Το 1976 ο Αμερικανός καθηγητής ψυχιατρικής στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, Τζων Μακ (1929 – 2004), στο κλασικό του σύγγραμμα “Η Ζωή του Τ.Ε Λώρενς” (A Prince of Our Disorder: The Life of T. E. Lawrence), πρωτοχρησιμοποίησε τον όρο «εγωισμός της θυματοποίησης» (egoism of victimization). Ο όρος αυτός μεταπήδησε με μεγάλη ευκολία στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών, γενόμενος βάση ερμηνείας συλλογικών συμπεριφορών στο πλαίσιο εθνικών συγκρούσεων.
Σύμφωνα με τον Μακ, ο εγωισμός της θυματοποίησης είναι η συμπεριφορά σε συλλογικό επίπεδο κατά την οποία οι αξίες και οι διεκδικήσεις μίας εθνικής ομάδος είναι και υπεράνω οτιδήποτε άλλου ενώ οι αξίες και οι διεκδικήσεις της άλλης εθνικής ομάδος είναι παράλογες και κατ’ επέκταση επικίνδυνες ή καταστροφικές. Συνεπώς ο εγωισμός της θυματοποίησης έχει δύο αλληλοσχετιζόμενες όψεις: τη νομιμοποίηση της συνεχιζόμενης καχυποψίας και εχθρότητας στη βάση του ότι έχει θυματοποιηθεί από τον άλλο και τη ναρκισσιστική υπερπροβολή της δικής της δυσχέρειας και του δικού της προβλήματος με την ταυτόχρονη διανοητική ανικανότητα να κατανοήσει ή να ταυτιστεί με το πρόβλημα του άλλου. Με αυτό τον τρόπο η μνήμη παραμένει ασφυκτικά δεμένη στις αδικίες ή τις βαναυσότητες που διέπραξαν οι άλλοι σε βάρος της συγκεκριμένης ομάδος και η σκιά των πράξεων του εγώ παραμένει αδιόρατη έστω κι αν αυτή παραβλέπει ή υποκινεί την θυματοποίηση των άλλων.
Η θυματοποίηση λαμβάνει τέτοιο κυριολεκτικό χαρακτήρα που ο εγωισμός μετατρέπεται σε αμετάβλητο γεγονός μέσα στην ιστορία. Όταν δηλαδή η ομάδα είναι θύμα των ιστορικών γεγονότων είναι απλώς θύμα. Όταν θυματοποιούνται οι άλλοι μέσα από τη σχέση τους με τη συγκεκριμένη ομάδα τότε στην αντίληψή της συνεχίζει να παραμένει η ίδια θύμα και οι άλλοι οι εκτελεστές – βάρβαροι. Διότι η μνήμη είναι δύσκολο να πάει πίσω και να αλλάξει ενώ σε ιδεολογικό επίπεδο είναι δύσκολο να ακυρώσει τα ερείσματα που τη δικαιώνουν στα ίδια της τα μάτια. Σε οποιαδήποτε μορφή σύγκρουσης η ομάδα έχει πάντα το ηθικό πλεονέκτημα, σε οποιαδήποτε μορφή σύγκρουσης θα είναι αυτή πάντοτε το θύμα. Ο εγωισμός της θυματοποίσης παράγει ιστορίες και μύθους από βιαιοπραγίες που διεπράχθησαν από άλλες ομάδες και τρέφεται με ηρωικές πράξεις που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο της αμυντικής συμπεριφοράς εν ονόματι του έθνους και των αξιών του.
Η άνωθεν θεωρητική διατύπωση εξηγεί και την εν γένει πολιτική συμπεριφορά των Τούρκων της Κύπρου στην εξέλιξη της ιστορίας της νήσου από τη δεκαετία του 1950. Μέσω του εγωισμού της θυματοποίησης, η ηγεσία τους διεμόρφωσε και επέβαλε παραστάσεις και αντιλήψεις που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο εκλαμβάνουν συλλογικώς τις σχέσεις τους με την ελληνική πλειονότητα του νησιού. Σε αυτή τη μορφή συλλογικής μνήμης οποιαδήποτε αφήγηση ή ανάλυση γεγονότων προσαρμόζεται ταυτοχρόνως στους χαρακτηρισμούς ρόλους του θύματος και του εκτελεστή. Αυτή η μορφή μνήμης αποτυπώνεται στα ιστορικά μνημεία, στην αφήγηση της προφορικής ιστορίας και στα εγχειρίδια ιστορίας.
Το αποτέλεσμα είναι προδιαγεγραμμένο. Η τουρκική προπαγάνδα αναπαράγεται ναρκισσιστικώς με μεγάλη ευκολία στη λογική της πολιτικής του αίματος, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τον εγωισμό της θυματοποίησης. Πότε η ελληνική πλευρά έκανε πολιτική χρήση των θυμάτων της ΤΜΤ κατά τη δεκαετία του 1960; Πότε μετέτρεψε την εθνοτική βία σε κεντρικό σημείο της πολιτικής της; Πόσοι σήμερα ξέρουν για την σφαγή των Ελλήνων στο Κιόνελι από τον τουρκικό όχλο το 1958, με την κάλυψη των βρετανικών αποικιακών αρχών; Πόσοι σήμερα ξέρουν για την απεχθή σφαγή των μοναχών στο μοναστήρι της Γαλακτοτροφούσας την 1η Ιανουαρίου 1964;
Αντιθέτως, ο τουρκικός εγωισμός της θυματοποίησης υπερπροβάλλει με τον γνωστό αυτοματισμό τις ατελείωτες «βιαιοπραγίες» των Ελλήνων σε βάρος των «καλών» και «ανυπεράσπιστων» Τούρκων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το γνωστό «περιστατικό της μπανιέρας». Η φωτογραφία των τριών παιδιών και της μητέρας τους, από τα Χριστούγεννα του 1963, είχε κάνει το γύρω του κόσμου από τους Τούρκους, ως δείγμα της βαρβαρότητος των Ελλήνων. Το σπίτι εκείνο μετετράπη αργότερα σε «μουσείο βαρβαρότητος», από το οποίο περνούν όλοι οι μαθητές αλλά και τουρίστες για να κατανοήσουν ότι οι Τούρκοι στην Κύπρο υπήρξαν τα τραγικά θύματα της ελληνικής ιστορίας. Παρά το ότι απεδείχθη μέσω τουρκικών μαρτυριών ότι το γεγονός εκείνο ήταν κατασκευασμένο και επίσημη τουρκική εκδοχή ήταν ένα ψέμα, εντούτοις η τουρκική προπαγάνδα συνεχίσει τον ίδιο αμανέ. Οι χρήσιμοι νεκροί είναι πάντοτε αναγκαίο πολιτικό εργαλείο για να νομιμοποιεί τον εγωισμό της θυματοποίησης.
Στο αφήγημα των Τούρκων, η ιστορία είναι ένα διαρκές δικαστήριο που τους δικαιώνει πολιτικά και νομιμοποιεί ιδεολογικά το τουρκικό ιδεώδες για την Κύπρο. Το αίτημα της συντριπτικής πλειονότητας του νησιού, δηλαδή των Ελλήνων, για Ένωση με την Ελλάδα, παρουσιάζεται ως αδικαιολόγητο, ως παράνομο, ως λανθασμένο και κατ’ επέκταση ως παράλογο. Ενώ το έξωθεν επιβεβλημένο αίτημα της διχοτόμησης γίνεται αποδεκτό ως λογική και φυσιολογική αντίδραση ως προς την «ομαδική ενωτική παράκρουση» των Ελλήνων.
Στην δε ελληνική πλευρά, ο τουρκικός εγωισμός της θυματοποίησης γίνεται αποδεκτός από κάποιους κύκλους, οι οποίοι πιστεύουν ακόμη ότι το νησί δεν είναι ημικατεχόμενο αλλά διαιρεμένο (sic) και αυτή η αποδοχή συντελείται στο βωμό ενός πηγαίου ανθελληνισμού και άλλων τινών ιδεολογικοπολιτικών αγκυλώσεων. Όταν η οπτική του νικητή γίνεται οπτική του νικημένου τότε είναι πολύ εύκολο να αποδεχθείς τέτοιου είδους στρεβλώσεις. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, ο εγωισμός της θυματοποίησης των Τούρκων είναι αναγκαίος για κάποιους εντός της ελληνικής πλευράς μόνο και μόνο για να δώσει καταφύγιο στην νεοκυπριακή ιδεολογικοποίηση της ιστορίας, στην προσπάθεια προσαρμογής της στις πολιτικές σκοπιμότητες του παρόντος και τέλος στη νευρωτική σύγχυση που προκαλεί η άρνηση της εθνικής ταυτότητας.