Gentleman, γοητευτικός και με αστείρευτο χιούμορ. Με αυτές τις λέξεις θα μπορούσε κανείς να ξεκινήσει ώστε να περιγράψει τον νεαρό μουσικό, Αντώνη Καλούδη. Η μουσική του έχει χαρακτηριστεί ως νοσταλγική και ρομαντική, μεταφέροντας τον ακροατή στις παλιές καλές εποχές της μουσικής. Άλλωστε πηγή της έμπνευσης του είναι οι άνθρωποι που σημάδεψαν την σύγχρονη ιστορία του πολιτισμού μας. “Αν δεν είχα ακούσει Χατζιδάκι, Τσιτσάνη και Θεοδωράκη δε θα γινόμουν μουσικός”, μου λέει χαρακτηριστικά.
Μεγαλώνοντας σε δημοσιογραφική οικογένεια αγαπά το επάγγελμα και στα 18 φεύγει για την Αγγλία ώστε να σπουδάσει δημοσιογραφία. Ωστόσο, ένα χρόνο αργότερα, συνειδητοποιεί πώς η μουσική είναι ο έρωτας και το πεπρωμένο του.
Έτσι η δημοσιογραφία χάνει ένα ταλέντο και κερδίζει η μουσική ένα νέο.
Αποφασίζει να ταξιδέψει στη Βοστόνη και να σπουδάσει στο Berklee College of Music και αποκτά δύο πτυχία στην αγαπημένη του τέχνη, το πρώτο για τη μουσική σύνθεση και το δεύτερο για την μουσική κινηματογράφου.
Επιστρέφει στην Ελλάδα αφού ολοκληρώσει τις σπουδές του, καθώς στο μυαλό του είχε δύο ακραία σενάρια. Σκεφτόταν λοιπόν πώς θα μπορούσε να ζήσει στις ΗΠΑ να έχει έναν καλό μισθό, να ζει ίσως σε μια ακριβή περιοχή του Χόλιγουντ, γράφοντας μουσική για μεγάλες κινηματογραφικές παραγωγές. Η δεύτερη επιλογή, θα ήταν να επιστρέψει στην Ελλάδα, με έναν μικρότερο μισθό, σε μια ασταθή αγορά εργασίας αλλά να προσφέρει όσα περισσότερα μπορεί στο Λαϊκό τραγούδι αποκαλύπτοντας σε ολόκληρη τον κόσμο την Ελληνική κουλτούρα.
Το δεύτερο σενάριο, αν και δύσκολο σχεδόν ριψοκίνδυνο, φαίνεται να τον έκανε ευτυχισμένο, “επέστρεψα λοιπόν για το Ελληνικό τραγούδι για να προσφέρω στον τόπο μου όσα περισσότερα μπορώ.”
Το πρώτο του μουσικό κομμάτι το γράφει μέσα σε αεροπλάνο ενώ πετάει πάνω από το Σούνιο, “Ταξίδευα από τη Βοστόνη στην Αθήνα. Περάσαμε σχεδόν από όλες τις Ευρωπαϊκές πόλεις και ήταν όλες συννεφιασμένες Ξαφνικά, φτάνουμε πάνω από την Αθήνα στο Σούνιο συγκεκριμένα και εκεί βλέπεις χαρά θεού. Λαμπερός ήλιος και μια καθαρή γαλάζια θάλασσα, ένα τοπίο σχεδόν γραφικό. Εκείνη την ώρα γράφω τις νότες για την πρώτη μου μελωδία την λεγόμενη Σερενάτα στο νησί του Αιγαίου.”
Λίγο αργότερα, το 2012, βγαίνει ο πρώτος του δίσκος “Αθηνά. “Θυμάμαι ήταν τα τρίτα γενέθλια του Μουσείου της Ακρόπολης. Εκείνο το βράδυ έγινε ο εορτασμός με ένα πολύωρο μουσικό πρόγραμμα. Καθόμουν με την παρέα μου και παρακολουθούσαμε. Βλέπω ξαφνικά μια νεαρή κοπελίτσα, πρέπει να ήταν γύρω στα 15, να κρατάει στο χέρι της μια κάμερα, να τραγουδάει μαζί τους στίχους του Χατζιδάκι και να έχει συγκινηθεί. Για εμένα, αυτή η κοπέλα ήταν η Αθήνα. Δεν είχε σημασία πώς την έλεγαν ή ποια ήταν -άλλωστε δεν έμαθα και ποτέ– αλλά ότι κατάφερε να προσωποποιήσει μια τόσο ιστορική πόλη. Για εμένα η Αθήνα είναι μια κοπέλα που βλέπει την μακραίωνη ιστορία της, συγκινείται και κλαίει…”
Η μουσική βιομηχανία της χώρας αλλά και η αγορά εργασίας είναι ένα αγκάθι για όλους τους νέους. Καθυστερήσεις, προβλήματα και άλλα πράγματα που πάνω κάτω όλοι οι νέοι επαγγελματίες σχεδόν σε όλους τους κλάδους αντιμετωπίζουν. Έτσι και ο Αντώνης, έρχεται σε επαφή με την σκληρή Ελληνική πραγματικότητα της κρίσης. Ωστόσο, δεν το βάζει κάτω.
Αυτή την περίοδο επιμελείται την μουσική του νέου ραδιοφωνικού σταθμού Action Fm 104,6. Παράλληλα, ετοιμάζει ένα νέο δίσκο όπου η μουσική βασίζεται στις κλίμακες του ρεμπέτικου. Δηλαδή, επιχειρεί ένα συνοικέσιο μεταξύ του λαϊκού ρεμπέτικου τραγουδιού και τη σύγχρονη δυτική μουσική.
Έχει τη φήμη του ρομαντικού άντρα. Αν και με δυσκολία μου απαντά εν τέλει πράγματι παραδέχεται πώς μέσα του θα προτιμούσε να ζει σε μια άλλη εποχή, ίσως πιο αθώα, πιο αληθινή τότε που πράγματι ο ρομαντισμός ήταν τρόπος ζωής.
“Σίγουρα θα προτιμούσα να ζω τη δεκαετία του ’60. Να είμαι τότε ένας 25άρης νέος. Θεωρώ ότι εκείνη την εποχή γράφτηκαν οι χρυσές σελίδες του σύγχρονου πολιτισμού μας.”
Κλείνοντας, συζητήσαμε και για μια άλλη τέχνη, τη γυναίκα. Για τον ερωτευμένο Αντώνη, η γυναίκα πρέπει να είναι ποιοτική, με πάθος για τη ζωή της αλλά και γοητευτική.
“Η γυναίκα είναι σαν το τραγούδι. Το πρώτο πράγμα που ακούς είναι η μελωδία, η ομορφιά της δηλαδή. Αν λοιπόν η μελωδία είναι ελκυστική τότε παρατηρείς και τους στίχους, δηλαδή την προσωπικότητα της και από εκεί καταλαβαίνεις Στη ζωή η γυναίκα, ο έρωτας, η τέχνη, όλα είναι μια μουσική μελωδία… Μια ιστορία που λέγεται με νότες.”