Ξεκάθαρο μήνυμα στην κυβέρνηση να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις που έχει δεσμευτεί η χώρα, έστειλε με ομιλία του στο London School of Ecomomics ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας.
«Οι τελευταίες συνεδριάσεις και η συνάντηση υψηλού επιπέδου την περασμένη εβδομάδα μας έδωσε την ελπίδα ότι η κυβέρνηση δεσμεύεται σοβαρά για την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» ανέφερε ο κ. Στουρνάρας, σχολιάζοντας και την τελευταία συνάντηση του Αλέξη Τσίπρα με την Άνγκελα Μέρκελ.
«Είναι μια ιστορική ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί» πρόσθεσε ο Διοικητής της ΤτΕ, ο οποίος δήλωσε περισσότερο αισιόδοξος σε σχέση με πριν από ένα μήνα. «Το ζήτημα είναι ο σεβασμός των δημοσιονομικών στόχων, να συνεχιστούν οι ιδιωτικοποιήσεις και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, που είναι η καλύτερη συνταγή για να συνεχιστεί η καλή πρόοδος και να δοθεί περαιτέρω ώθηση στην ανάπτυξη» συμπλήρωσε με νόημα.
Κληθείς να σχολιάσει τη συνάντηση Μέρκελ-Τσίπρα, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας σημείωσε ότι η στάση του σώματος του Πρωθυπουργού στις δηλώσεις που ακολούθησαν ήταν η σωστή και εξέφρασε την αισιοδοξία του ότι οι ελπίδες για μια συμφωνία για την Ελλάδα έχουν αυξηθεί μετά τη συνάντηση του Βερολίνου.
Αναφερόμενος στην τελευταία αύξηση των κεφαλαίων του ELA για τις ελληνικές τράπεζες, ο κ. Στουρνάρας εκτίμησε ότι είναι απόδειξη ότι η πορεία τους παραμένει σταθερή ενώ, μιλώντας για το θέμα της άδειας της ΕΚΤ για αγορά εντόκων γραμματίων από ελληνικές τράπεζες, ο κ. Στουρνάρας επανέλαβε την θέση του κ. Ντράγκι ότι η εξαίρεση αυτή θα αρθεί όταν θα υπάρξει «πράσινο φως» από το Eurogroup.
Στη διάλεξη που είχε ως θέμα τις εξελίξεις και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, ο κ. Στουρνάρας είπε μεταξύ άλλων πως η οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται το 2016 με την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει συμφωνία με τους δανειστές.
Προειδοποίησε, ωστόσο, ότι μια λύση τύπου Grexit δεν θα είχε κανένα όφελος παρά μόνο πολύ πόνο και εξέφρασε την πεποίθησή του ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν θα συμβεί. Επιπροσθέτως, τάχθηκε υπέρ της μείωσης του χρέους προκειμένου να υπάρξει ανάπτυξη της οικονομίας και διευκρίνισε ότι αυτό δεν θα έπρεπε οπωσδήποτε να μεταφραστεί σε απώλειες προς τους πιστωτές της Ευρωζώνης παραπέμποντας στην απόφαση του Νοεμβρίου του Eurogroup του 2012.