Ιδού τα πρώτα δέκα:
Πρώτο: Μέσι, ένας αναμενόμενος ήρωας
Μάθαμε, ή για την ακρίβεια είδαμε να επιβεβαιώνεται η άποψη πως παρότι το ποδόσφαιρο είναι ομαδικό άθλημα, μία τόσο μεγάλη διοργάνωση, όπως το Μουντιάλ, θέλει τον ήρωά της – έναν κεντρικό ήρωα τέλος πάντων – για να νοστιμίσει. Θέλει ένα πρόσωπο, που να καταστήσει το τουρνουά μοναδικό και να κάνει τους θεατές ανά τον κόσμο να ταυτιστούν μαζί του. Τούτο το Μουντιάλ ήταν το τελευταίο δύο μεγάλων ποδοσφαιριστών, εξ ου και είχε τεθεί εξ αρχής το ερώτημα εάν θα ήταν «το μουντιάλ του Μέσι» ή θα κατάφερνε να βάλει τη σφραγίδα του ο Ρονάλντο. Τελικά έγινε το πρώτο – στο επόμενο θαρρώ θα μιλάμε για το εάν θα είναι η «διοργάνωση του Μπαπέ».
Ήταν η προσωπική ιστορία του Μέσι, η δικαίωσή του για τη μεγαλειώδη διαδρομή του ως τώρα στο ποδόσφαιρο και η καθολική αναγνώριση που λειτουργεί δραματουργικά σε ένα θεαματικό φινάλε, στοιχεία που έκαναν το μουντιάλ του Κατάρ να αποκτήσει ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα – πέρα από το ωραίο ποδόσφαιρο που έτσι κι αλλιώς παίχτηκε σε όλο το τουρνουά, ιδίως στον τελικό, μα και πέρα από το γεγονός ότι ήταν το πρώτο που έγινε χειμώνα.
Δεύτερο: Καλοκαίρια ή χειμώνες να περιμένω για να ρθεις;
Καλό το Μουντιάλ το καλοκαίρι, με τις μπύρες και τις πίτσες μπροστά σε οθόνες στις μεγάλες πλατείες και τα μικρά μπαλκόνια, αλλά και το χειμωνιάτικο έχει άλλη χάρη. Το πείραμα μάλλον δικαιώθηκε, γιατί το πέτυχε τους ποδοσφαιριστές φρέσκους και φορμαρισμένους, εν μέσω της κανονικής αγωνιστικής περιόδου και όχι ξεψυχισμένους, αποκαμωμένους και ξεζουμισμένους στο τέλος της σεζόν και μετά από 70 και 80 ματς με τους συλλόγους τους. Εξ ου και είχαμε θεαματικά παιχνίδια και τρέξιμο μέχρι το 105’ που διαρκούσαν τα περισσότερα ματς.
Τρίτο: Σφύρα καλά, τώρα και σε μουντιαλική έκδοση
Αυτό με τις γκρίνιες για τις διαιτησίες γίνεται παντού – τα περί «παράγκας» δεν είναι μόνο δικά μας. Έτσι ησυχάσαμε λίγο, δεν έχουμε αποκλειστικότητα στην παράνοια. Στον τελικό οι γκρίνιες και οι αμφισβητήσεις στις αποφάσεις του Πολωνού Μαρτσίνιακ πήγαν σύννεφο – για τα πέναλτι, ακόμα και για την εγκυρότητα του τρίτου γκολ της Αργεντινής! Νωρίτερα, είχαν συμβεί άλλα απίθανα. Το Μαρόκο, ας πούμε υπέβαλε επίσημη καταγγελία στη ΦΙΦΑ για τη διαιτησία στον ημιτελικό με τη Γαλλία, υποστηρίζοντας ότι δεν του δόθηκαν δύο πέναλτι. Δύο πέναλτι στην Ελλάδα είναι ψωμοτύρι – είμαστε όλοι «Μαροκίστας».
Ο Ισπανός Λαόθ αποκλείστηκε από τους ημιτελικούς και τον τελικό, μετά τη διαμαρτυρία της Αργεντινής και την οργή του Μέσι για τα σφυρίγματά του– αν γινόταν κάτι ανάλογο εδώ, δεν θα βρίσκαμε για να σφυρίζει ούτε βοσκό απ’ τα Άγραφα. Ο Μόντριτς έπαθε Λουτσέσκου, δηλώνοντας «για μένα δεν ήταν πέναλτι», αναφερόμενος στην εσχάτη των ποινών που καταλόγισε ο Ιταλός Ορσάτο στον ημιτελικό της Κροατίας με την Αργεντινή, δίνοντας τη δυνατότητα στον Μέσι να κάνει το 1-0. Και ο Μπρούνο Φερνάντες με τον Πέπε μανούριασαν με τον Αργεντινό ρέφερι στο ματς της Πορτογαλίας με το Μαρόκο, θεωρώντας ότι σφύριζε για να ευνοήσει τη χώρα του – να μην βρει ο Μέσι μπροστά του τον Ρονάλντο σε απλά ελληνικά.
Υπάρχουν δε φάσεις απ’ αυτό το μουντιάλ, που θα συζητούνται για πάντα, σχεδόν όσο το πιο χτυπητό διαιτητικό λάθος που έγινε ποτέ – το γκολ του Μαραντόνα με το χέρι, που όσο και να το χαρήκαμε και να λέμε ευτυχώς που δεν το είδε τότε ο διαιτητής Αλί Μπιν Νάσερ δεν παύει να είναι αντικανονικό. Έστω, θεϊκά αντικανονικό! Το γκολ με το οποίο η Ιαπωνία νίκησε την Ισπανία και πέταξαν και οι δύο μαζί έξω τη Γερμανία, θα μείνει για παράδειγμα ως ένα πεδίο αιώνιας διαμάχης – και κρυφής ικανοποίησης για τους «αντιΓερμανούς».
Τέταρτο: Κλάμα που θα ζήλευε κι η Μάρθα
Το κλάμα του Πορτογάλου Ρονάλντο μετά τον αποκλεισμό σοκ από το Μαρόκο, οι οδυρμοί των Βραζιλιάνων που έχασαν αβγά, πασχάλια και πέναλτι με τους Κροάτες, ανάλογες αντιδράσεις από παίκτες ομάδων που αποκλείστηκαν, αλλά και δάκρυα χαράς, όπως των Αργεντινών με την κατάκτηση του τίτλου, έδωσαν ένα ισχυρό συναισθηματικό στοιχείο στη γιορτή του ποδοσφαίρου.
Παραφράζοντας την ρομαντικά εξομολογητική φράση της Τζούλια Ρόμπερτς, ισχύει ότι και οι ακριβοπληρωμένοι, διάσημοι και σκληροτράχηλοι ποδοσφαιριστές «δεν είναι παρά παιδιά που παίζουν απλά μπάλα αναζητώντας τη χαρά της νίκης» – και για να κερδίσουν την αναγνώριση των γονιών τους, θα πρόσθετε ένας ψυχαναλυτής της φροϋδικής σχολής! Γι αυτό και οι περισσότεροι έτρεχαν στις μανάδες τους μετά από τις νίκες τους – οι Μαροκινοί ή οι… Μαροκάνοι, που θα έλεγαν και οι σχολιαστές του ΑΝΤ1, ήταν εντυπωσιακό παράδειγμα στο θέμα αυτό!
Πέμπτο: Κουβάς και προβλέψεις που είδαν κόκκινο
Μουντιάλ χωρίς εκπλήξεις και πολύ… κουβά δεν υπάρχει. Υπήρξαν βέβαια και διοργανώσεις στο παρελθόν, που γενικά πήγαν ρολόι και αλφαδιασμένα, πολύ κοντά δηλαδή στις αρχικές προβλέψεις. Αυτό του Κατάρ όμως είχε πολλές ανατροπές. Η Αργεντινή ήταν στα φαβορί, αλλά όχι το πρώτο. Το πρώτο ήταν η Βραζιλία – κατέστρεψε πολλούς στοιχηματάκηδες αυτή η ιστορία, καθότι η Σελεσάο αποχαιρέτησε νωρίς. Αρχικά τη Γαλλία δεν την περίμεναν τόσο ψηλά, λόγω των πολλών τραυματισμών, όμως μετά τον αποκλεισμό της Βραζιλίας και τη νίκη της επί των Άγγλων πολλά γραφεία την έδιναν ως επικρατέστερη – τρικολόρ κουβάς δηλαδή σε αυτή την περίπτωση. Κανείς δεν πίστευε ότι η Κροατία θα κατάφερνε να πάρει την τρίτη θέση. Οι πάντες εξεπλάγησαν από το εντυπωσιακό Μαρόκο, ενώ από την Ασία περίμεναν να κάνει το παραπάνω βήμα το Ιράν, ή έστω η Νότια Κορέα – καμία δεν το κατάφερε.
Για να είμαστε δίκαιοι, προγνωστικά σε τέτοιου είδους τουρνουά δεν μπορούν να γίνουν. Όχι με την ευκολία που φαντάζονται κάποιοι. Ειδικά όταν πολλά κρίνονται στις λεπτομέρειες, σε ένα πέναλτι και πάει λέγοντας. Ακόμα κι όταν είσαι άνθρωπος του ποδοσφαίρου, που έχεις φάει τα γήπεδα με το κουτάλι, πέφτεις έξω με εκκωφαντικό τρόπο. Ο Αντώνης Νικοπολίδης έλεγε για παράδειγμα πριν τους προημιτελικούς ότι δεν πιστεύει στην Αργεντινή και δεν ήταν σίγουρος ότι η Γαλλία θα αποκλείσει την Αγγλία – καλά (του) πήγε αυτό! Αντώνη, 39 νούμερα του τζόκερ θέλω και σου εύχομαι τα καλύτερα – θα παίξω τα άλλα έξι προφανώς.
Έκτο: Άλλο μπάλα, άλλο χορός και ντεκαπάζ
Το είχαμε το προαίσθημα ότι η Βραζιλία ίσως να την πατούσε όπως το 1982. Από τον πρώτο αγώνα που άρχισαν τα τσαλιμάκια κάποια στιγμή με τους Σέρβους, μα κυρίως αργότερα με το στρίμωγμα από την Ελβετία, την ήττα από το Καμερούν και τους χορούς με τη Νότια Κορέα, κάτι δεν κολλούσε.
Ήρθε τελικά η Κροατία να στείλει σπίτι τους υπερφίαλους Βραζιλιάνους, που θεωρητικά ήταν το πρώτο φαβορί για τον τίτλο.
Συμπέρασμα, διαχρονικό και ασφαλές: Όταν βλέπεις λάδι πολύ, μην περιμένεις να υπάρχει και τηγανίτα αρκετή. Ειδικά όταν βλέπεις παίκτες να προσέχουν περισσότερο το μαλλί τους από τους αντίπαλους επιθετικούς, να βάζουν περισσότερο τζελ κι από τον Μπράντο στο Νονό, ή να συναγωνίζονται μεταξύ τους ποιος έχει κάνει το καλύτερο ντεκαπάζ, – ο Ριτσάρλισον ήταν πιο φανταχτερός κι από τον Ξιαρχό – καταλαβαίνεις ότι αλλού είναι το μυαλό τους. Και η σκληρή πραγματικότητα τους εξέθεσε. Αν ήταν ομάδα μπάσκετ θα ήταν οι Χάρλεμ Γκλόουμπτροτερς – μόνο για επιδείξεις.
Έβδομο: Μουντιάλ ξανά στο Γουέμπλει – μόνη λύση για Αγγλία
Αφού η Αγγλία δεν κατάφερε ούτε αυτή τη φορά να κάνει κάτι σε Μουντιάλ, μόνη λύση είναι να γίνει ξανά η διοργάνωση στο νησί, όπως το 1966, να δώσει όλους τους αγώνες στο Γουέμπλεϊ (όπως το 1966) και να μετρήσει υπέρ της γκολ, ακόμα κι αν η μπάλα δεν περάσει τη γραμμή – όπως το 1966!!! Δεν πρέπει να υπάρχει μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό δράμα από αυτό που ζουν οι Άγγλοι σε κάθε μεγάλη διοργάνωση, ιδίως σε μουντιάλ. Να περιμένουν πώς και πώς να απευθυνθούν στον υπόλοιπο κόσμο ως η χώρα που γέννησε το ποδόσφαιρο (μάλλον ανεμογκάστρι ήταν) και μονίμως το ποδόσφαιρο να τους διαψεύδει. Οι Άγγλοι έχουν αποτύχει με κάθε δυνατό τρόπο. Κι όταν εξαντληθούν οι γνωστοί τρόποι, αυτοί ανακαλύπτουν κι άλλους.
Το ιδιαίτερο πρόβλημα με το φετινό μουντιάλ είναι ότι η Αγγλία είχε όντως καλή σειρά παικτών. Ομάδα γεμάτη ταλέντο, εμπειρία, προσωπικότητα, εναλλακτικές λύσεις. Προ διετίας έφτασαν μέχρι τον τελικό του Euro. Κι όμως! Η προσπάθειά τους αποδεικνύεται πιο μάταιη κι από εκείνη του Σίσυφου.
Όγδοο: Στο τέλος κερδίζουν οι Γερμανοί – το άλλο με τον Τοτό;
Εκείνη η φράση του Γκάρι Λίνεκερ ότι «στο ποδόσφαιρο παίζουν 22 παίκτες και στο τέλος κερδίζουν πάντα οι Γερμανοί», έχει χάσει προ πολλού τη σημασία της. Και πάντως σε αυτό το μουντιάλ ανέλαβαν οι Ιάπωνες να τη διακορεύσουν για τα καλά – τη φράση κυρίως, αλλά και την ίδια τη Γερμανία ελαφρώς. Οι Γερμανοί έχουν το ρεκόρ παρουσιών σε τελικούς μουντιάλ (8) με τέσσερις κατακτήσεις, η μία απολύτως αμφισβητούμενη (1954) και μία άλλη επίσης με ερωτηματικά (1974). Αλλά καταγράφουν και εκκωφαντικές αποτυχίες, με τη φετινή να είναι από αυτές σίγουρα. Η Γερμανία ήταν από τις μεγάλες απογοητεύσεις αυτής της διοργάνωσης. Δεν περιλαμβανόταν στα φαβορί, αλλά ουδείς την υποτιμούσε κιόλας. Εκτός από την ίδια μάλλον. Ήταν από τους αποκλεισμούς, που πρέπει να χαροποίησε κόσμο και κοσμάκη πάντως, να τα λέμε κι αυτά.
Ένατο: Βέλγιο και Ολλανδία – όταν χάνεται η στιγμή
Στο ποδόσφαιρο ισχύει ό,τι και στις μελοδραματικές ή ρομαντικές κομεντί του αμερικανικού σινεμά. Όταν «χάνεται η στιγμή», αλλάζουν δια παντός όλα. Είναι εκεί που ετοιμάζεται να φιληθεί για πρώτη φορά ένα ζευγάρι και ξαφνικά μπαίνει στη σκηνή ένας άσχετος, ξενέρωτος ή βαλτός και τους κόβει.
Και μετά χάνονται και ξαναβρίσκονται ύστερα από 30 χρόνια και λένε για το ανεκπλήρωτο όνειρο, την ευκαιρία που έχασαν τζάμπα και άλλα τέτοια. Κάπως έτσι γίνεται με την Ολλανδία και το Βέλγιο. Πήγαν στο Κατάρ με όνειρα, έφυγαν με πίκρα. Η Ολλανδία είχε τις ευκαιρίες της το 1974, το 1978, αλλά και το 2010. Πόσες ακόμα να τους δώσει ο θεός του ποδοσφαίρου; Μετρούν ήδη τρεις χαμένους τελικούς, σε αυτό έχουν το ρεκόρ! Αφού δεν έκαναν την υπέρβαση ούτε τώρα, που είχαν μία αξιοπρεπέστατη ομάδα, θα είναι πάντα δύσκολο έως απίθανο να κερδίσουν μουντιάλ.
Οι Βέλγοι από την άλλη δεν κατάλαβαν ότι η δική τους ευκαιρία ήταν το 2018. Όταν έφτασαν αποκλείστηκαν από τη μετέπειτα νικήτρια του τουρνουά Γαλλία. Η γεμάτη ταλέντο γενιά παικτών μεγάλωσε ήδη, οι περισσότεροι πάνε για απόσυρση και θα μείνουν με το παράπονο. Μην ξεχνάμε ότι το Βατερλό είναι στο Βέλγιο!
Δέκατο: Βάλτο στο mute, να γλιτώσουμε τα εγκεφαλικά!
Δεν ξέρω σε άλλες χώρες, αλλά στην Ελλάδα το ζήσαμε κι αυτό. Να προσπαθούμε να βρούμε τρόπο να ξεχωρίσουμε τους ήχους του γηπέδου από τις φωνές εκείνων που περιέγραφαν τους αγώνες. Αν κάποιος πουλούσε μία τέτοια τεχνική θα έβγαζε περισσότερα κι από το να πουλούσε πλαστικά καλαμάκια για φρέντο.
Θέλαμε το φυσικό ήχο από τις κερκίδες των γηπέδων για να νιώσουμε την ατμόσφαιρα – δεν θα το κάνουμε και βωβό κινηματογράφο – αλλά χωρίς τις περιγραφές και τις «αναλύσεις» όσων ήταν στα μικρόφωνα. Όχι όλων, για να είμαστε δίκαιοι, αλλά αρκετών. Στην αρχή οι θεατές ήταν απροετοίμαστοι, αλλά είχαν υπομονή και περιέργεια. Προς το τέλος ήταν πιο έτοιμοι ψυχολογικά να ακούσουν οτιδήποτε, ίσως και να διασκεδάσουν, αλλά όσο να ‘ναι είχαν εξαντληθεί οι αντοχές και οι ανοχές.