Κάθε που μπαίνει η άνοιξη μου έρχεται στο νου η Γυναίκα με το μαγνάδι, η Donna velata του Σολωμού. Τέτοιες εξαίσιες, ιδεώδεις και μυστικές μορφές οδηγούν τους ποιητές, όπως θα θέλαμε κι εμείς κάθε φορά που μέσα στα σκοτεινά ρουμάνια της φτωχής και ρηχής σκέψης κινδυνεύουμε να χάσουμε κάθε σημείο προσανατολισμού, κάθε δυνατότητα δρόμου να περάσουμε στα ξέφωτα.
Τέτοιες ώρες σκέφτομαι πότε φτιάχτηκαν οι μύθοι. Ποια εποχή; Θα πει κάποιος: κάθε εποχή έχει τους μύθους της και μερικές εποχές είναι μυθικές. Ο χειμώνας είναι ο Ήφαιστος για τους μύθους του φόβου· μια αέναη δοκιμασία με απρόβλεπτες τελετές καθαρμού και άθλο την επερχόμενη γονιμότητα. Οι μύθοι της αγωνίας είναι παντός καιρού, τα επίχειρα της αναμέτρησής μας με τα χάη του χρόνου. Και οι μύθοι της χαράς δεν έχουν εποχή. Φανερώνονται μόνο, όταν θεωρούμε το ελάχιστο, τις στιγμές, όπου τα νερά των φουσκωμένων ποταμών καθαρίζουν· ξεχωρίζεις τότε το λαμπύρισμα μιας μοναδικής πέτρας στην κοίτη, που γίνεται δική σου χωρίς να σου ανήκει.
Υπάρχουν κι άλλοι μύθοι, μύθοι των τόπων, μύθοι της απόστασης, μύθοι της μορφής και μύθοι του βάθους, των μικρών και της μεγάλης Ουσίας. Κι άλλοι ακόμη αναρίθμητοι σοφιλιάζονται νεκροί μέσα στη μέθη της στιγμής, μύθοι της εξουσίας και της χειραγώγησης, της ελευθερίας και της υποδούλωσης, της ισότητας απέναντι στη διαφορά, της ζωής που ζήσαμε και πάκτωσε στα πιο σκοτεινά δάση της ερημίας μας. Οι νεκροί μύθοι είναι σαν τους θεατρίνους που παίζουν μπροστά σε άδεια καθίσματα, φθονεροί, εκδικητικοί και επικίνδυνα προσηλωμένοι στην αλήθεια μιας μιμητικής τέχνης, που δεν εμπνέει. Θεοί που κουράστηκαν και εγκαταλείπουν τα σύνολα στην ψευδαίσθηση μιας ανάτασης, μιας γλυκιάς ελπίδας, που πεθαίνει πριν ο καιρός περάσει απέναντι.
Γυμνοί από την αλήθεια που δεν φτάνουμε, από τη δύναμη που δεν έχουμε, από την πίστη που μας άφησε να τη νοσταλγούμε καταμεσής του ακατανόητου, η ψυχή μάς φανερώνει σαν δώρο τους δικούς της μύθους.
Οι πιο ωραίοι απ’ αυτούς αγαπούν την τάξη, τη διαδοχή, το νόμο, την αποκάλυψη: τόσο εγωκεντρική έγινε η ομορφιά τους που κι ο κόσμος όλος ανακλά τα μεγέθη της ζωής μας αντίστροφα, η υπέρτατη δύναμη της μηδαμινότητας.
Τους βλέπεις παντού με ονόματα παράδοξα, με ρούχα πολύχρωμα, με ψιμύθια περίτεχνα· αυθάδεις· νομίζουν πως ξαναστήνουν τη φύση: άλλοι βαστούν προσεκτικά ένα παιδί από το χέρι κι άλλοι σφραγισμένοι με τη δωρεά της ατεκνίας· όλοι οι πιο ωραίοι μύθοι της ψυχής μας είόλοι ανέρχονται μόνοι σπρωγμένοι από τον ίμερο στις κρηπίδες του ίδιου θυσιαστήριου ξανά και ξανά. Οι πιο ωραίοι μύθοι της ψυχής μας είναι τα σώματά μας.
Μόνοι υψώνονται ακέραιοι σαν τα κατάρτια που τρυπάνε την ομίχλη σε χειμωνιάτικα λιμάνια ή μαζί δεμένοι φτιάχνουν υπέροχες αρχιτεκτονικές· συλλογικότητες που τις λατρεύουμε χωρίς μνήμη· σκονάκια της γραφής, που πουλάνε οι φαρμακοτρίφτες στο παζάρι, για όσους σφαδάζουν από τον ευθύ πόνο να μη συναντάνε τα όνειρά τους. Κάποτε πάλι μέσα από σάλο ή στην πρωινή ευδία προβάλλουν στον ορίζοντα περήφανες αρχαίες αθηναϊκές τριήρεις· πλέουν σιγά· σχεδόν ανεπαίσθητα γεμίζει το λιμάνι ο ήχος από τα χτυπήματα του τύμπανου, τις βιαστικές διαταγές, τα συνθήματα. Δένουν στην προκυμαία. Διαβάζεις στα πλευρά τους γυναικεία ονόματα, Πολυνίκη, Ηγησώ, Φήμη, Αχιλλεία· σε καλούν και δίνεσαι με στήθος φουσκωμένο από την αύρα στην ομορφιά τους. Οι πιο ωραίοι μύθοι της ψυχής μας είναι γυναίκες στιλπνές, θαμπές, υγρές, ξερές, λαμπρές· φωταγωγημένες.