Nα επανατοποθετήσει την Ελλάδα στην Ευρώπη και να επανεγκαταστήσει νέα εικόνα στη συνείδηση των ηγετών της επιχειρεί ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στην αυριανή συνάντηση που θα έχει με την καγκελάριο Μέρκελ και τον αντικαγκελάριο και υπουργό Οικονομικών Όλαφ Σολτς, όπως ακριβώς έπραξε και στις συνομιλίες που είχε στο Παρίσι με τον Πρόεδρο Μακρόν.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης γνωρίζει πως οι μεγάλοι στόχοι της χώρας (και) στην Ευρωζώνη – μεταξύ των οποίων και η μείωση των υπέρογκων πλεονασμάτων – προϋποθέτουν μια νέα στρατηγική. Έτσι, αύριο στο Βερολίνο δεν θα καθίσει απέναντι στην Άγκελα Μέρκελ , «υποβάλλοντας λίστα με αιτήματα και… εξυπηρετήσεις», αλλά για να εξηγήσει στην καγκελάριο με ποιο τρόπο η κυβέρνησή του αντιλαμβάνεται την ανάκαμψη της χώρας και την προοπτική της στην Ενωμένη Ευρώπη.
- «Δεν πάμε ως επαίτες στο Βερολίνο», είναι η άποψη την οποία εκφράζουν κυβερνητικοί αξιωματούχοι που έχουν γνώση των διαθέσεων που επικρατούν στο Μέγαρο Μαξίμου. Ούτε ως τα «κακομαθημένα παιδιά» της Ευρώπης που ζητούν νέες χάρες από το ισχυρό κέντρο των δανειστών.
Έτσι, ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν μεταβαίνει στη γερμανική πρωτεύουσα για να ζητήσει από την κ. Μέρκελ να συνηγορήσει ευθέως και δημοσίως στο αίτημα για μείωση των υπέρογκων πρωτογενών πλεονασμάτων που συνομολόγησε αλόγιστα η προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, βυθίζοντας την οικονομία στη ύφεση και την κοινωνία στη μιζέρια.
Πάει για να εξηγήσει πως η χώρα αλλάζει σελίδα, δημιουργεί νέες συνθήκες στην οικονομία και πως οι νέοι της αναπτυξιακοί προσανατολισμοί οδηγούν σε νέες προσδοκίες στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής συνεργασίας. Στις προσδοκίες αυτές εντάσσεται και το θέμα των πλεονασμάτων, η μείωση των οποίων αποτελεί θεμιτή προσδοκία της Ελλάδας. Και αυτό με χρονοδιάγραμμα και στόχους.
«Δώστε μου 12 μήνες» είχε πει στον Εμμανουέλ Μακρόν και θα σας αποδείξω ότι συζητάτε με μια διαφορετική χώρα. Το ίδιο θα πράξει και με την καγκελάριο Μέρκελ.
Με αυτή τη στρατηγική, ο πρωθυπουργός θα παρουσιάσει και στο Βερολίνο το μεταρρυθμιστικό του σχέδιο ως προϋπόθεση αξιοπιστίας της χώρας, θεωρώντας ότι κερδίζοντας αξιοπιστία από τους εταίρους μας, θα μπορεί να τεθεί σε μια ισχυρή βάση διαπραγμάτευσης και ο στόχος μείωσης πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2021 και μετά.
Πηγή: economico.gr