της Αγγελικής Μπουρσινού
Η πανδημία του κορωνοϊού έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία διαταράσσοντας βασικές ισορροπίες των πληττόμενων κρατών σε παγκόσμια κλίμακα. Χαρακτηριστικότερο και τραγικό παράδειγμα η γειτονική μας χώρα, Ιταλία. Μέχρι και σήμερα μετρά τις πληγές της, παραμένοντας βαθιά τραυματισμένη από τη λαίλαπα του φονικού ιού.
Μια τέτοια ισορροπία είναι και η λειτουργία των εθνικών συστημάτων υγείας. Ακόμη και κραταιές οικονομικές δυνάμεις, όπως η Γαλλία, λύγισαν. Δεν υπολόγισαν την ανωτέρα βία και τον αστάθμητο παράγοντα. Δεν υποτάσσονται βλέπετε όλα στη δύναμη των αριθμών και των αυστηρά δομημένων προϋπολογισμών.
Η πανδημία του κορωνοϊού «χτύπησε» και τη Δικαιοσύνη
Πέραν, ωστόσο, των αρνητικών επιπτώσεων στην οικονομία και την ανάπτυξη, ισχυρότατο πλήγμα λόγω της πανδημίας έχει υποστεί και ένα από τα βασικότερα «οχυρά» της Δημοκρατίας, που δεν είναι άλλο από τη Δικαιοσύνη. Μπορεί η λειτουργία των δικαστηρίων στη χώρας μας να μην έχει θεωρητικά ανασταλεί, αν ωστόσο ληφθεί υπ’ όψιν ότι η πλειονότητα των πολιτικών και ποινικών δικών αναβάλλεται ή ματαιώνεται, στα πλαίσια της προσπάθειας αναχαίτισης της διασποράς του ιού, γίνεται αντιληπτό ότι στην ουσία ο θεσμός υπολειτουργεί.
Στο μεταξύ, οι οικονομικές εκκρεμότητες και υποχρεώσεις τρέχουν και οι συλλειτουργοί της Δικαιοσύνης παρά τις συντονισμένες αντιδράσεις τους- που μερικώς έως καθόλου τελικώς εισακούσθησαν- αναμένουν όλο αυτό το διάστημα τις δηλώσεις των αρμοδίων υπουργών. Ζητήματα τα οποία χρήζουν διαλεύκανσης: Πώς θα λειτουργήσει από εδώ και πέρα το σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης και φυσικά με ποιο τρόπο θα αποζημιωθεί ο κλάδος.
Η οικονομική διάσταση του προβλήματος-Μη επαρκή τα μέτρα στήριξης
Απάντηση στο πρώτο ερώτημα έδωσε η νέα ΚΥΑ που, αν και καθυστερημένα, δημοσιεύθηκε στις 28 Νοεμβρίου και η ισχύς της οποίας θα επεκταθεί μέχρι τις 7 Δεκεμβρίου. Αναπάντητος, ωστόσο, συνεχίζει να παραμένει, ήδη από το πρώτο κύμα της πανδημίας, ο δεύτερος προβληματισμός. Ο εν λόγω επιστημονικός κλάδος συνεχίζει μέχρι τη στιγμή που μιλάμε να πλήττεται βάναυσα δεδομένου ότι υπάρχει σαφής αναντιστοιχία μεταξύ εισροών και εκροών. Η μείωση των εσόδων έχει οδηγήσει μεγάλη μερίδα δικηγόρων σε αδυναμία κάλυψης ακόμη και των πάγιων μηνιαίων εξόδων των γραφείων της.
Η μείωση κατά 40% του μισθώματος του επαγγελματικού χώρου, η επιστρεπτέα προκαταβολή και η έκτακτη ενίσχυση των 400 ευρώ αποτελούν μέτρα στήριξης αλλά δεν επιλύουν ουσιαστικά το πρόβλημα. Όσον αφορά το δεύτερο μέτρο, δηλαδή την επιστρεπτέα προκαταβολή, αυτή αποτελεί κρατική χρηματοδότηση με προνομιακούς όρους.
Μιλάμε στην ουσία για μορφή δανείου, το οποίο οι αυτοαπασχολούμενοι – όσοι δηλαδή καταφέρουν τελικώς να υπαχθούν σε αυτό-θα κληθούν εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος να αποπληρώσουν. Το κονδύλι δε για την έκτακτη ενίσχυση των 400 ευρώ σε νέους επαγγελματίες θα καλυφθεί από τις εισφορές υπέρ του κλάδου ανεργίας των επιστημόνων, από χρήματα δηλαδή που οι ίδιοι οι δικηγόροι έχουν ήδη καταβάλει.
«Υπερφόρτωση» του συστήματος απονομής της Δικαιοσύνης
Το όλο ζήτημα σαφώς δεν θα πρέπει να μας προβληματίσει μόνο ως προς την οικονομική του διάσταση. Δεδομένου ότι τα δικαστήρια αυτή τη στιγμή υπολειτουργούν και σημαντικός αριθμός υποθέσεων δεν δικάζεται, είναι βέβαιο ότι αργά η γρήγορα θα οδηγηθούμε στο φαινόμενο της «υπερφόρτωσης» του συστήματός απονομής Δικαιοσύνης. Στις υποθέσεις δηλαδή που αναβάλλονται ή ματαιώνονται θα έρθουν να προστεθούν και όσες κατατίθενται και εισάγονται προς συζήτηση κατά το διάστημα αυτό της υπολειτουργίας.
Ενόψει αυτής της πραγματικότητας, η εκδίκαση μιας υπόθεσης θα μετατίθεται ακόμη και για πολλά έτη αργότερα και συνακόλουθα ανάλογη καθυστέρηση θα σημειώνεται και στην έκδοση της απόφασης. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που ανέκαθεν ταλάνιζε την απονομή της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα, και το οποίο αναμένεται να διογκωθεί έτι περαιτέρω ενόψει των προσκομμάτων που δημιουργεί η πανδημία.
Η πρόταση της Προέδρου της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος για ταχύτερη εκδίκαση των υποθέσεων
Επ’ αυτού του ζητήματος τοποθετήθηκε προσφάτως η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου και Πρόεδρος της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, η οποία πρότεινε ορισμένες λύσεις οι οποίες θα μπορούσαν να συμβάλουν στην ταχύτερη εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων και κατ’ επέκταση στην αποσυμφόρηση των δικαστηρίων.
Η κα Πρόεδρος ανέφερε συγκεκριμένα ότι «η λύση για την μείωση της διάρκειας των δικών αυτών βρίσκεται στον περιορισμό του χρόνου κατοχής του βήματος από τους διαδίκους με απόφαση του διευθύνοντος την διαδικασία», επισημαίνοντας ότι πρόκειται για μέτρο που «δεν απαιτεί νομοθετική αλλαγή και μπορεί να ενταχθεί στο γενικό δικαίωμα διεύθυνσης της διαδικασίας που ασκείται από τον Προεδρεύοντα». Στο πλαίσιο αυτό η ίδια προσέθεσε ότι πρόκειται για «απολύτως σύννομη λύση η οποία δεν προσκρούει σε διάταξη νόμου, υπό την προϋπόθεση ότι τηρείται η αρχή της ισότητας των όπλων».
Ο αντίλογος της Ένωσης Ποινικολόγων και μαχόμενων Δικηγόρων
Η θέση αυτή δημιούργησε ανάμεικτες αντιδράσεις, με την Ένωση Ποινικολόγων και μαχόμενων Δικηγόρων να αντιτάσσεται σε αυτήν, κάνοντας λόγο για πρόταση δια της οποίας επιχειρείται «να μπει κλεψύδρα χρόνου στην απολογία των κατηγορουμένων». Σε σχετική ανακοίνωσή της χαρακτήρισε την πρόταση « ανεδαφική» με βασικό επιχείρημα ότι δεν είναι δυνατό να περιορίζεται κατά το δοκούν του εκάστοτε Προεδρεύοντος Δικαστή το ύψιστο δικαίωμα του κατηγορουμένου. Η Ένωση υπογράμμισε παράλληλα ότι η στάση της έναντι μιας τέτοιας πρότασης είναι κατηγορηματικά αρνητική, δεδομένου ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος καταστρατήγησης της κορωνίδας των δικαιωμάτων στην ποινική διαδικασία.
Κεντρικό πρόσωπο της εκάστοτε ποινικής δίκης ο κατηγορούμενος
Ανεξάρτητα από το εάν κανείς συμφωνεί ή διαφωνεί με την συγκεκριμένη πρόταση, σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι στο επίκεντρο της ποινικής δίκης θα πρέπει να βρίσκεται πάντα ο κατηγορούμενος. Στο πρόσωπο αυτού, πέραν των υποχρεώσεων, αναγνωρίζεται και μια σειρά από αναφαίρετα δικαιώματα, θέση η οποία βρίσκει νομικό έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 20 και 25 παρ. 1 εδ. 4 του Συντάγματος, του άρθρου 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ αλλά και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οι οποίες σχετίζονται με το υπερασπιστικό δικαίωμα, το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης και την προστασία τους. Οποιοσδήποτε δε περιορισμός τίθεται επί αυτών των δικαιωμάτων θα πρέπει να προβλέπεται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.
Επιτάχυνση διαδικασιών μέσω αναμόρφωσης του σταδίου της προδικασίας
Μια πιθανώς δόκιμη λύση που θα μπορούσε να «ξεμπλοκάρει» το αδιέξοδο της σωρείας εκκρεμών υποθέσεων, θα ήταν να δοθεί παράλληλα περισσότερη βαρύτητα στην αναμόρφωση άλλων σταδίων της ποινικής δίκης. Πέραν δηλαδή της ακροαματικής διαδικασίας, ουσιώδης θα ήταν η αναθεώρηση διαδικασιών της προδικασίας, όπου συνήθως εντοπίζονται και οι μεγαλύτερες καθυστερήσεις λόγω π.χ έλλειψης υποδομών και επαρκώς καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού σε θέματα τεχνικά παρά νομικά.
Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε από όσα ελέχθησαν ανωτέρω, είναι ότι η Δικαιοσύνη και τα πρόσωπα που την υπηρετούν βρίσκονται σε εξαιρετικά δεινή θέση εξαιτίας των διαχρονικών προβλημάτων που μαστίζουν τον κλάδο και όσων ήρθαν συμπληρωματικά να προστεθούν λόγω της πανδημίας. Πρόκειται για ζήτημα πολυπαραγοντικό στο οποίο η Πολιτεία οφείλει να απαντήσει πάραυτα, επιδεικνύοντας την ανάλογη σπουδή και σεβασμό.