Déjà vu

Πλήρη και λεπτομερή λίστα με τις μεταρρυθμίσεις που η ελληνική κυβέρνηση προτίθεται να υλοποιήσει «άμεσα» αναμένουν οι πιστωτές. Σε μια προσπάθεια να «αμβλυνθούν» οι εντυπώσεις ότι η Αθήνα βρίσκεται με το «μαχαίρι στο λαιμό» για άλλη μια φορά, η Άγκελα Μέρκελ έσπευσε να διευκρινίσει ότι δεν περιμένει από τον Αλέξη Τσίπρα να της παρουσιάσει την λίστα την Δευτέρα κατά την συνάντησή τους στο Βερολίνο και ότι δεν έχει τεθεί κάποιο συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, αν και συμπλήρωσε ότι αναμένεται το «γρηγορότερο δυνατόν».

Οι περισσότερες πληροφορίες, μέχρι στιγμής, έκαναν λόγο για πιθανότητα πραγματοποίησης έκτακτου Eurogroup το οποίο θα κληθεί να συζητήσει και να εγκρίνει την λίστα, ακόμη και την επόμενη Παρασκευή 27 Μαρτίου. Το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών και ο αρμόδιος υπουργός Γιάνης Βαρουφάκης, ο οποίος φέρεται να βρέθηκε στο επίκεντρο της «μίνι» Συνόδου Κορυφής τα ξημερώματα της Παρασκευής με τους πιστωτές, κατά πληροφορίες, να διατυπώνουν στον Αλέξη Τσίπρα πολύ επικριτικά σχόλια και να του ζητούν λίγο πολύ να τον «μαζέψει», διαβεβαίωσε ότι δίνονται όλα τα απαραίτητα στοιχεία στους τεχνικούς συμβούλους προκειμένου να προετοιμαστούν και αυτοί για την κατάθεση της ελληνικής λίστας.

Με βάση τις υπάρχουσες πληροφορίες, οι πιστωτές δεν έχουν τροποποιήσει τα σημεία στα οποία επιμένουν: προώθηση ιδιωτικοποιήσεων, εργασιακό, ασφαλιστικό, τάχιστη προώθηση των μεταρρυθμίσεων στο φορολογικό με αλλαγή καθεστώτος του ΦΠΑ, μέτρα πάταξης φοροδιαφυγής κλπ. Σε αυτούς τους τομείς, η Αθήνα καλείται να καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις.

Με άλλα λόγια, αυτό που ζητούν από την ελληνική κυβέρνηση οι πιστωτές είναι να παρουσιάσει την δική της ποσοτικοποιημένη και κοστολογημένη άποψη για το πώς θα εφαρμόσει το 70% των προβλέψεων του υπάρχοντος προγράμματος με το οποίο έχει πει ότι συμφωνεί αλλά και για το πώς θα αντικαταστήσει το 30% των προβλέψεων με το οποίο έχει δηλώσει ότι διαφωνεί χωρίς να προκαλέσει δημοσιονομική ανισορροπία.

Ορθώς σε κάποιον μπορεί να δημιουργηθεί η αίσθηση ότι όλα αυτά τα έχει ξανακούσει και μάλιστα πολύ πρόσφατα. Γιατί ακριβώς αυτό ήταν το πλαίσιο συζήτησης και πριν την συμφωνία της 20 Φεβρουαρίου, και μετά από αυτήν, και λίστα μεταρρυθμίσεων έστειλε το υπουργείο Οικονομικών, και εξειδίκευση αυτών έχει ξεκινήσει σε συνεργασία με τον ΟΟΣΑ κλπ.

Δεν εξειδίκευσε η ελληνική πλευρά τις προτάσεις της με τρόπο τέτοιο που να κριθεί ικανοποιητικός από τους πιστωτές; Ίσως, εξού και οι πολλές επικρίσεις για το πρόσωπο του υπουργού Οικονομικών.

Το «κλειδί», όμως, φαίνεται να είναι αλλού: η ελληνική κυβέρνηση καλείται προκειμένου να τηρήσει τον απαρέγκλιτο κανόνα που αποδέχτηκε, δηλαδή την τήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας με ταυτόχρονη τήρηση των υποχρεώσεών της απέναντι στους πιστωτές, όχι μόνο να καθυστερήσει στο «απώτερο μέλλον» την προώθηση προεκλογικών της υποσχέσεων (πχ κατώτερος μισθός κλπ) αλλά και πιθανότατα να προχωρήσει σε λήψη μέτρων διόλου ευχάριστων, όπως πχ η αύξηση των συντελεστών του ΦΠΑ, η αύξηση της φορολόγησης σε συγκεκριμένα είδη ή ακόμη και η διατήρηση για λίγο ακόμη του ΕΝΦΙΑ, η αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης και η περικοπή των δυνατοτήτων πρόωρης συνταξιοδότησης. Στόχος; Να παρουσιάσει «ισοδύναμα» για κάποια άλλα μέτρα που θα προσπαθήσει να αποφύγει, όπως η μείωση μισθών και συντάξεων.

Η γενικότερη διαβεβαίωση ότι «θα είναι ισοδύναμα», δεν είναι αρκετή για τους πιστωτές που θέλουν «νούμερα». Και πιέζουν ασφυκτικά με την ΕΚΤ να κρατά την θηλιά στο χέρι και να απορρίπτει όλες τις ελληνικές προτάσεις (αύξηση του ορίου έκδοσης εντόκων γραμματίων ή αποδέσμευση του 1,9 δισεκατομμυρίων ευρώ από τα κέρδη των κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα) μέχρις ότου γίνεται αυτό που η κ. Μέρκελ περιέγραψε ως «συμφωνία» επαναλαμβάνοντας: πρώτα συμφωνία και μετά χρηματοδότηση.

Σε αυτό το στενό πλαίσιο κινήσεων, αυτό που οι πιστωτές θα «δεχθούν», όπως φαίνεται, από την Αθήνα, κάνοντας μια υποχώρηση, είναι να επιλέξει η ίδια ποια μέτρα θα προωθήσει πρώτα προκειμένου να έχει το μικρότερο δυνατό πολιτικό κόστος, όπως φαίνεται να …συμβούλευσαν τον κ. Τσίπρα οι Μέρκελ και Ολάντ.