Με την τακτική «καρότο και μαστίγιο» επιχειρεί η κυβέρνηση να κλείσει τα παράθυρα φοροδιαφυγής. Το 2024 θα είναι μεταβατική χρονιά: Φέρνει ανατροπή στο καθεστώς φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών, νέα μέτρα ελέγχου των συναλλαγών, αλλά και μείωση του τέλους επιτηδεύματος κατά 50%, με προοπτική να αποφέρουν τουλάχιστον 600 εκατ. ευρώ επιπλέον στα κρατικά ταμεία.
Οποιαδήποτε υπέρβαση από τον στόχο αυτόν, όμως, θα επιτρέψει την ολική κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, των τεκμηρίων διαβίωσης, αλλά και τη μείωση των υψηλών συντελεστών φορολογίας φυσικών προσώπων (44% σήμερα) από το 2025 και μετά.
Το εγχείρημα στηρίζεται στο νέο σύστημα «ελάχιστης αμοιβής» που ξεκινά να ισχύει από τα φετινά εισοδήματα και επιβάλλει στους αυτοαπασχολούμενους (όχι αγρότες) να φορολογηθούν το 2024 για ελάχιστο τεκμαρτό φορολογητέο εισόδημα από 3.600 έως 50.000 ευρώ τον χρόνο. Θεωρητικά έχει ως βάση τα 10.920 ευρώ, αλλά αυτό ισχύει μόνο για όσους έχουν κλείσει έξι έτη στο επάγγελμα (έναρξη το 2017).
Αν έκαναν πρώτη έναρξη αργότερα, για τα πρώτα πέντε χρόνια θα είναι μικρότερο ή μηδενικό, ενώ αν έχουν από επτά και πάνω (έναρξη πριν από το 2016) αυξάνεται σε 12.012-14.196 ευρώ τον χρόνο. Το ποσό αυτό μπορεί να αυξομειώνεται ανάλογα με οικονομικά ή κοινωνικά κριτήρια, αλλά όχι πάνω από 50.000 ευρώ.
Τι σημαίνει πρακτικά αυτό;
Μπαίνει φρένο σε όσους κάθε χρόνο δήλωναν κατά σύστημα ζημίες ή εισοδήματα πείνας (κάτω από όσα βγάζει ένας απλός υπάλληλος). Το ελάχιστο τεκμαρτό φορολογητέο εισόδημα των αυτοαπασχολουμένων, ελεύθερων επαγγελματιών και εμπόρων ανεβαίνει μέχρι 10.920-14.196 ευρώ για 8 στους 10 επαγγελματίες που δηλώνουν κάτω από το όριο αυτό ή έως και στα 50.000 σε ειδικές περιπτώσεις.
Για τη συντριπτική πλειονότητα των αυτοαπασχολουμένων, ελεύθερων επαγγελματιών και εμπόρων, πάντως, η χασούρα φαίνεται να μην ξεπερνά τα 300-500 ευρώ. Και αυτό διότι, σε συνδυασμό με την άμεση έκπτωση 50% στο τέλος επιτηδεύματος:
– Χαμένοι βγαίνουν τέσσερις στους πέντε επαγγελματίες που δήλωναν ότι βγάζουν από το επάγγελμά τους λιγότερα από 9.000 ευρώ ετησίως. Κι αυτό γιατί θα κληθούν να πληρώσουν έως 939 ευρώ επιπλέον φόρο εισοδήματος. Ενώ θα χάσουν και κάποια κοινωνικά επιδόματα πρόνοιας που λάμβαναν λόγω των εισοδημάτων πείνας που δήλωναν.
– Αν δήλωσαν φέτος ετήσιο καθαρό φορολογητέο εισόδημα 7.000 ευρώ, πλήρωσαν φόρο 1.280 ευρώ (630 ευρώ με συντελεστή 9% και 650 ευρώ για τέλος επιτηδεύματος). Αν το 2024 φορολογηθούν για τεκμαρτό εισόδημα 10.920 ευρώ, θα πληρώσουν 1.427 ευρώ φόρο (δηλαδή 1.102 ευρώ φόρο εισοδήματος και 325 ευρώ για τέλος επιτηδεύματος). Η επιβάρυνση δεν ξεπερνά τα 147 ευρώ.
– Οσοι δηλώνουν 50.000 ευρώ δεν θα πληρώνουν πλέον 14.550 ευρώ, αλλά 325 ευρώ λιγότερα.
Γκρίζες ζώνες
Στο οικονομικό επιτελείο αναγνωρίζουν πως «δεν είναι όλοι οι ελεύθεροι επαγγελματίες το ίδιο». Και για τον λόγο αυτόν, ένας στους πέντε θα δει ελάφρυνση (560 ευρώ κατά μέσο όρο για 138.000 από τους 735.000 φορολογουμένους) ενώ 124.000 θα πληρώσουν τα ίδια με φέτος. Για να ξεχωρίσει η ήρα από το στάρι, μέχρι την ψήφιση του νομοσχεδίου θα απαιτηθούν διευκρινίσεις και διορθώσεις για μια σειρά από περιπτώσεις, προκειμένου να προληφθούν ακραίες επιβαρύνσεις ή αδικίες.
Για παράδειγμα:
– Το νέο σύστημα αφορά φυσικά πρόσωπα και όχι εταιρείες. Ωστόσο δίνει έτσι κίνητρο να ανοίξουν πολλοί μονοπρόσωπες ΕΠΕ ή ΙΚΕ για να φορολογούνται ως νομικά πρόσωπα, αντί για φυσικά. Εξετάζεται αν υπάρχει ανάγκη να φορολογηθούν τελικά και οι μονοπρόσωπες ή ΙΚΕ με το τεκμαρτό σύστημα.
– Οι προσαυξήσεις με βάση τις τριετίες φαντάζουν λογικές ίσως, όπως αντίστοιχα και οι μειώσεις ή απαλλαγές για τους νέους στο επάγγελμα. Αν όμως σε κάποια επαγγέλματα η παλαιότητα είναι πλεονέκτημα (λόγω εδραιωμένης πελατείας δεκαετιών), πολλοί ηλικιωμένοι κρατιούνται στο επάγγελμα απλώς και μόνο μέχρι να βγουν σε σύνταξη (π.χ. τεχνίτες, υδραυλικοί, έμποροι ρούχων, παντοπωλεία κ.λπ.) χωρίς να έχουν την πελατεία ή τις αντοχές που είχαν κάποτε για να αυξάνουν την κερδοφορία τους.
– Το τεκμήριο δεν θα ισχύει για μισθωτούς που ασκούν παράλληλα και ελεύθερο επάγγελμα, εφόσον από τον μισθό τους υπερκαλύπτουν το ελάχιστο επιχειρηματικό φορολογητέο εισόδημα που τους αντιστοιχεί. Πρέπει να ξεκαθαριστεί αν θα ισχύσει το ίδιο και για όσους δεν είναι μισθωτοί αλλά συνταξιούχοι που εργάζονται ή αν έχουν άλλα δηλωμένα εισοδήματα (π.χ. από ενοίκια, μερίσματα κ.λπ.) με τα οποία υπερκαλύπτουν τις ανάγκες διαβίωσης και δεν είναι αναγκασμένοι να βγάζουν 10.920 ευρώ από το ελεύθερο επάγγελμα για να ζήσουν οι ίδιοι και οι οικογένειές τους.
– Το τεκμαρτό εισόδημα θα είναι μαχητό, αν το πραγματικό εισόδημα είναι χαμηλότερο. Για να μη μείνει κενό γράμμα, όμως, η τελική διάταξη πρέπει να αποσαφηνίζει με ποια διαδικασία ή έλεγχο η Εφορία θα απαλλάσσει τον φορολογούμενο (π.χ. λόγω κρίσης στον κλάδο, πτώσης εμπορικότητας, τεχνικών εργασιών σε μια περιοχή, καιρικών φαινομένων, διεθνών γεγονότων κ.ά.).
– Το ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα των 10.920 ευρώ μπορεί να «απογειώνεται» (ή να διπλασιάζεται και έως στα 50.000 ευρώ) λόγω πολύ αυξημένου τζίρου εν συγκρίσει με τον μέσο όρο του κλάδου (βάσει ΚΑΔ). Συνεπώς πρέπει το κρίσιμο στοιχείο αυτό να δημοσιοποιείται ώστε να γνωρίζει εκ των προτέρων ο φορολογούμενος για ποιο τεκμαρτό εισόδημα θα φορολογηθεί.