Ο καρκίνος του πνεύμονα αποτελεί μία κακοήθεια που προκαλεί τους περισσότερους θανάτους παγκοσμίως, με την πλειονότητα των ασθενών να διαγιγνώσκονται σε προχωρημένο στάδιο.
Στις περιπτώσεις αυτές, η χειρουργική εξαίρεση συνήθως δεν ενδείκνυται, καθώς δεν προσφέρει κάποιο όφελος. Ωστόσο, στις ενδεδειγμένες θεραπείες περιλαμβάνεται η χημειοθεραπεία, οι στοχευμένες θεραπείες, η ακτινοθεραπεία και η ανοσοθεραπεία. Περισσότερες πληροφορίες για τη συγκεκριμένη ασθένεια, καθώς και για τους σύγχρονους τρόπους αντιμετώπισής της, μας δίνει ο έμπειρος θωρακοχειρούργος Λεβόν Τουφεκτζιάν.
Σε ποιες περιπτώσεις ασθενών ενδείκνυται η χειρουργική θεραπεία του καρκίνου του πνεύμονα;
Για τις περιπτώσεις που η νόσος διαγιγνώσκεται στα πρώτα στάδια (Ι & ΙΙ), γεγονός που συμβαίνει αρκετά συχνά τυχαία, η χειρουργική εξαίρεση αποτελεί την καλύτερη επιλογή, καθώς προσφέρει τη σημαντικότερη πιθανότητα ίασης του μη-μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα. Όσον αφορά στον μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα, η διάγνωση στη συντριπτική πλειονότητα των ασθενών γίνεται όταν η νόσος βρίσκεται πλέον σε προχωρημένο στάδιο (ΙΙΙ ή ΙV), οπότε η χειρουργική θεραπεία δεν έχει θέση. Για τις ασυνήθεις περιπτώσεις, όπου η διάγνωση του μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα γίνεται στα πρώτα στάδια της νόσου (Ι & ΙΙΑ, < 5% των διαγνώσεων), η χειρουργική εξαίρεση έχει θέση και ακολουθείται από χημειοθεραπεία με ή χωρίς ακτινοθεραπεία.
Τι είδους επέμβαση πραγματοποιείται ανάλογα με την έκταση της βλάβης;
Όταν η νόσος βρίσκεται στα αρχικά στάδια, η αρχή της χειρουργικής θεραπείας του καρκίνου του πνεύμονα είναι η εξαίρεση μέρους ή -λιγότερο συχνά- ολόκληρου του πνεύμονα μέσα στον οποίο βρίσκεται η βλάβη, ενώ η πιο κοινή χειρουργική επέμβαση είναι η λοβεκτομή (ο δεξιός πνεύμονας έχει τρεις και ο αριστερός δύο λοβούς). Σε ορισμένες περιπτώσεις μικρών βλαβών, οι οποίες αναπτύσσονται βραδέως, μπορεί να αφαιρεθεί μόνο ένα τμήμα του ενός λοβού, πραγματοποιώντας τμηματεκτομή.
Στις περιπτώσεις που πραγματοποιείται θεραπευτική χειρουργική εκτομή, αυτή θα πρέπει να συνδυάζεται με αφαίρεση των λεμφαδενικών ομάδων της αντίστοιχης περιοχής μέσω λεμφαδενεκτομής. Σε ορισμένες περιπτώσεις και ανάλογα με τη θέση της βλάβης μέσα στον πνεύμονα, μπορεί να είναι απαραίτητες οι ειδικές τεχνικές εκτομής και ανακατασκευής βρόγχου ή αγγείων, δηλαδή η βρογχοπλαστική ή η αγγειοπλαστική.
Τι ισχύει για τις βλάβες τοπικά προχωρημένου σταδίου;
Για βλάβες που θεωρούνται τοπικά προχωρημένες (στάδιο ΙΙΙΑ), όπως για παράδειγμα όταν διηθούνται γειτονικές δομές του πνεύμονα ή όταν υπάρχουν λεμφαδενικές μεταστάσεις στο μεσοθωράκιο, είναι απαραίτητη η συζήτηση αυτών των περιπτώσεων στο ογκολογικό συμβούλιο. Συχνά κρίνεται επωφελής για τον ασθενή η έναρξη της θεραπείας με χημειοθεραπεία -με ή χωρίς ακτινοθεραπεία- η οποία αποσκοπεί στην καλύτερη εξαιρεσιμότητα της νόσου και την αντιμετώπιση πιθανών μικρομεταστάσεων.
Στη συνέχεια, εφόσον η νόσος δεν παρουσιάσει πρόοδο, ακολουθεί η χειρουργική εκτομή. Σε άλλες περιπτώσεις, το ογκολογικό συμβούλιο προτείνει τη χειρουργική εξαίρεση ως αρχική θεραπεία, η οποία ακολουθείται από χημειοθεραπεία μετά τη χειρουργική επέμβαση, αρκεί ο ασθενής να έχει αναρρώσει σε έναν ικανοποιητικό βαθμό.
Ποιες εξετάσεις χρειάζεται να πραγματοποιηθούν πριν από το χειρουργείο;
Αφού έχει ολοκληρωθεί η προεγχειρητική σταδιοποίηση και έχει επιβεβαιωθεί πως η νόσος βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο, πραγματοποιούνται εξετάσεις που αποσκοπούν στο να καθορίσουν την καταλληλόλητα του ασθενούς, ώστε να υποβληθεί σε θεραπευτική εκτομή. Οι συνηθέστερες εξετάσεις είναι οι λειτουργικές δοκιμασίες των πνευμόνων και ο καρδιολογικός έλεγχος. Ωστόσο, είναι πιθανό να χρειαστούν και επιπλέον εξετάσεις, ανάλογα με το ιστορικό του ασθενούς.
Ποια είναι τα οφέλη της ενδοσκοπικής χειρουργικής προσέγγισης στον καρκίνο του πνεύμονα;
Μπορεί παλαιότερα η κλασσική χειρουργική προσέγγιση στον καρκίνο του πνεύμονα να ήταν η θωρακοτομή, δηλαδή το ανοικτό χειρουργείο όμως, τα τελευταία χρόνια οι χειρουργικές επεμβάσεις στις περισσότερες περιπτώσεις πραγματοποιούνται ενδοσκοπικά (θωρακοσκοπικά ή ρομποτικά). Όταν πραγματοποιούνται από πεπειραμένους θωρακοχειρουργούς, η αποτελεσματικότητα των ενδοσκοπικών επεμβάσεων είναι ίδια με αυτή των παραδοσιακών ανοικτών τεχνικών, ενώ τα οφέλη τους είναι πολλαπλά.
Λόγω του σημαντικά μικρότερου ιστικού τραύματος, η μετεγχειρητική ανάρρωση των ασθενών είναι ομαλότερη, λιγότερο επώδυνη, ενώ επιτυγχάνεται η καλύτερη διατήρηση της αναπνευστικής λειτουργίας και παρουσιάζει μικρότερη πιθανότητα για μετεγχειρητικές επιπλοκές. Ως εκ τούτου, ο ασθενής παραμένει στο νοσοκομείο για λιγότερες ημέρες και επιστρέφει στην καθημερινότητά του πιο γρήγορα.
Ποιες είναι οι πιθανές επιπλοκές μετά από τη χειρουργική επέμβαση;
Τα συχνότερα προβλήματα μετά τη χειρουργική εξαίρεση του καρκίνου του πνεύμονα είναι ο μετεγχειρητικός πόνος, οι αρρυθμίες και οι λοιμώξεις του αναπνευστικού. Οι βασικές αρχές της μετεγχειρητικής φροντίδας είναι η κινητοποίηση και η φυσικοθεραπεία του αναπνευστικού, καθώς και η πρόληψη ή η έγκαιρη αναγνώριση των μετεγχειρητικών επιπλοκών, προκειμένου να αποφευχθούν σοβαρές επιπτώσεις στον ασθενή. Ανεξάρτητα από το στάδιο της νόσου, όλοι οι ασθενείς μετά από τη χειρουργική θεραπεία του καρκίνου του πνεύμονα παρακολουθούνται εφ’ όρου ζωής, τόσο για την πιθανότητα υποτροπής της αρχικής νόσου, όσο και για την εμφάνιση νέου καρκίνου του πνεύμονα.