Είναι κάτι παραπάνω από εμφανής ο πανικός που έχει καταλάβει την Ευρώπη μπροστά στα κύματα των μεταναστών που φτάνουν στα σύνορά της, αλλά η Ε.Ε. δεν θα μπορούσε να είχε διαλέξει χειρότερη στιγμή για να αναθερμάνει το ενδιαφέρον της για την Τουρκία, σύμφωνα με τους Financial Times. Υπό τις πιέσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας, η Ε.Ε. είχε εγκαταλείψει την Τουρκία πριν από επτά χρόνια, όταν η χώρα γινόταν μια πραγματική δημοκρατία, με τις διαπραγματεύσεις για την ένταξη να λειτουργούν ως μηχανή για εφαρμογή μεταρρυθμίσεων. Τώρα, επηρεασμένη από τη Γερμανίδα Καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, η οποία ήταν στην Κωνσταντινούπολη το Σαββατοκύριακο, η Ε.Ε. προσεγγίζει ξανά την Τουρκία, σε μια στιγμή που η χώρα κινδυνεύει υπό την αυταρχική συμπεριφορά του Ταγίπ Ερντογάν να μετατραπεί περισσότερο σε μια Συρία.
Μετά τις συναντήσεις με τον κ. Ερντογάν και τον Πρωθυπουργό Αχμέτ Νταβούτογλου, η κ. Μέρκελ έδωσε τις ευλογίες της σε ένα καλάθι από δώρα ως αντάλλαγμα για τις τουρκικές προσπάθειες να συγκρατηθεί η ροή των μεταναστών προς την Ευρώπη. Η Ε.Ε. θα ξανανοίξει τις παγωμένες ενταξιακές διαπραγματεύσεις με τη χώρα, θα επιταχύνει την απελευθέρωση του καθεστώτος χορήγησης βίζας (το οποίο ισχύει για τους Μολδαβούς αλλά όχι τους Τούρκους) και θα δώσει στην Άγκυρα 3 δισ. ευρώ για να βοηθήσει την Τουρκία -η οποία ήδη φιλοξενεί 2 εκατ. Σύρους πρόσφυγες- να γίνει ένας χώρος αναμονής πριν την τελική έξοδο.
Δεν προκαλεί έκπληξη που ο κ. Ερντογάν, ο οποίος σπάνια χαμογελά δημοσίως τις ημέρες αυτές, έλαμπε στη συνάντηση με την κ. Μέρκελ. Ενδεχομένως να πιστεύει ότι αυτό θα του δώσει μερικούς πόντους στις επερχόμενες εκλογές στις 1 Νοεμβρίου, τις οποίες προκήρυξε αφότου οι ψηφοφόροι στέρησαν τον Ιούνιο από το κυβερνών του κόμμα ΑΚP την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αλλά ίσως και όχι, καθώς οι περισσότερες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι ψηφοφόροι εμμένουν στην ετυμηγορία του Ιουνίου και ούτως ή άλλως δεν είναι και πολλοί οι Τούρκοι που έχουν ακόμα ψευδαισθήσεις για την Ε.Ε.
Το πολιτικό αδιέξοδο στην Άγκυρα θα ήταν απολύτως φυσιολογικό, αν ήταν και η Τουρκία μια φυσιολογική χώρα. Αλλά με τους θεσμούς να έχουν διαστρεβλωθεί από την προσπάθεια του κ. Ερντογάν να μετατρέψει τη χώρα από κοινοβουλευτική δημοκρατία σε ένα προεδρικό σουλτανάτο και με τις εθνοτικές διενέξεις στο Ιράκ και στη Συρία να διαχέονται στα σύνορά της, απέχει πολύ από το να είναι.
Κατά την περίοδο πριν τις εκλογές του Ιουνίου, ο κ. Ερντογάν αγνόησε το συνταγματικό του καθήκον να διατηρήσει την ουδετερότητά του, όπως είχε καταπατήσει το κράτος δικαίου μετά τις πανεθνικές διαμαρτυρίες τον Ιούνιο του 2013 και τις έρευνες για διαφθορά στον στενό του κύκλο τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Σε προεκλογικές συγκεντρώσεις ο Πρόεδρος κάλεσε ανοιχτά τους ψηφοφόρους να εκλέξουν 400 βουλευτές του ΑKP (σε σύνολο 550).
Όταν έδωσαν στο κόμμα μόλις 258, αποφάσισε να σαμποτάρει τις συνομιλίες ανάμεσα στο AKP και στο Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, την αξιωματική αντιπολίτευση. Ο λόγος δεν ήταν μόνο ότι επιθυμεί μια μεγάλη πλειοψηφία για να εδραιώσει την υφαρπαγή εξουσιών αλλά και γιατί κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι η έρευνα που έκλεισε άρον άρον ο κ. Ερντογάν μπορεί να ξανανοίξει. Αλλά ο Πρόεδρος, ο οποίος σαν Πρωθυπουργός άνοιξε τις συνομιλίες με το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα για να βάλει τέλος στην 30ετή καταπίεση, έκανε μεγαλύτερο κακό από αυτό.
Η έλλειψη αντίδρασης εκ μέρους της κυβέρνησης του AKP αλλά και του ίδιου στις εκατοντάδες επιθέσεις σε Κούρδους ακτιβιστές -που κλιμακώθηκαν στις επιθέσεις αυτοκτονίας στην Άγκυρα αυτόν τον μήνα που σκότωσαν 102 ανθρώπους- έχει διχάσει την κοινωνία και έχει χαλαρώσει τους δεσμούς που κρατάνε την Τουρκία ενωμένη.
Ήταν το ξεπέταγμα του φιλοκουρδικού Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών που έπνιξε τις φιλοδοξίες του κ. Ερντογάν. Τον Ιούλιο ξεκίνησε και πάλι τον πόλεμο κατά του PKK, αν και οι αντάρτες του έδωσαν την αφορμή με τη δολοφονία δύο αστυνομικών μετά τον βομβαρδισμό κουρδικού πολιτιστικού κέντρου από το ISIS.
Τον Ιούνιο η κουρδική μειονότητα των 12 με 15 εκατομμυρίων της Τουρκίας έγινε πιο συμπαγής. Οι συντηρητικοί ισλαμιστές από το στρατόπεδο του AKP ενώθηκαν με τους αριστερούς Κούρδους υπό το όχημα του HDP, όπως έκαναν και πολύ Αλαουίτες Κούρδοι που ψηφίζουν υπέρ του CHP. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ειρηνευτική πρωτοβουλία του κ. Ερντογάν είχε να κάνει περισσότερο με τις ψήφους των Κούρδων για την υπερ-προεδρία του παρά με την συνύπαρξη των Κούρδων σε ένα τουρκικό κράτος που βλέπουν τώρα ότι δεν τους παρέχει προστασία.
Οι Κούρδοι κατηγορούν το AKP για συνέργεια με το ISIS, αν και τα στοιχεία δείχνουν μάλλον για αμέλεια παρά για σύμπραξη. Αυτό μπορεί να αλλάξει, αν η κυβέρνηση δεν καταφέρει να απαντήσει στον βομβαρδισμό των τζιχαντιστών στην πρωτεύουσά της. Η επεκτατική πολιτική στην περιοχή μέσω της οποίας οι κύριοι Ερντογάν και Νταβούτογλου τράβηξαν την Άγκυρα μακριά από την Ευρώπη, προς την ψευδαίσθηση μιας νέας οθωμανικής Μέσης Ανατολής και η ανεκτική πολιτική στη Συρία που μετέτρεψε την Τουρκία σαν μια δίοδο για τους τζιχαντιστές η οποία επέτρεψε στο ISIS να φτιάξει θύλακες μέσα στη χώρα, καταλήγουν και οι δύο στο σημερινό κουρδικό ζήτημα.
Εντός της Τουρκίας, ο κ. Ερντογάν θέλει να οδηγήσει το HDP κάτω από το όριο του 10% για την είσοδο στο κοινοβούλιο. Επίσης φοβάται ότι η επιτυχία των κουρδικών πολιτοφυλακών στη Συρία, που κερδίζουν εδάφη από το ISIS στη βόρεια Συρία και έχουν νομιμοποιηθεί από τις αμερικανικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς, θα δημιουργήσει άλλη μία κουρδική οντότητα στα σύνορα της Τουρκίας με το Ιρακινό Κουρδιστάν. Το ISIS έχει συμφέρον να στρίψει το μαχαίρι, από τη στιγμή που είναι προτιμότερο οι Κούρδοι και οι Τούρκοι να πολεμούν μεταξύ τους από το να πολεμούν εναντίον τους.
Οι τζιχαντιστές διευκολύνονται και από την ιδεολογία που έχει προωθήσει ο κ. Ερντογάν, ένα σουνιτικό υβρίδιο ισλαμισμού και εθνικού που παρά τη συμφωνία με την Ε.Ε. αποκόβει την Τουρκία από τις σχέσεις με τη Δύση και ενισχύει τις εθνοτικές διαιρέσεις.
Η Ε.Ε. έχει ανάγκη να κοιτάξει καλά τον εαυτό της και την Τουρκία, όπου οι πολίτες μπορεί να υποστούν διώξεις για tweets που επικρίνουν την πολιτική του προέδρου απέναντι στο ISIS.