμεσους φόρους συμπεριληφθούν και οι φόροι περιουσίας, όταν προ 10ετίας το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μικρότερο του 54%, ενώ η αύξηση συνεχίζεται και φέτος με αμείωτο ρυθμό.
Ενώ λοιπόν η ακρίβεια αναδεικνύεται σε ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των νοικοκυριών και επιχειρήσεων, ο κρατικός προϋπολογισμός καθίσταται ολοένα και πιο «εξαρτημένος» από τους φόρους που δεν επηρεάζονται από τη φοροδοτική ικανότητα των πολιτών και το εισόδημά τους, αλλά μόνο από την τιμή του προϊόντος.
Η συνεχιζόμενη αύξηση των έμμεσων φόρων -μόνο τον Ιανουάριο οι εισπράξεις από τον ΦΠΑ μέσω ΔΟΥ ανέβηκαν κατά… 70% σε σχέση με τον αντίστοιχο περσινό μήνα αναμένεται να βρεθεί το αμέσως επόμενο διάστημα στο επίκεντρο της προεκλογικής αντιπαράθεσης, καθώς τα δύο μεγάλα κόμματα θα παρουσιάσουν τα προγράμματά τους για την επόμενη 4ετία, με τις θέσεις τους και επί του συγκεκριμένου εξαιρετικά κρίσιμου θέματος.
Η διάσταση του φαινομένου
Οι εκθέσεις της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) αναδεικνύουν τη διάσταση του φαινομένου «έμμεσοι φόροι».
Ο όρος δεν χρησιμοποιείται πλέον, καθώς όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά «δεν υφίσταται πλέον ρητή διάκριση μεταξύ άμεσων και έμμεσων φόρων. Οι έμμεσοι φόροι αναλύονται στους τριτοβάθμιους λογαριασμούς 111 έως και 114 και οι άμεσοι φόροι στους 115, 116 και 119».
Κάτι που σημαίνει ότι:
Οι έμμεσοι φόροι για το 2022 ήταν το άθροισμα των φόρων επί των αγαθών και των υπηρεσιών, των φόρων επί των δασμών και των εισαγωγών, των φόρων ακίνητης περιουσίας και των λοιπών φόρων επί της παραγωγής. Το άθροισμα αυτών των τεσσάρων κωδικών έβγαλε για το 2022 είσπραξη 35,88 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί στο 64,94% των συνολικών φορολογικών εσόδων του 2022 ύψους 55,25 δισ. ευρώ. Το αντίστοιχο ποσό του 2021 ήταν 30,78 δισ. ευρώ με αποτέλεσμα να αντιστοιχεί στο 63,95% του συνόλου.
Έτσι, η αναλογία είχε αύξηση κατά μία ποσοστιαία μονάδα μέσα σε μόλις ένα έτος. Αν μάλιστα εξαιρεθεί από το άθροισμα ο φόρος των ακινήτων, τότε προκύπτει είσπραξη 33,19 δισ. ευρώ που αντιστοιχεί στο 60% των συνολικών φορολογικών εσόδων από 28,127 δισ. ευρώ το 2021 που αντιστοιχούσε τότε στο 58,4% του συνόλου. Όπως λοιπόν και αν γίνουν οι σχετικές μετρήσεις, η αύξηση του μεριδίου των έμμεσων φόρων είναι εμφανής. Από προηγούμενες εκθέσεις της ΑΑΔΕ προκύπτει ότι το 2016 η αναλογία των έμμεσων φόρων ήταν στο 54,04%, ενώ το 2017 είχε φτάσει στο 56,64%. Όσο για το 2014, η αναλογία ήταν στο 53,75% για τους έμμεσους φόρους και στο 46,25% για τους άμεσους.
Οι άμεσοι φόροι το 2022 -το άθροισμα δηλαδή του φόρου εισοδήματος, του φόρου κεφαλαίου αλλά και των λοιπών φόρωναπέδωσαν 19,365 δισ. ευρώ ή το 35% των συνολικών φορολογικών εσόδων, από 36% που ήταν το αντίστοιχο ποσοστό το 2021.
Δύο παράγοντες
Ο ρυθμός αύξησης των εισπράξεων από τους φόρους κατανάλωσης -και ειδικά τον ΦΠΑεπιταχύνθηκε από τα μέσα του 2021 και μετά εξαιτίας δύο παραγόντων:
Του πολύ μεγάλου πληθωρισμού. Ο ΦΠΑ -ο φόρος που είναι ευθέως συνδεδεμένος με τις τιμές των προϊόντων έφτασε να αποδίδει περισσότερα από 21,5 δισ. ευρώ το 2022 από 17,4 δισ. ευρώ το 2021. Καταγράφηκε αύξηση 4 δισ. ευρώ μέσα σε έναν χρόνο κυρίως λόγω της αύξησης των τιμών. Ο όγκος της κατανάλωσης δεν ακολούθησε σε τέτοιο βαθμό και αυτό φαίνεται από την απόδοση των ειδικών φόρων κατανάλωσης οι οποίοι αυξήθηκαν κατά 4,88%.
Της μεγάλης αύξησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Με την υποχρεωτική σύνδεση των ηλεκτρονικών πληρωμών με το αφορολόγητο, την αλλαγή συνηθειών στους καταναλωτές μετά την πανδημία, αλλά και άλλα περιοριστικά μέτρα όπως είναι η σύνδεση των ταμειακών μηχανών με το Taxis και τώρα η προοπτική διασύνδεσης των ταμειακών μηχανών με τα POS, η κουλτούρα ηλεκτρονικών πληρωμών λαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις, με την αξία τους να φτάνει στα 60 δισ. ευρώ.
Μείωση ή όχι
Το ερώτημα αν θα πρέπει να μειωθούν το επόμενο διάστημα οι συντελεστές ΦΠΑ θα αποτελέσει αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης. Η άποψη υπέρ της μείωσης των συντελεστών είναι ότι με τέτοια ακρίβεια πρέπει να ληφθούν μέτρα που θα συμβάλουν στο να αποκλιμακωθούν οι τιμές τουλάχιστον σε αγαθά στα οποία η ζήτηση είναι ανελαστική, όπως τα τρόφιμα. Το επιχείρημα, από την άλλη, υπέρ της διατήρησης των σημερινών συντελεστών, συνδέεται με το πολύ μεγάλο δημοσιονομικό κόστος που θα έχει η όποια κίνηση μείωσης αλλά και το αμφίβολο αποτέλεσμα για τον τελικό καταναλωτή, καθώς δεν είναι διασφαλισμένο ότι το όφελος θα φτάσει στο ράφι και ότι δεν θα… χαθεί μέσα στην εφοδιαστική αλυσίδα.