Interstellar, του Κρίστοφερ Νόλαν
«Είμαι βασανισμένος με μια αιώνια φαγούρα για όλα τα απομακρυσμένα πράγματα. Μου αρέσει να πλέω σε απαγορευμένες θάλασσες και σε βάρβαρες ακτές…»
Για σπάνια φορά μετά το 2001 του Στάνλεϊ Κιούμπρικ μια ταινία κατορθώνει, δείχνοντας τα αστέρια, να μας κάνει να κοιτάξουμε βαθιά μέσα μας.
Από τη σκονισμένη βιβλιοθήκη στο πατρικό σπίτι στο πρώτο μέρος, μέχρι την πολυδιάστατη μαύρη τρύπα στην τελική πράξη και από τους στοίχους του μοναδικού “Do not go gentle into that good night” του Dylan Thomas μέχρι τα ασύλληπτα κύματα-βουνά και τις παγωμένες χαράδρες, το Interstellar διατρέχεται από την ορμή και την αγωνία ενός κόσμου που πεθαίνει. Πέρα από τα εντυπωσιακά εφέ και την απόλυτα νατουραλιστική απεικόνηση του διαστρικού ταξιδιού, η παγωμάρα και η σιωπή, το τελευταίο αγωνιώδες βλέμμα των χαρακτήρων και η ταύτηση των προσωπικοτήτων τους με τους διαφορετικούς κόσμους που θα επισκεφθούν, εξισώνουν τη λίγο πολύ, κλασική πλέον ιστορία της σωτηρίας του ανθρώπινου είδους, με μια τελευταία όπερα του μοντέρνου τεχνολογικού κόσμου.
Και πάλι, σαν το 2001 και από τον Carl Sagan μέχρι τις σύγχρονες θεωρίες περί χωροχρόνου του Kip Thorne, η μοναδικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης είναι που θα αντέξει. Πέρα και πάνω από τη σωτηρία ενός κόσμου – έναν από τους άπειρους στο σύμπαν – θα υπάρχει πάντα ο χρόνος, που σαν τη βαρύτητα θα τραβάει πάντα πίσω – ή μπροστά; – την ανθρώπινη μνήμη και αντίληψη.
Στο τέλος και αν πραγματικά ο άνθρωπος είναι ο ίδιος Θεός του εαυτού του (εδώ το φιλμ θυμίζει έναν άλλον κλασικό κιουμπρικό χαρακτήρα – τον Καθηγητή Χάμπερτ της Λολίτας, που αναρωτιόταν ειρωνικά όχι αν ο ίδιος πιστεύει στο Θεό, αλλά αν ο Θεός πιστεύει σ’αυτόν) αυτό που μένει είναι το πεισματικά επαναλαμβανόμενο μοτίβο της ανάγκης του νου για εξερεύνηση και προόδο. Είτε από ένστικτο, είτε από συνήθεια. Και σαν τα λόγια του ήρωα του Moby Dick, αυτές οι βάρβαρες ακτές, έχουν γίνει ξαφνικά πολύ γνώριμες τώρα…
Μόνο και μόνο για να επιτρέψουν στο ανθρώπινο συν-αίσθημα να γίνει μια καθολική συνείδηση μεταξύ ανθρώπου και τεχνολογίας σε έναν καινούριο «γενναίο νέο κόσμο».
Χωρισμένο θεματικά και χρονικά σε τρεις πράξεις (γη, διαστρικό ταξίδι-νέοι κόσμοι, μαύρη τρύπα και παραπέρα) και με κινηματογραφικές εκλεκτικές συγγένιες στον Κιούμπρικ και τον Σπίλμπεργκ, το τρίωρο μανιφέστο του Κρίστοφερ Νόλαν για το ανθρώπινο συναίσθημα και τον τρόπο που αυτό διαμορφώνει τον κόσμο, θα καταλήξει, με έναν θόρυβο και όχι με έναν ψίθυρο, στο πραγματικό «τώρα» για τους ήρωές του. Σαν νοητή συνέχεια των ονειρικών κόσμων του Inception θα τους επιτρέψει και πάλι να ονειρεύονται.
Μόνο που τώρα θα το κάνουν με τα μάτια ανοιχτά.