Είναι γεγονός ότι η Ευρώπη διανύει μια από τις πιο κρίσιμες οικονομικές περιόδους της, ενώ ακόμη δεν έχει “συνέλθει” από το σοκ του δημοψηφίσματος για το Brexit.
Όμως το θερμόμετρο στην Ευρωζώνη ξαναχτυπά κόκκινο από έναν ακόμη συστημικό κίνδυνο. Όπως αναφέρει δημοσίευμα του πρακτορείου Reuters, οι τραπεζικές μετοχές της Ιταλίας υποχώρησαν περισσότερο την Τρίτη, κάτι που ενδεχομένως να αποτελέσει απειλή για μετάδοση της κρίσης σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η κρίση αυτή μπορεί να στείλει την Ιταλία ξανά στην ύφεση και- στα πιο απαισιόδοξα σενάρια- να προκαλέσει μία κατάρρευση «τύπου Ελλάδας», που θα είναι σχεδόν αδύνατο να περιορίσει η Ευρώπη, αναφέρει το δημοσίευμα.
Τα συσσωρευμένα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι το μεγαλύτερο βάρος των ιταλικών τραπεζών, ενώ “κερασάκι στην τούρτα” για την πολιτική αστάθεια της χώρας αποτελεί η δέσμευση του Ματέο Ρέντσι να παραιτηθεί στην περίπτωση που χάσει το δημοψήφισμα του Οκτωβρίου για τη συνταγματική αναθεώρηση.
«Η Ιταλία αντιμετωπίζει μία ισχυρή κρίση, που ενισχύεται με γεωμετρική πρόοδο», ανέφερε ο Φραντσέσκο Γκαλιέτι, επικεφαλής της εταιρείας Policy Sonar και πρώην αξιωματούχος του Υπουργείου Οικονομικών. «Το άμεσο έναυσμα αυτής, είναι η τραπεζική κρίση», πρόσθεσε. Ο τραπεζικός δείκτης της Ιταλίας υποχώρησε κατά 30% από τη στιγμή που η Μ. Βρετανία αποφάσισε υπέρ του Brexit, ανεβάζοντας τις απώλειες μέχρι στιγμής στο 57%. Την Τρίτη, υποχώρησε περαιτέρω κατά 1,44%, φτάνοντας περίπου σε χαμηλό τριετίας.
Συνεχίζοντας το δημοσίευμα αναφέρει ότι η Ιταλία είναι εύθραυστη, πολιτικά και οικονομικά. Συχνά περιγράφεται ως «πολύ μεγάλη για να σωθεί» σε μία κρίση, οπότε ακόμη κι αν είναι μικρή η άμεση οικονομική σχέση μεταξύ των τραπεζών της και της ψήφου για Brexit, οποιοδήποτε παγκόσμιο σοκ προκαλεί μεγάλες «δονήσεις» στη χώρα.
«Η Ιταλία είναι ουσιαστικά το τεκτονικό ρήγμα της Ευρώπης. Τόσο το δημόσιο χρέος όσο και ο τραπεζικός τομέας είναι σε μία πυριτιδαποθήκη, που διατηρείται μέσα από μία διαδικασία μη αναγνώρισης των συσσωρευμένων ζημιών που συνεχίζουν να μετακυλούν. Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι κάποιος πρέπει να αναλάβει τις ζημιές τελικά», ανέφερε χαρακτηριστικά πρώην αξιωματούχος του ΔΝΤ, χωρίς να κατονομαστεί.
Σημαντική ανησυχία επικεντρώνεται στην τρίτη μεγαλύτερη τράπεζα της Ιταλίας, την Banca Monte dei Paschi di Siena, που έχει τη μεγαλύτερη αναλογία μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η ΕΚΤ έχει ζητήσει να τα περιορίσει κατά 40% τα επόμενα τρία χρόνια. Η Ρώμη είναι σε συζητήσεις με τις Βρυξέλλες για ένα σχέδιο ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών της, ελπίζοντας να περιορίσουν τις απώλειες για τους μετόχους και ομολογιούχους.
Μία τέτοια συμφωνία, μπορεί να απαιτεί την παράκαμψη των κανονισμών που υιοθέτησε η ΕΕ το 2014, προκειμένου να αναγκάζει επενδυτές και κάποιους καταθέτες να επωμίζονται το βάρος σε τέτοιες περιπτώσεις. Η Γερμανία τονίζει ότι οι κανονισμοί πρέπει να γίνουν σεβαστοί, αλλά η Ιταλία απαντά ότι απαιτείται ευελιξία, προκειμένου να αποτραπεί πιθανή τραπεζική «μετάδοση» που θα απορρέει από το Brexit.
Προειδοποίηση απηύθυνε και ο Αντριου Εντουαρντς, CEO της χρηματοοικονομικής εταιρείας ETX Capital: «Μία λύση πρέπει να βρεθεί γρήγορα, διαφορετικά η παλαιότερη τράπεζα του κόσμου (BMPS) μπορεί να καταρρεύσει και να πάρει μαζί της τον ήδη υπό ”πολιορκία” υπόλοιπο τραπεζικό τομέα της Ευρώπης. Η ΕΕ πρέπει να δείξει ευελιξία, διαφορετικά η Ιταλία μπορεί να χρεοκοπήσει», τόνισε.
Οι Βρυξέλλες ήδη ανησυχούν, με αξιωματούχο της ΕΕ να δηλώνει στο Reuters ότι στο EuroWorking Group της Δευτέρας, οι μετέχοντες εξέφρασαν την ανησυχία τους για την κατάσταση στην Ιταλία. Όμως, ένας άλλος αξιωματούχος διεμήνυσε ότι δεν υπάρχει μεγάλη διάθεση να αλλάξουν ή να «μαλακώσουν» οι κανονισμοί του bail-in. Εκείνοι που αντιτίθεται σ΄ αυτή τη δήλωση, υποστήριξαν ότι η Ιταλία έχει ήδη συμφωνήσει με αυτούς τους κανόνες, επομένως οφείλει να τους τηρήσει.
Την ίδια ώρα, ο Ρέντσι δεσμεύτηκε να παραιτηθεί αν χάσει το δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση με τις δημοσκοπήσεις να δηλώνουν για το αντίθετο, ωστόσο το πρακτορείο επισημαίνει ότι μια αποχώρησή του θα προκαλούσε την άσχημη αντίδραση των αγορών.
«Η πολιτική αστάθεια θα προκαλέσει και χρηματοοικονομική», τόνισε από την πλευρά του ο Γκούντραμ Βολφ, επικεφαλής του Bruegel, του think tank των Βρυξελλών.