Αγωνία για τον τουρισμό: Ποιές χώρες λάτρεις των ελληνικών διακοπών, ίσως τις χάσουν φέτος

Εντατικά προετοιμάζεται η κυβέρνηση για το επόμενο μεγάλο βήμα, εκείνο της 1ης Ιουλίου, “ημέρα που θα ανοίξουν πιο πλατιά οι πύλες της χώρας στον τουρισμό”, όπως τόνισε κατά την τακτική ενημέρωση των πολιτικών συντακτών, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας.

Ο κ. Πέτσας επανέλαβε ότι πρώτο μέλημα της κυβέρνησης είναι η ασφάλεια των εργαζόμενων στον κλάδο, των κατοίκων στους τουριστικούς προορισμούς, καθώς και των επισκεπτών, και πρόσθεσε οτι έχει ήδη τεθεί σε εφαρμογή σχέδιο ενδυνάμωσης των δομών  και των υπηρεσιών Υγείας στη νησιωτική χώρα και λαμβάνονται όλα τα αναγκαία μέτρα για τον έγκαιρο εντοπισμό και τη ιχνηλάτηση ενδεχόμενων κρουσμάτων, την απομόνωση, την παροχή περίθαλψης.

Αναφερόμενος στις περιοχές που παρατηρούνται κρούσματα κορωνοϊού ο κ.Πέτσας τόνισε ότι “σε περίπτωση εντοπισμού αυξημένου αριθμού κρουσμάτων θα λαμβάνονται – όπως ήδη γίνεται σε περιοχές της Ξάνθης – στοχευμένα, τοπικά, περιοριστικά, μέτρα, ενώ ταυτόχρονα εντείνονται οι έλεγχοι για την τήρηση των μέτρων προστασίας, ενώ παράλληλα ενιαιοποιείται και εξορθολογίζεται το πλαίσιο κυρώσεων. Το νέο απλό και ομοιόμορφο πλαίσιο προβλέπει αυξημένες κυρώσεις για όσους είναι υπότροποι”.

Ανησυχία για χώρες που στήριζαν τουριστικά την Ελλάδα

Η ανησυχία του κυβερνητικού επιτελείου για την τουριστική σεζόν, αυξάνεται ωστόσο, και αυτό γιατί παρά τις αρχικές προσδοκίες, όπως αναφέρει το economico, επικαλούμενο  πολύ καλά πληροφορημένες πηγές, χώρες που τα προηγούμενα χρόνια υπήρξαν οι βασικοί “τροφοδότες” της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας, είναι έως απίθανο να περιλαμβάνονται σε αυτές από τις οποίες η Ελλάδα θα δεχθεί φέτος τουρίστες.

Ο κορωνοίός βρίσκεται ακόμα σε υψηλά επίπεδα στις χώρες αυτές, οι οποίες από σοβαρή πηγή τουριστικών εσόδων αλλά ούσες στο έλεος της πανδημίας, αδυνατούν, να λειτουργήσουν ως τέτοιες και φέτος.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα αφορά στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Και αυτό γιατί τόσο αριθμητικά όσο και σε επίπεδο κατά κεφαλήν κατανάλωσης, οι Αμερικανοί τουρίστες εξαιρετικά καλοδεχούμενοι στην Ελλάδα, όλα τα προηγούμενα χρόνια,  φέτος δεν προβλέπεται να έρθουν στην Ελλάδα, καθώς σε πολλές πολιτείες ο κορωνοϊός δείχνει αξιοσημείωτη αντοχή και επιμένει να απειλεί τη δημόσια υγεία της χώρας.

Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα είναι η Ρωσία. Και εκεί, η κατάσταση με την πανδημία παραμένει δύσκολη και είναι εξαιρετικά αμφίβολο, εάν μέχρι τα τέλη Αυγούστου, η χώρα μας θα μπορέσει να υποδεχθεί Ρώσους τουρίστες – προοπτική που είναι βέβαιο ότι θα πλήξει σημαντικά τις συνολικές επιδόσεις του τουρισμού για τη φετινή σεζόν αλλά ιδιαίτερα τη Βόρεια Ελλάδα, που υποδεχόταν το μεγαλύτερο “κύμα”.

Βεβαίως, όπως σημειώνουν οι ίδιες πηγές, θα έρθουν τουρίστες από τα Βαλκάνια (Σερβία, Βουλγαρία, Ρουμανία κα ), αλλά παραδοσιακά οι Ρώσοι τουρίστες είναι αυτοί που αφήνουν τα περισσότερα χρήματα κατά τις διακοπές τους, στην Ελλάδα, στηρίζοντας και ένα μεγάλο τμήμα του εμπορικού κόσμου της χώρας, που κυριολεκτικά βασίζεται πάνω τους.

Δύσκολο, έως αδύνατο, θεωρούν οι ίδιες πηγές, να υποδεχθεί το φετινό καλοκαίρι η Ελλάδα τουρίστες από τη Μεγάλη Βρετανία, η οποία εξακολουθεί να δίνει άνιση μάχη με την πανδημάι του νέου κορωνοϊού.

Και αν στα παραπάνω υπολογίσει κανείς τη χρονική αναβολή υποδοχής τουριστών από το Ισραήλ ( από 1η Ιουλίου έχει πάει για 1η Αυγούστου, αν όλα πάνε καλά ), αντιλαμβάνεται πόσο δύσκολα διαχειρίσιμο είναι το πρόβλημα.

Πέραν των παραπάνω, εστία πονοκεφάλου για την ηγεσία του υπουργείου Τουρισμού αλλά και γενικότερα την κυβέρνηση, αποτελούν οι πιθανές επιπτώσεις της έλευσης τουριστών στη μάχη για τον περιορισμό διασποράς του κορωνοϊού, η οποία στην πρώτη φάση της πανδημιας κερδήθηκε.

Ασυμπτωματικοί τουρίστες – Θα έρθουν χιλιάδες στην Ελλάδα 

Ο γενικός γραμματέας του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου (ΠΙΣ) Γιώργος Ελευθερίου, έκρουσε  την Πέμπτη τον κώδωνα του κινδύνου εκτιμώντας ότι είναι  πιθανό «να έρθουν φορείς του νέου κορωνοϊού», και το μεγάλο άγχος της επιστημονικής κοινότητας είναι ακριβώς οι ασυμπτωματικοί ασθενείς.

«Η χώρα μας πράγματι κατάφερε να περιόρισε τη διασπορά του ιού και να έχει όσο το δυνατόν λιγότερα θύματα. Όμως το στοίχημα από δω και πέρα είναι ο τουρισμός. Παρότι έχουν ληφθεί όλα τα μέτρα για την προστασία τόσο των ντόπιων κατοίκων όσο και των τουριστών, ο ιός κινείται με έναν πολύπλοκο τρόπο και είναι δύσκολο να ελεγχθεί πλήρως», υπογράμμισε  ο κ. Ελευθερίου, προσθέτοντας ότι θα πρέπει να προετοιμαζόμαστε για ένα ποσοστό της τάξης του 2,5% των τουριστών που θα έρθουν στη χώρα μας και πιθανώς να είναι φορείς του νέου κοροναϊού, ώστε να είμαστε απολύτως έτοιμοι για τα χειρότερα και να θωρακίσουμε τη δημόσια υγεία».

Σύμφωνα με εκτιμήσεις ειδικών, φέτος αναμένεται να καταφτάσουν στην Ελλάδα περίπου 5 εκατομμύρια τουρίστες, κατά το χειρότερο σενάριο και 10 εκατομμύρια με βάση το πιο αισιόδοξο σενάριο. «’Αρα αντιλαμβάνεται κανείς για τι αριθμούς περιστατικών μιλάμε».

Υπενθυμίζεται ότι με βάση τις επίσημες καταγραφές πέρσι επισκέφτηκαν την Ελλάδα 33 εκατομμύρια τουρίστες.

Τι προτείνει ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος

Ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος έχει προτείνει στο υπουργείο Τουρισμού να δημιουργηθεί άμεσα ένα ολοκληρωμένο σύστημα για τη διενέργεια των τεστ, όχι μόνο δειγματοληπτικών, ώστε να υπάρξει προστασία, υπογραμμίζοντας ότι «ο εργαστηριακός έλεγχος για τα πιθανά κρούσματα κορωνοϊού είναι το Α και το Ω στον έλεγχο της επιδημίας».

Σύμφωνα με τον Γ.Γ. του ΠΙΣ, «πρέπει το σύστημα να δίνει τη δυνατότητα για άμεση λήψη δειγμάτων, αλλά και να υπάρχει ταχύτητα ως προς το αποτέλεσμα, το πολύ εντός 24ωρου. Γι’ αυτό και επιμένουμε ότι βασική προϋπόθεση αποτελεί η παρουσία αναλυτών PCR στις περιοχές αιχμής (Περιφέρειες και νησιά)».

«Ενδεικτικά προτείνουμε», συνεχίζει, «για κάθε 500 τουριστικές κλίνες να αντιστοιχεί ένας αναλυτής. Επιβάλλεται η ανάπτυξη δικτύου ταχείας μεταφοράς του δείγματος από το ξενοδοχείο στο Κέντρο που θα εξεταστεί. Σε μία τέτοια «επιχείρηση» εντοπισμού των ύποπτων περιστατικών, πρέπει να αξιοποιηθούν όλες οι δομές τόσο κρατικές όσο και ιδιωτικές, στο πλαίσιο της πάγιας θέσης για ανάπτυξη των συμπράξεων μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ)».