H ηγεμονία της Γερμανίας στην Ευρώπη

Η σύγχρονη γερμανική κοινωνία των τελευταίων δέκα – δεκαπέντε χρόνων (μετά το 2000) διαφέρει ριζικά ως πολιτική οντότητα από τις αντίστοιχες πολιτικές συλλογικότητες του εικοστού αιώνα. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ιστορικοί μετασχηματισμοί της γερμανικής κοινωνίας μετά τη συγκρότησή της ως έθνους, περί τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα μέχρι σήμερα, σε πολιτικό και συνειδησιακό επίπεδο, είναι ριζικοί και συνδέονται άρρηκτα με πράγματα όπως είναι η ψυχή και η ίδια η συνείδηση ενός λαού.

Ο γερμανός φιλόσοφος Fichte από πολύ νωρίς (στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα) στους περίφημους λόγους του προς το γερμανικό έθνος προέτρεπε τους συμπατριώτες του να φτιάξουν τον “Urvolk” (τον αρχέγονο λαό), στον οποίον θα εντάσσονται όσοι από τους ανθρώπους αισθάνονται ως «ο απόηχος που βγαίνει από έναν μακρινό βράχο». Ο πολιτικός ρομαντισμός του Fichte «κατασκευάζει» τη μεταγενέστερη πολιτική γερμανική συνείδηση του αστού στην εθνική γερμανική κοινωνία, η οποία από την αυτοκρατορία του Βίσμαρκ μετασχηματίζεται σε δημοκρατία της Βαϊμάρης. Απ’ αυτή την πολιτική, αστική δημοκρατία θα προέλθει ο εφιάλτης του φασισμού και του ναζισμού. Τέλος το έτος – τομή: 1949 διαιρείται η εθνική Γερμανία και ιδρύεται η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας από τη μία και η Λαοκρατική Γερμανική Δημοκρατία από την άλλη. Η διαίρεση του γερμανικού έθνους σε δύο κράτη διήρκησε μέχρι το έτος 1990 οπότε και επανενώθηκε η Γερμανία. Πολλοί τότε μίλησαν για την προσάρτηση της Ανατολικής Γερμανίας στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Τα ιστορικά δεδομένα είναι γνωστά και εκείνα που διαφοροποιούνται είναι τα ερμηνευτικά σχήματα.

Ένα ερώτημα που οπωσδήποτε θα πρέπει κανείς να ερευνήσει έχει να κάνει με το ρόλο που παίζει η ιδέα της Ευρώπης στη συγκρότηση της δημοκρατικής δυτικής Γερμανίας μετά τον πόλεμο. Η ιστορική περίοδος που εκτείνεται από το 1949 μέχρι το 1990 και ονομάζεται: Δημοκρατία της Βόννης είναι μία ιστορική στιγμή για τη γερμανική κοινωνία, η οποία αυτοπροσδιορίζεται ως πολιτική οντότητα, με δύο κύρια χαρακτηριστικά: πρώτον την πλήρη και χωρίς προϋποθέσεις εμπιστοσύνη της στην ιδέα της Ευρώπης και δεύτερον τη θεμελίωση της πολιτικής συγκροτήσεώς της ως δημοκρατίας που νομιμοποιείται μέσω των αρχών και των ιδεών του πολιτικού διαφωτισμού. Επί πλέον κατά την ιστορική αυτή περίοδο η γερμανική κοινωνία εγκαταλείπει τον ιδιαίτερο δρόμο που ακολουθούσε επί έναν αιώνα τώρα (από τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα) και μετατρέπεται σε μία «φυσιολογική», «κανονική» κοινωνία χωρίς ηγεμονικές τάσεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο.

Κατά την τελευταία δεκαετία του εικοστού αιώνα και την πρώτη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα τα πολιτικά πράγματα όσον αφορά τη θέση της γερμανικής κοινωνίας στην ευρωπαϊκή συλλογικότητα έχουν αλλάξει ριζικά. Η Γερμανία δεν είναι πια ένας ισότιμος έτερος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν είναι ισότιμο μέλος της Ευρωζώνης. Είναι ηγεμονική δύναμη στην Ευρώπη. Και οι λόγοι για αυτή την εξέλιξη είναι τέσσερις (4) και έχουν να κάνουν με την ιστορική εξέλιξη της γερμανικής κοινωνίας, την καχεξία της ευρωπαϊκής προοπτικής και τη σχέση ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομία.

Οι δύο πρώτοι λόγοι (ή αιτίες) συνδέονται με την ιστορική εξέλιξη της γερμανικής κοινωνίας και αναφέρονται: πρώτον στην εγκατάλειψη της ιδέας της ευρωπαϊκής ενοποίησης από την πλευρά της Γερμανίας και δεύτερον: στην επανένωση της Γερμανίας στο επίπεδο της κρατικής διοίκησης. Η κρατική – διοικητική επανένωση της γερμανικής κοινωνίας έγινε το έτος 1990 και όπως ήταν επόμενο το σχετικό πλαίσιο που εφαρμόστηκε ήταν το πολιτικό φιλελεύθερο δημοκρατικό μοντέλο. Σχετικά με το μαθησιακό και εκπαιδευτικό μοντέλο που εφαρμόσθηκε κατά την ιστορική φάση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας αυτό ήταν το μοντέλο που ήταν προσανατολισμένο στην Ευρωπαίο πολίτη και στις αρχές και τις ιδέες της Ευρώπης. Συναντούσε κανείς κατά τις δεκαετίες του ’80 στρατευμένους ευρωπαίους πολίτες στο Βερολίνο παρά στο Παρίσι. Και έθετες το ερώτημα: γιατί αυτοί δεν πήγαν στρατιώτες;

Οι άλλοι δύο λόγοι (ή αιτίες) για τους οποίους η Γερμανία επανακάμπτει ως ηγεμονική δύναμη στην ευρωπαϊκή ήπειρο συνδέονται με την οικονομία. Πιο συγκεκριμένα: διαπιστώνει κανείς ότι εδώ και χρόνια στις σχέσεις ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομία το πάνω χέρι έχει το οικονομικό σύστημα. Τα πρωτεία της οικονομίας έναντι της πολιτικής έχουν διαμορφώσει νέες πραγματολογικές καταστάσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Επόμενο ήταν να επηρεάσουν και τα πολιτικά πράγματα στην Ευρώπη. Η ισχυρή οικονομία της γερμανικής κοινωνίας κατέστη και η ηγεμονική πολιτική δύναμη στην ήπειρο.

Επιπλέον ο νέος παράγοντας έχει να κάνει με το ρόλο του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το οποίο αποκτά σε σχέση προς το κλασσικό κεφαλαιοκρατικό σύστημα την πρώτη θέση στη διαχείριση και την κυκλοφορία του χρήματος. Εντός του χρηματοπιστωτικού συστήματος το χρήμα πωλείται και αγοράζεται όπως τα άλλα αγαθά εντός των άλλων ανταλλακτικών συστημάτων. Τούτο σημαίνει ότι εγκαθίσταται ένας μηχανισμός αγοράς και αξιών, στον οποίον μπορούν να επενδύσουν μόνον ισχυρές οικονομίες υποδομών και παραγωγής. Η γερμανική οικονομία αξιοποίησε αυτή την ιστορική ευκαιρία του νέου συστήματος του χρήματος και σε συνδυασμό με την προτεραιότητα της οικονομίας έναντι της πολιτικής προώθησε και ενίσχυσε την πολιτική ηγεμονία της στην Ευρώπη.

Στο σημείο όμως αυτό θα πρέπει να τονισθεί, ότι η ηγεμονία της Γερμανίας στην Ευρώπη δεν είναι πολιτική, αλλά τεχνοκρατική. Ο ίδιος ο Jürgen Habermas, δηλ. η φωνή της πνευματικής διανόησης στη γερμανική κοινωνία, υποστηρίζει ότι η γερμανική κοινωνία στροβιλίζεται στον κλοιό της τεχνοκρατίας. Με άλλα λόγια στην περίπτωση της γερμανικής ηγεμονίας στην Ευρώπη δεν έχουμε μία ισχυρή πολιτική υποκειμενικότητα, έχουμε μπροστά μας ένα «ομοίωμα» που έχει «κατασκευασθεί» με τα γραφειοκρατικά υλικά των ισοσκελισμένων κρατικών προϋπολογισμών, των διοικητικών ελέγχων των πρωτογενών πλεονασμάτων, των προγραμμάτων που υπαγορεύουν για τους ευρωπαίους πολίτες τις ζωές τους κατά τα πρότυπα: «γυμνή ζωή», «ευάλωτη ζωή», «ρευστή ζωή».

Μπορεί όλοι μας τελικά να συμφωνούμε, ότι η Γερμανία ηγεμονεύει σήμερα (εδώ και δέκα χρόνια στην Ευρώπη) και κατανοούμε τους λόγους ή τις αιτίες. Από την άλλη αντιλαμβανόμαστε, ότι η ιστορία είναι μία υπόθεση που μας ανήκει. Ή ορθότερα στην ιστορία είτε ως ατομική υπόθεση είτε ως πολιτικό έργο, είμαστε εργάτες και δημιουργοί. Αλλά ο φιλοσοφικός και μαθησιακός αναστοχασμός δεν μπορεί παρά να έχει μία και μοναδική αναφορά: τον Nietzsche. Γράφει λοιπόν ο Nietzsche: «υπήρξαν αιώνες όπου οι Έλληνες αντιμετώπισαν έναν κίνδυνο όμοιο με αυτόν που αντιμετωπίζουμε εμείς, τον κίνδυνο δηλαδή να καταποντισθούν από το ξενικό στοιχείο …». Ο Nietzsche δεν αυτοπροσδιορίσθηκε ποτέ ως Γερμανός. Η Γερμανία σήμερα ηγεμονεύει. Και η σύγχρονη Ελλάδα είναι μία φτωχή κοινωνία. Οι σκέψεις και οι πράξεις είναι δικές μας.