Κεφαλικό φόρο θα κληθούν να καταβάλλουν περισσότεροι από 1,5 εκατ. χαμηλόμισθοι και χαμηλοσυνταξιούχοι εάν η κυβέρνηση αποφασίσει να προχωρήσει στη μείωση του αφορολογήτου ορίου εισοδήματος σε 6.000 ή 7.500 ευρώ. Αυτό πρακτικά το σχέδιο εφόσον εφαρμοστεί θα επιβαρύνει πολλούς φορολογούμενους όπως αγρότες με χαμηλά εισοδήματα, ανέργους και περιστασιακά απασχολούμενους οι οποίοι θα υποχρεωθούν να καταβάλλουν υψηλό φόρο εισοδήματος σε σχέση με τα εισοδήματα που λαμβάνουν.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του “Ελεύθερου Τύπου” η κυβέρνηση διαπραγματεύεται με τους «θεσμούς» τη μείωση του αφορολογήτου ορίου εισοδήματος για τους μισθωτούς, τους συνταξιούχους και τους αγρότες, από τα επίπεδα των 8.636 ευρώ – 9.545 ευρώ, στα οποία βρίσκεται σήμερα, στα πολύ χαμηλότερα επίπεδα των 6.000 ευρώ – 7.500 ευρώ. Η εφαρμογή του νέου μειωμένου αφορολογήτου θα ξεκινήσει από τα εισοδήματα του 2018. Με μια πρώτη «ανάγνωση» του μέτρου προκύπτει ότι όσοι μισθωτοί, συνταξιούχοι και αγρότες αποκτούν ετήσια εισοδήματα κάτω των 6.000 ευρώ θα εξακολουθούν να μην πληρώνουν φόρο εισοδήματος, καθώς το αφορολόγητο δεν θα πέσει κάτω από αυτό το όριο.
Ωστόσο εντελώς διαφορετική θα είναι η πραγματικότητα όχι μόνο για τους μισθωτούς, τους συνταξιούχους και τους αγρότες με ετήσια εισοδήματα κάτω των 6.000 ευρώ αλλά και για άλλες κατηγορίες φορολογουμένων με πενιχρά ή ακόμη και μηδενικά εισοδήματα. Συγκεκριμένα, η μείωση του αφορολογήτου ορίου στα επίπεδα των 6.000 – 7.500 ευρώ κρύβει δυσάρεστες εκπλήξεις για περίπου 3.000.000 φορολογούμενους πολλοί από τους οποίους ζουν αυτή τη στιγμή κάτω από το όριο της φτώχειας.
Σύμφωνα με την εφημερίδα ο λόγος είναι ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι πολίτες αυτοί δεν φορολογούνται με βάση τα πραγματικά τους εισοδήματα, τα οποία είναι πολύ χαμηλά ή ακόμη και μηδενικά, αλλά με βάση εξωπραγματικά τεκμαρτά εισοδήματα, συνήθως μεγαλύτερα των 6.000 ή και των 7.000 ευρώ. Επομένως, από τη στιγμή που το αφορολόγητο όριο θα μειωθεί στα επίπεδα των 6.000 ευρώ-7.500 ευρώ, περίπου 1,5 εκατ. χαμηλόμισθοι και χαμηλοσυνταξιούχοι που λαμβάνουν μηνιαίως κάτω από 500 ευρώ, έχουν δηλαδή ετήσια πραγματικά εισοδήματα χαμηλότερα των 6.000 ευρώ-7.000 ευρώ, θα κληθούν να πληρώσουν φόρο εισοδήματος για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια, καθώς τα τελικά φορολογητέα εισοδήματά τους υπερβαίνουν τις 6.000 ευρώ – 7.000 ευρώ, επειδή καθένας από αυτούς βαρύνεται με τεκμαρτό εισόδημα το οποίο προσδιορίζεται αθροιστικά:
-από το ελάχιστο τεκμήριο διαβίωσης των 3.000 ευρώ αν είναι άγαμος ή των 2.500 ευρώ αν είναι έγγαμος.
-από το τεκμήριο διαβίωσης της κύριας κατοικίας (είτε αυτή είναι ιδιόκτητη, είτε ενοικιαζόμενη είτε δωρεάν παραχωρούμενη), το ποσό του οποίου στις περισσότερες των περιπτώσεων ξεπερνά κατά πολύ τα 2.000-2.500 ευρώ (υπολογίζεται με 40 ευρώ ανά τ.μ. μέχρι τα πρώτα 80 τ.μ. και με 65 ευρώ ανά τ.μ. για τα επόμενα 40 τ.μ., από 81 έως τα 120 τ.μ. κ.λπ.).
-από το τεκμήριο διαβίωσης για τη χρήση Ι.Χ. αυτοκινήτου, το οποίο στις περισσότερες των περιπτώσεων ξεπερνά κατά πολύ τα 2.000 ευρώ.
Αντίστοιχη τύχη θα έχουν και επιπλέον 1,5 εκατ. φορολογούμενοι στους οποίους περιλαμβάνονται αγρότες, άνεργοι και περιστασιακά απασχολούμενοι με ετήσια εισοδήματα μέχρι 6.000 ευρώ. Όλοι αυτοί οι πολίτες φορολογούνται με την κλίμακα φόρου εισοδήματος που ισχύει για τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους, δηλαδή δικαιούνται και αυτοί σήμερα αφορολόγητο όριο από 8.636 ευρώ έως και 9.545 ευρώ. Ως φορολογητέο εισόδημα λαμβάνεται στις περισσότερες περιπτώσεις και αυτών των φορολογουμένων το τεκμαρτό εισόδημα, το οποίο προκύπτει με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης, κι όχι το πραγματικό εισόδημα το οποίο είναι πάρα πολύ χαμηλό.