το κλείσιμο της αξιολόγησης πρέπει να γίνει τώρα, γιατί αν μετατεθεί γι’ αργότερα οι συνέπειες θα είναι πολύ χειρότερες, επισημαίνοντας πως η θετική δυναμική που έχει δημιουργηθεί στην οικονομία πρέπει να στηριχθεί και να παγιωθεί με την άμεση ολοκλήρωση της αξιολόγησης, με την προσήλωση στους στόχους του προγράμματος και την επιτάχυνση στον ρυθμό εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων.
Το καίριο ζήτημα είναι να ολοκληρωθεί έγκαιρα η αξιολόγηση, χωρίς άλλες καθυστερήσεις και να εξειδικευθούν τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους μετά το 2018, τόνισε ο διοικητής της ΤτΕ και υπογράμμισε ότι «αυτή η προτροπή απευθύνεται, τόσο προς την ελληνική κυβέρνηση, όσο και προς τους εταίρους της, προκειμένου να αρθούν όλα τα εμπόδια στη διαπραγμάτευση. Όλοι πρέπει να κάνουν ένα βήμα πίσω, δεν νοείται, μετά τις τόσες προσπάθειες και την ήδη επιτευχθείσα προσαρμογή, αποτυχία».
Υποστήριξε επίσης ότι «παρά τις θετικές ενδείξεις και την πρόοδο που έχει επιτευχθεί εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι για τις προοπτικές μας και ο σημαντικότερος κίνδυνος είναι η μη έγκαιρη ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για την ολοκλήρωση της β΄αξιολόγησης του προγράμματος. Δεδομένων των εθνικών εκλογικών αναμετρήσεων σε μία σειρά από χώρες-μέλη της Ευρωζώνης στο άμεσο μέλλον, ο χρήσιμος χρόνος που απομένει είναι πολύ μικρός» υπογράμμισε και υπενθύμισε ότι σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό, η β’ αξιολόγηση έπρεπε να έχει κλείσει πέρυσι τον Φεβρουάριο, πριν από έναν χρόνο.
Κατέστησε επίσης σαφές ότι «η περαιτέρω καθυστέρηση της ολοκλήρωσής της, πέραν του τρέχοντος μηνός, θα τροφοδοτήσει ένα νέο κύκλο αβεβαιότητας, θα καταστήσει δυσχερέστερη την υλοποίηση συμφωνίας και θα υποσκάψει την προβλεπόμενη ανάκαμψη της οικονομίας. Αυτό θα καταστήσει, ενδεχομένως, αναγκαία τη λήψη νέων μέτρων για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, με αποτέλεσμα να μειωθεί περαιτέρω ο ρυθμός ανάπτυξης. Ένα τέτοιο αρνητικό σπιράλ θα μπορούσε να επαναφέρει την οικονομία σε ύφεση και να οδηγήσει στην επανάληψη των αρνητικών εξελίξεων που έλαβαν χώρα το πρώτο εξάμηνο του 2015».
Κατέληξε ότι «ενδεχόμενη αναβολή των αποφάσεων για τη διατύπωση συγκεκριμένων μέτρων για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους εκ μέρους των εταίρων θα αποτελούσε τροχοπέδη για τη βελτίωση των οικονομικών και επενδυτικών προοπτικών και θα εξασθενούσε τις προοπτικές διατηρήσιμης πρόσβασης του ελληνικού Δημοσίου, των ελληνικών τραπεζών και επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές και κατ’ επέκταση στις προοπτικές οριστικής εξόδου από την κρίση».