Ο Charles Goodyear κατοχυρώνει την πατέντα για τον βουλκανισμό του καουτσούκ, φέρνοντας την επανάσταση στη βιομηχανία των ελαστικών και ανοίγοντας τον δρόμο για άπειρες βιομηχανικές εφαρμογές, από τα λάστιχα των αυτοκινήτων και τις γόμες των μολυβιών έως τα σωσίβια, τις μπάλες, τα γάντια και τα αθλητικά παπούτσια.
Όλα οφείλονται στους αδιάκοπους πειραματισμούς του Goodyear και στην αποφασιστικότητά του να λύσει ένα από τα μεγαλύτερα αινίγματα της βιομηχανίας του 19ου αιώνα. Ο ίδιος ο εφευρέτης, ωστόσο, δεν απόλαυσε ποτέ τους καρπούς του δημιουργήματός του. Αφιέρωσε τη ζωή του, θυσίασε την περιουσία της οικογένειάς του αλλά και την υγεία του για να μετατρέψει το καουτσούκ σε βιομηχανικό προϊόν, όμως πέθανε αφήνοντας πίσω του χρέη. Όσο για τη γνωστή εταιρεία ελαστικών, αυτή θα ονομαζόταν προς τιμήν του τέσσερις δεκαετίες μετά τον θάνατό του.
Ο Charles Goodyear γεννήθηκε στο Νιου Χέιβεν το 1800 και ήταν 33 ετών όταν αποφάσισε να ασχοληθεί με το καουτσούκ, τη δεκαετία του 1830, αφότου η επιχείρηση σιδερικών του πατέρα του χρεοκόπησε.
Την εποχή εκείνη, το καουτσούκ θεωρούνταν ένα «θαυματουργό υλικό». Ο κολλώδης και γαλακτώδης χυμός που έβγαινε από τα δέντρα στη Βραζιλία, ήταν αδιάβροχος και εύκολος στο να τεντωθεί. Τον ονόμαζαν λατέξ στη ρευστή του μορφή και καουτσούκ όταν είχε σκληρύνει, με τις πλούσιες οικογένειες της εποχής να στοιχηματίζουν την τύχη τους στις δυνατότητές του.
Όμως το καουτσούκ είχε ένα ελάττωμα που ήταν μοιραίο: Έλιωνε το καλοκαίρι και ράγιζε το χειμώνα. Στα μέσα του 19ου αιώνα, η βιομηχανία καουτσούκ βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης, καθώς τα προϊόντα της κρεμούσαν και έλιωναν στις υψηλές θερμοκρασίες.
Τα επόμενα πέντε χρόνια, ο Goodyear απέκτησε μια εμμονή με το καουτσούκ. Καταχρέωσε την οικογένειά του για να χρηματοδοτήσει τα πειράματά του, στην προσπάθειά του να κάνει το υλικό κατάλληλο για βιομηχανική χρήση. Μετακόμισε αρκετές φορές—στη Νέα Υόρκη, τη Μασαχουσέτη, τη Φιλαδέλφεια και το Κονέκτικατ. Εν ολίγοις, πήγε οπουδήποτε μπορούσε να βρει επενδυτές και μέρη για να πραγματοποιήσει τα πειράματά του.
Για χρόνια ανακάτευε χημικά με το ακατέργαστο καουτσούκ μέσα σε κατσαρόλες και τηγάνια σε αυτοσχέδια εργαστήρια που έστησε στην κουζίνα της συζύγου του. Έκανε τα πειράματά του μέχρι και επίσης στη φυλακή, όπου πέρασε πολλές νύχτες επειδή δεν πλήρωνε τα χρέη του. Εισέπνευσε τις αναθυμιάσεις των τοξικών παρασκευασμάτων που ανακάτευε και ζύμωνε στο καουτσούκ για να το κάνει σταθερό.
Ο Goodyear νόμιζε ότι είχε βρει την απάντηση όταν ανακάλυψε ότι το νιτρικό οξύ λειαίνει το καουτσούκ και το κάνει λιγότερο κολλώδες. Έκλεισε συμφωνία με τα Ταχυδρομεία των Ηνωμένων Πολιτειών στη Βοστώνη για να φτιάχνει ταχυδρομικούς σάκους, αλλά και αυτοί έλιωναν στον ζεστό καιρό.
Τελικά, η λύση ήρθε το 1839, τυχαία. Ο Goodyear εργαζόταν στην Eagle India Rubber Company όταν ανακάτεψε κατά λάθος καουτσούκ και θείο σε μια καυτή σόμπα. Προς μεγάλη του έκπληξη, το λάστιχο δεν έλιωσε. Και, όταν ανέβασε τη θερμότητα, αυτό έγινε πιο σκληρό.
Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να τελειοποιήσει τη διαδικασία ανάμειξης θείου και καουτσούκ σε υψηλή θερμοκρασία. Το 1844 κατοχύρωσε τη διαδικασία, την οποία ονόμασε «βουλκανισμό», από τον Βούλκαν, τον Ρωμαίο θεό της φωτιάς.
Όμως η επιτυχία του δεν θα κρατούσε πολύ. Ξόδεψε μεγάλο μέρος της περιουσίας που κέρδισε στα δικαστήρια, προσπαθώντας να προστατεύσει την πατέντα του. Ο Charles Goodyear πέθανε στα 59 του το 1860, αφήνοντας πίσω του χρέος 200.000 δολαρίων.