Tη νέα διώρυγα του Σουέζ εγκαινίασε ο Πρόεδρος της Αιγύπτου αλ-Σίσι
Τη νέα διώρυγα του Σουέζ εγκαινίασε ο Πρόεδρος της Αιγύπτου Αμπντέλ Φατάχ αλ-Σίσι, κατά τη διάρκεια εκδήλωσης, στην οποία δίνουν το παρών ηγέτες από όλον τον κόσμο, μεταξύ των οποίων και ο Αλέξης Τσίπρας.
Ο Αιγύπτιος πρόεδρος, σε μία φαντασμαγορική τελετή, έδωσε εντολή στο πρώτο πλοίο να διασχίσει τη νέα διώρυγα του Σουέζ. Σημειώνεται ότι η νέα διώρυγα επί της ουσίας συνιστά διαπλάτυνση της παλαιάς, δίνοντας σημαντική ώθηση στη ναυτιλία της ευρύτερης περιοχής.
«Το άνοιγμα της νέας διώρυγας σηματοδοτεί την απαρχή ενός νέου σχεδίου για την περιοχή του Σουέζ, στο οποίο θα περιλαμβάνεται και η επέκταση του λιμανιού» τόνισε ο αλ-Σίσι. Όσον αφορά το ζήτημα των τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους, ο Αιγύπτιος πρόεδρος τόνισε ότι «στεκόμαστε ενάντια στην πλέον επικίνδυνη τρομοκρατική ιδεολογία, η οποία θα μπορούσε να κάψει όλο τον κόσμο». «Μαχόμαστε εναντίον τους και θα τους νικήσουμε» πρόσθεσε.
Πρόκειται για ένα σημαντικό έργο για την παγκόσμια ναυσιπλοΐα, καθώς αυτή αλλάζει με την αμφίδρομη κυκλοφορία πλοίων σε ταχύτερους χρόνους από 18 σε 11 ώρες. Στην τελετή των εγκαινίων υπήρχε και ελληνική παρουσία στη θάλασσα με τη διέλευση της ελληνικής φρεγάτας «Σπέτσαι».
Η διάρκεια του έργου κράτησε μόλις 1 χρόνο, παρά τις αρχικές εκτιμήσεις που ανέφεραν πως θα ολοκληρωθεί σε 3. Όπως τόνισε ο επικεφαλής της Διώρυγας του Σουέζ, Μοχάμπ Μέμις, η νέα τεχνητή υδάτινη οδός αρχικά είχε σχεδιαστεί να έχει 72 χλμ. μήκος, με κόστος 4 δισ. δολάρια. Το έργο θα περιλαμβάνει 35 χλμ. μήκος «ξηρό σκάψιμο» και 37 χλμ. πιθανής «επέκτασης» και εμβάθυνσης, κάτι που θα μπορούσε να διευρύνει την υπάρχουσα Διώρυγα.
Η νέα διώρυγα
Η νέα διώρυγα, μήκους 72 χιλιομέτρων, που θα λειτουργεί με την ήδη υπάρχουσα θα επιτρέψει τη δυνατότητα αμφίδρομης κυκλοφορίας των πλοίων σε γρήγορο χρόνο, από 18 σε 11 ώρες, ενώ θα διπλασιάσει την τρέχουσα ημερήσια δυναμικότητα μεταφοράς εμπορευμάτων.
Η διώρυγα συνδέει τη Μεσόγειο με την Ερυθρά Θάλασσα, ενώ χωρίζει την αφρικανική ήπειρο από την Ασία και παρέχει τη συντομότερη θαλάσσια διαδρομή μεταξύ της Ευρώπης και των εκτάσεων που βρίσκονται γύρω από τον Ινδικό και δυτικό Ειρηνικό Ωκεανό. Είναι μία από τις πιο πολυσύχναστες θαλάσσιες οδούς του κόσμου.
Στόχος του έργου του νέου καναλιού, που ξεκίνησε στις 6/08/2014 και ολοκληρώθηκε σε λιγότερο από 12 μήνες αντί τριών ετών που ήταν οι αρχικές εκτιμήσεις, είναι η αύξηση των θέσεων εργασίας, η ενίσχυση των κερδών και η προσέλκυση περισσοτέρων πλοίων. Στόχος είναι να περνούν καθημερινά έως το 2023, 97 πλοία από 49 που είναι σήμερα.
Η αρχή της διώρυγας του Σουέζ προβλέπεται, επίσης, να αυξήσει τα ετήσια έσοδά της από 5,3 δισ. δολ. το 2015 σε 13,2 δισ. δολ. το 2023, καθώς θα καταστήσει τη θέση της ως μία από τις σημαντικές θαλάσσιες εμπορικές οδούς σε ένα περιβάλλον αυξανόμενου παγκόσμιου ανταγωνισμού.
Η νέα διώρυγα έχει ως προοπτική να δημιουργηθεί μια πλήρως αναπτυγμένη βιομηχανική περιοχή γνωστή ως η «ζώνη της Διώρυγας του Σουέζ». Η ζώνη θα αποτελέσει βιομηχανική περιοχή και εφαλτήριο προσφοράς υπηρεσιών σε πολυάριθμους τομείς, όπως τον κατασκευαστικό κλάδο, τα logistics, την επισκευή πλοίων και πολλά άλλα. Στόχος είναι να παρέχει υπηρεσίες και πρόσβαση σε περισσότερους από 1,6 δισ. πελάτες από όλο τον κόσμο.
Η ιστορία
Η ιστορία της διώρυγας του Σουέζ ξεκινά τον 19ο αιώνα όταν ένας Γάλλος πείθει έναν Αιγύπτιο μονάρχη που έχει κόμπλεξ με την παχυσαρκία του πως μια διώρυγα, η οποία θα συνέδεε τη Μεσόγειο με την Ερυθρά Θάλασσα, θα του έφερνε τη δόξα. Ενάμισι αιώνα αργότερα, ο πρόεδρος Αμπντέλ Φάταχ αλ-Σισι θέλει να αφήσει τη σφραγίδα του διευρύνοντας τη διώρυγα του Σουέζ.
Ο Σαΐντ Πασά, αντιβασιλέας της Αιγύπτου και του Σουδάν από το 1854 έως το 1863, δεν έζησε αρκετά για να παραστεί στα εγκαίνια της διώρυγας, τα οποία έλαβαν χώρα έξι χρόνια μετά το θάνατό του.
Όμως έχει μείνει στην ιστορία ως ο άνθρωπος που πούλησε τα δικαιώματα εκμετάλλευσης της διώρυγας στις ιμπεριαλιστιμές δυνάμεις του Λονδίνου και του Παρισιού.
Ο πρόξενος της Γαλλίας Φερντινάν ντε Λεσέψ ήταν αυτός που έπεισε τον Σαΐντ Πασά να του εκχωρήσει μια άδεια για να ανοίξει τη διώρυγα. Ένα κανάλι το οποίο συνέδεε τον Νείλο με την Ερυθρά Θάλασσα, είχε ανοιχτεί κατά την αρχαιότητα, όμως είχε από καιρό εγκαταλειφθεί.
Ο πρόξενος της Γαλλίας με το πυκνό μουστάκι, θέλοντας να αναστήσει την ιδέα, πείθει τον νεαρό μονάρχη να του εκχωρήσει και την άδεια εκμετάλλευσης της διώρυγας που θα άνοιγε.
Ο ντε Λεσέψ είχε καταφέρει να γίνει φίλος του πασά προσφέροντάς του στα κρυφά … πιάτα με σπαγγέτι, σύμφωνα με την ιστορικό Αφάφ Λούτφι Αλ-Σαγίντ Μαρσό.
Διότι ο Σαΐντ Πασά ήταν παχύσαρκος, προς μεγάλη απογοήτευση του πατέρα του, του Μοχάμεντ Άλι Πασά, ιδρυτή της σύγχρονης Αιγύπτου και έμπειρου στη στρατιωτική στρατηγική, ο οποίος επέβαλε στο νεαρό αγόρι μια εντατική αθλητική ρουτίνα.
Όμως αν ο Σαΐντ έγινε διάσημος, αυτό συνέβη «εξαιτίας της αφέλειάς του, που τον έκανε να υπογράψει μια δυσμενή εκχώρηση δικαιωμάτων», η οποία έθετε τη χώρα του –που βρισκόταν υπό οθωμανικό έλεγχο– κάτω από τον πέλεκυ του εξωτερικού της χρέους, εξηγεί η Μαρσό στο βιβλίο της «Μια σύντομη ιστορία της συγχρονης Αιγύπτου».
Βρετανική εισβολή
Η διώρυγα, την οποία άνοιξε η εταιρεία της Διώρυγας του Σουέζ του ντε Λεσέψ και η οποία εγκαινιάσθηκε στις 17 Νοεμβρίου 1869, στοίχισε ακριβά στους Αιγυπτίους.
Χιλιάδες εργάτες άφησαν την τελευταία τους πνοή στη διάρκεια των εργασιών. Μετά, το 1882, ο φόβος μήπως ο εθνικιστής ηγέτης Άχμεντ Ουράμπι πάρει τον έλεγχο της διώρυγας και δεν αποπληρώσει το χρέος της χώρας, κάνει την Βρετανία να καταλάβει την Αίγυπτο.
Οι Άγγλοι στο τέλος θα αποσυρθούν, διατηρώντας στην εξουσία τους απογόνους του Σαΐντ Πασά, αλλά διατηρώντας μαζί με τους Γάλλους τον έλεγχο της εταιρείας της διώρυγας. Κάτι που θα προικαλέσει αργότερα την μήνιν ενός άλλου συνταγματάρχη, του Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ.
Ο Νάσερ, αρχιτέκτονας του πραξικοπήματος που ανέτρεψε τη μοναρχία το 1952, παίρνει την εξουσία το 1954. Και όπως κάθε αιγύπτιος ηγέτης, ονειρεύεται ένα φαραωνικό σχέδιο για να θεμελιώσει τη δόξα του: το φράγμα του Ασουάν.
Όμως ο υπέρμαχος του παναραβισμού δυσκολεύεται να λάβει χρηματοδότηση από το εξωτερικό, πολύ περισσότερο που η Βρετανία και η Γαλλία είναι οργισμένες μαζί του επειδή υποστηρίζει τους αυτονομιστές της Αλγερίας και έχει επιθετική στάση έναντι του Ισραήλ.
Από την άλλη, τα έσοδα της διώρυγας συνεχίζουν να συσσωρεύονται στα χρηματοκιβώτια του Λονδίνου και του Παρισιού.
Στις 26 Ιουλίου 1956, στη διάρκεια μιας ομιλίας του προς το έθνος, ο Νάσερ αφηγείται μια συνομιλία που είχε με τον Γιουτζίν Μπλακ, τον επικεφαλής της Παγκόσμιας Τράπεζας, από τον οποίο είχε επιχειρήσει να λάβει χρηματοδότηση για το φράγμα του Ασουάν.
«Κοίταξα τον κ. Μπλακ, καθισμένο μπροστά μου σε μια καρέκλα, και είπα στον εαυτό μου πως καθόμουν μπροστά από τον Φερντινάν ντε Λεσέψ», λέει ο Νάσερ, ο οποίος αρχίζει μια επιχείρηση για την εθνικοποίηση του καναλιού αυτού, την οποία ονόμασε Λεσέψ.
Κωδικός Λεσέψ
Προφέροντας το όνομα του προξένου της Γαλλίας, ο Νάσερ δίνει το πράσινο φως στα στρατεύματά του που περιμένουν το σινιάλο για να πάρουν τον έλεγχο της διώρυγας, η οποία θα εθνικοποιηθεί, με αποτέλεσμα να μπουν στα αιγυπτιακά ταμεία τα χρήματα από το Σουέζ ώστε να χρηματοδοτηθεί το φράγμα του Ασουάν.
Οργισμένες, η Βρετανία και η Γαλλία, με την υποστήριξη του Ισραήλ, συμφωνούν μυστικά σε ένα στρατιωτικό σχέδιο: το Ισραήλ θα καταλάβει την Αίγυπτο, προσφέροντας έτσι ένα πρόσχημα στο Παρίσι και στο Λονδίνο για να στείλουν εκεί στρατεύματα για να χωρίσουν τους εμπολέμους και να επιχειρήσουν με την ευκαιρία αυτή να ανακτήσουν τον έλεγχο της διώρυγας.
Η επιχείρηση άρχισε τον Οκτώβριο του 1956. Όμως οι ΗΠΑ, φοβούμενες μια σοβαρότερη σύγκρουση με τη Σοβιετική Ένωση, η οποία υποστήριζε τον Νάσερ, βάζουν ένα τέλος.
Ο πρόεδρος Σίσι εγκαινιάζει σήμερα μια νέα οδό στη διώρυγα, μήκους 72 χλμ., η οποία θα επιτρέψει, σύμφωνα με τις αρχές, να διπλασιασθεί η κυκλοφορία σ’ αυτή.
Θα φθάσει πάνω σ’ ένα γιωτ που ανήκε στη βασιλική οικογένεια και στα εγκαίνια του 1869 είχε μεταφέρει την αυτοκράτειρα Ευγενία, τη σύζυγο του Ναπολέοντα 3ου.
Ο Γάλλος πρόεδρος Φρανοσυά Ολάντ είναι ο επίτιμος προσκεκλημένος στην τελετή. Όμως οι αρχές δεν κουράζονται να το επαναλαμβάνουν: Αυτή τη φορά, τα έργα χρηματοδότησαν οι ίδιοι οι Αιγύπτιοι, μέσω της αγοράς μεριδίων.
Πηγές: AΠΕ-ΜΠΕ, Reuters