Επιδείνωση αναμένεται να παρουσιάσει ο αριθμός των ανέργων, καθώς σύμφωνα με έκθεση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ, ILO) θα αυξηθεί κατά τουλάχιστον 11 εκατ. μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια. Υπολογίζεται ότι το 2019 πάνω από 219 εκατ. άνθρωποι ενδέχεται να βρίσκονται χωρίς δουλειά.
«Περισσότερες από 61 εκατομμύρια θέσεις εργασίας χάθηκαν αφότου άρχισε η παγκόσμια κρίση το 2008 και οι προβολές μας δείχνουν ότι η ανεργία θα συνεχίσει να επιδεινώνεται ως το τέλος της δεκαετίας. Αυτό σημαίνει πως η κρίση της απασχόλησης απέχει πολύ από το τέλος της», δήλωσε ο γενικός διευθυντής της ΔΟΕ Γκάι Ράιντερ.
Συγκεκριμένα, μολονότι η κατάσταση της απασχόλησης βελτιώθηκε στις ΗΠΑ, την Ιαπωνία ή τη Βρετανία, παραμένει και θα παραμείνει αντιθέτως δύσκολη σε πολλές προηγμένες οικονομίες, κυρίως στην Ευρώπη.
Η ΔΟΕ δεν βλέπει έτσι σημαντική μείωση της ανεργίας στη Γαλλία μέχρι το 2017, οπότε το ποσοστό της πρόκειται να περάσει ελαφρώς κάτω από το 10% (9,9%), το επίπεδο του 2015. Στη Γερμανία, η ανεργία μπορεί μάλιστα να αυξηθεί και να φθάσει το 5% (έναντι 4,7% φέτος). «Οι πολιτικές λιτότητας, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, συνέβαλαν στη θεαματική αύξηση της ανεργίας. Δεν πιστεύω πως ήταν αναπόφευκτες», δήλωσε ο Ράιντερ.
Στην έκθεση της ΔΟΕ επισημαίνεται πως οι προοπτικές της απασχόλησης επιδεινώθηκαν πολύ στον αραβικό κόσμο και σε ορισμένες περιοχές της λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής, κυρίως εξαιτίας της μεγάλης πτώσης των τιμών του πετρελαίου και του αερίου.
Αντιθέτως η κατάσταση αυτή θα μπορούσε να βελτιώσει τις προοπτικές της απασχόλησης «σε πολυάριθμες προηγμένες οικονομίες» και σε πολλές ασιατικές χώρες, προστίθεται. Οι εργαζόμενοι ηλικίας 15 ως 24 ετών, οι οποίοι έχουν ήδη πληγεί ιδιαίτερα από την τρέχουσα κρίση, με το παγκόσμιο ποσοστό ανεργίας γι’ αυτή την ηλικιακή ομάδα να φθάνει σχεδόν το 13%, θα συνεχίσουν να πλήττονται έντονα τα επόμενα χρόνια, αλλά με άνισο τρόπο.
Ενώ στις αναπτυσσόμενες χώρες η ανεργία των νέων αναμένεται να μειωθεί συνολικά μέχρι το 2019 (πρόκειται να σημειώσει πτώση μεγαλύτερη των τριών μονάδων στην Ισπανία ή την Ελλάδα), αναμένεται να γνωρίσει σημαντική αύξηση στη Μέση Ανατολή (άνοδος μέχρι μια μονάδα στη Σαουδική Αραβία, ακόμη και οκτώ στο Ομάν) και στη νοτιοανατολική Ασία (άνοδος μέχρι δύο μονάδες στην Κίνα ή στη Μαλαισία). Η οργάνωση του ΟΗΕ υπογραμμίζει στο πλαίσιο αυτό, εκτός από τις «αυξανόμενες και επίμονες ανισότητες», τις «αβέβαιες προοπτικές σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις σε επιχειρήσεις».
«Εφόσον το χαμηλό επίπεδο των μισθών υποχρεώνει τους ανθρώπους να καταναλώνουν λιγότερο και οι επενδύσεις παραμένουν χαμηλές, αυτό έχει προφανώς αρνητικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη», εκτιμά ο Ράιντερ. Πρόσθεσε επίσης ότι «σε ορισμένες προηγμένες οικονομίες, οι εισοδηματικές ανισότητες πλησιάζουν πλέον τα επίπεδα που παρατηρούνται στις αναδυόμενες οικονομίες. Αντίθετα αυτές οι τελευταίες έχουν πραγματοποιήσει προόδους μειώνοντας το υψηλό επίπεδο των ανισοτήτων».
Ο Ράιντερ δήλωσε πως οι παγκόσμιοι ηγέτες που θα συναντηθούν αυτή την εβδομάδα στο Νταβός είναι πιθανό να συμφωνήσουν πως η ανισότητα είναι ένα πρόβλημα, αλλά μάλλον απίθανο να κάνουν κάτι γι’ αυτό. Ο επικεφαλής της ΔΟΕ, ο οποίος πρόκειται να συμμετάσχει στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός, επισήμανε πως ένα χαρακτηριστικό αυτής της ετήσιας συνάντησης είναι το τεράστιο χάσμα ανάμεσα στα λόγια και τις πράξεις των συμμετεχόντων πάνω στο ζήτημα των ανισοτήτων. Σύμφωνα με την έκθεση, οι εισοδηματικές ανισότητες θα συνεχίσουν να αυξάνουν, καθώς το 10% των πλουσιότερων θα κατέχει το 30% ως 40% των συνολικών εισοδημάτων ενώ το 10% των φτωχότερων θα πρέπει να αρκεσθεί στο 2% ως 7%.
Η ΔΟΕ προειδοποιεί πως «η κοινωνική αστάθεια είναι ιδιαίτερα οξυμένη στις χώρες και τις περιφέρειες όπου η ανεργία των νέων είναι υψηλή ή αυξάνεται με ταχύτητα». Υπογραμμίζει πως ο αριθμός των κοινωνικών ταραχών είναι σήμερα «10% πιο αυξημένος απ’ ό,τι πριν από την κρίση» του 2008. Η συνολική περιουσία του 1% των πιο πλούσιων του κόσμου θα υπερβεί το 2016 αυτή του υπόλοιπου 99%, υποστηρίζει η Oxfam σε μια μελέτη που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα. Σύμφωνα μ’ αυτή τη μη κυβερνητική οργάνωση, «το μερίδιο της παγκόσμιας κληρονομιάς που κατέχει το 1% των πιο πλούσιων πέρασε από 44% το 2009 σε 48% το 2014 και το 2016 πρόκειται να υπερβεί το 50%».