Ενα μεγαλόπνοο σχέδιο, το οποίο θα καταστήσει την Τουρκία κόμβο εμπορίου, ενέργειας και δεδομένων μεταξύ Ανατολής και Δύσης, διευκολύνοντας συγχρόνως την αντιμετώπιση και απειλών ασφάλειας της χώρας στα νότια σύνορά της, έχει θέσει σε εφαρμογή ο Ταγίπ Ερντογάν.
Ο σχεδιασμός αυτός επιδιώκει να συμπληρώσει την εικόνα του «Αιώνα της Τουρκίας» με μια ανεπτυγμένη Αμυντική Βιομηχανία που εξασφαλίζει αυτάρκεια στις τουρκικές Ενοπλες Δυνάμεις και έσοδα από εξαγωγές, και ενίσχυση του ρόλου της Τουρκίας σε περιφερειακές κρίσεις, αλλά και ως προστάτη και εκφραστή του μουσουλμανικού κόσμου.
Οι κινήσεις Ερντογάν για τους τρεις αυτούς «διαδρόμους», το «Αναπτυξιακό Οδικό Εργο» (Development Road Project – DRP) μεταξύ Ιράκ και Τουρκίας, το Ζανγκεζούρ στον Καύκασο και η επέκταση του ΤΑΝΑΡ προς το Τουρκμενιστάν, έχουν μπει πλέον στην προτεραιότητα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, πολύ περισσότερο όταν ο Τούρκος ηγέτης είδε από το φθινόπωρο ότι ο σχεδιαζόμενος μεγάλος διάδρομος IMEC που συνδέει την Ινδία μέσω των χωρών του Κόλπου, και το Ισραήλ με την Ευρώπη, παρακάμπτει την Τουρκία.
Συγχρόνως η Αγκυρα επιδιώκει με τα τρία αυτά έργα να δημιουργήσει εναλλακτικές διαδρομές από την Ανατολή προς τη Δύση, που θα ενισχύσουν τη στρατηγική και γεωπολιτική σημασία της, την οποία θα επιχειρήσει να κεφαλαιοποιήσει τόσο στην εξωτερική πολιτική της όσο και στην οικονομία της.
Η επίσκεψη τις προηγούμενες ημέρες των τριών ισχυρών ανδρών της Τουρκίας, του ΥΠΕΞ Χακάν Φιντάν, του υπουργού Αμυνας Γιασάρ Γκιουλέρ και του διοικητή της ΜΙΤ Ιμπραήμ Καλίν στο Ιράκ, άναψε το πράσινο φως για την κατασκευή του Διαδρόμου DRP που θα συνδέει το λιμάνι Grand Faw του Ιράκ στον Περσικό Κόλπο με την Τουρκία και κατόπιν με την Ευρώπη. Ο DRP θα έχει μήκος 1.200 χιλιόμετρα με την ανάπτυξη οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου αλλά και με δίκτυο οπτικών ινών και σύμφωνα με τα έως τώρα στοιχεία, θα στοιχίσει 17 δισ. δολάρια. Το έργο αυτό φιλοδοξεί να είναι η ισχυρή εναλλακτική πρόταση στον Διάδρομο IMEC, ο οποίος λόγω και του πολέμου στη Γάζα αντιμετωπίζει προβλήματα, καθώς προϋποθέτει και την πλήρη εξομάλυνση των σχέσεων Σαουδικής Αραβίας – Ισραήλ και μια σειρά ακόμη γεωπολιτικές προκλήσεις.
Ομως και για τον DRP ένα μεγάλο πρόβλημα είναι η χρηματοδότηση των έργων στα οποία θα εμπλακούν κυρίως τουρκικές εταιρείες, αλλά και η δημιουργία ενός ασφαλούς περιβάλλοντος στο Ιράκ. Η Τουρκία πάντως μέσω και των συνομιλιών αυτών και με δέλεαρ το μεγάλο αυτό έργο εξασφάλισε την πολύτιμη συναίνεση της Βαγδάτης ώστε να κηρυχθεί παράνομη τρομοκρατική οργάνωση το ΠΚΚ, δίνοντάς της έτσι το ελεύθερο για τη μεγάλη επιχείρηση εναντίον του ΠΚΚ στο Β. Ιράκ, την οποία προανήγγειλε ο κ. Ερντογάν για νωρίς το καλοκαίρι.
Μεγάλο στοίχημα για την Τουρκία είναι επίσης ο διάδρομος Ζανγκεζούρ, ο οποίος μπορεί να υλοποιηθεί μόνο μετά την εξομάλυνση των σχέσεων Αζερμπαϊτζάν – Αρμενίας και θα συνδέει το Αζερμπαϊτζάν με τον αυτόνομο αζέρικο θύλακα του Ναχιτσεβάν και κατόπιν με την Τουρκία. Αυτό το έργο ουσιαστικά φιλοδοξεί να συνδέσει την Τουρκία με τον «Τουρκικό κόσμο» της Κεντρικής Ασίας και να είναι μια εναλλακτική οδός σύνδεσης της Ασίας με την Ευρώπη. Ετσι παρακάμπτεται το Ιράν, αν και απαιτείται η χρήση εδάφους της Αρμενίας με το Μπακού να γίνεται χωρίς ελέγχους και δασμούς.
Οι Αζέροι έχουν ήδη ξεκινήσει την κατασκευή αυτοκινητοδρόμων και σιδηροδρομικής γραμμής για τη σύνδεση με τον θύλακα του Ναχιτσεβάν, ενώ και από την πλευρά της Τουρκίας υπάρχει σιδηροδρομική σύνδεση από το Καρς έως το Ναχιτσεβάν. Ομως το Μπακού βρίσκεται σε συνομιλίες και με το Ιράν, ώστε μέχρι να εξασφαλιστεί η συναίνεση της Αρμενίας να υπάρχει εναλλακτική διαδρομή. Εφόσον ο διάδρομος Ζανγκεζούρ υλοποιηθεί, τότε θα μπορέσει να αποτελέσει μέρος του «Middle Corridor» που θα συνδέει την Ευρώπη μέσω Τουρκίας με την Κίνα, την Κεντρική Ασία, την Κασπία, αλλά και την Τουρκία με τη Ρωσία.
Η Αγκυρα στρέφεται όμως και στην απρόσιτη μέχρι σήμερα για τη Δύση τεράστια πηγή ενέργειας της Ανατολικής Κασπίας.
Στο περιθώριο του διπλωματικού Φόρουμ της Αττάλειας, μετά τη συνάντηση του κ. Ερντογάν με τον πρόεδρο του Τουρκμενιστάν Σερντάρ Μπερντιμουχαμέντοφ, ο Τούρκος υπουργός Ενέργειας Αλπαρσλάν Μπαϊρακτάρ υπέγραψε προκαταρκτική συμφωνία συνεργασίας με τον πρόεδρο της κρατικής εταιρείας υδρογονανθράκων Turkmengaz. Το μεγάλο και φιλόδοξο σχέδιο εκδηλώνεται σε μια εποχή αναζήτησης και από την Ευρώπη εναλλακτικών διαφοροποιημένων πηγών ενέργειας που μπορεί να εξυπηρετηθεί με την πρόσβαση στα τεράστια κοιτάσματα του Τουρκμενιστάν. Κάτι που φυσικά θα διατηρήσει και θα ενισχύσει τον ρόλο της Τουρκίας για την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης.
Το μικρό και απομονωμένο Τουρκμενιστάν των 6 εκατομμυρίων κατοίκων διαθέτει κοιτάσματα 27 τρισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων φυσικού αερίου (όπως ο ίδιος ο πρόεδρος της Turkmengaz ανακοίνωσε στην Αττάλεια), τα μεγαλύτερα στον κόσμο μετά από εκείνα της Ρωσίας, του Ιράν και του Κατάρ.
Μέχρι τώρα βασικός αγοραστής του τουρκμενικού φυσικού αερίου είναι η Κίνα, όμως τα κοιτάσματα που διαθέτει είναι αρκετά για να διατεθούν ποσότητες και προς τη Δύση. Το ίδιο το Τουρκμενιστάν επιδιώκει να βρει «πελάτες» στη Δύση ώστε να ελαττωθεί η εξάρτησή του από τη Ρωσία και την Κίνα και αυτό διευκολύνει τις επιδιώξεις της Τουρκίας. Το φυσικό αέριο του Τουρκμενιστάν μπορεί να μεταφερθεί προς την Τουρκία είτε με υποθαλάσσιο αγωγό προς το Αζερμπαϊτζάν (Trans Caspian Pipeline), είτε μέσω του υπάρχοντος αγωγού στο Ιράν, ο οποίος όμως δεν αποτελεί την πρώτη επιλογή.
Ο υποθαλάσσιος αγωγός TCP θα μεταφέρει το τουρκμενικό φυσικό αέριο στο Αζερμπαϊτζάν και από εκεί μέσω του ΤΑΝΑΡ θα φτάνει στα σύνορα της Τουρκίας με την Ελλάδα και θα συνδέεται με τον Διανδριατικό αγωγό ΤΑΡ που καταλήγει στην Ιταλία. Ηδη η Τουρκία με το Αζερμπαϊτζάν έχουν συμφωνήσει στον διπλασιασμό της χωρητικότητας του ΤΑΝΑΡ από 16 σε 32 bcm.
Τον Ιούλιο το Τουρκμενιστάν ανακοίνωσε ότι είναι έτοιμο να προχωρήσει με τους εταίρους στην υλοποίηση του έργου Trans-Caspian Pipeline – TCP, ένα έργο στο οποίο έχουν αντιταχθεί η Ρωσία και το Ιράν, που ως οι ισχυρότερες χώρες μεταξύ των πέντε παράκτιων κρατών της Κασπίας (μαζί με το Τουρκμενιστάν, το Καζακστάν και το Αζερμπαϊτζάν) έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα. Το Ασκαμπάτ, όμως, δείχνει αποφασισμένο να προχωρήσει δηλώνοντας ότι η Σύμβαση για το νομικό καθεστώς της Κασπίας Θάλασσας που συνήφθη το 2018 παρέχει επαρκή νομική βάση για την κατασκευή του TCP.
Στην περίοδο της Σοβιετικής Ενωσης, το φυσικό αέριο που προερχόταν από το Τουρκμενιστάν βαφτίζονταν «ρωσικό» αέριο και μεταφέρονταν μέσω του αγωγού Central Asia Center – CAC που διασχίζει το Ουζμπεκιστάν και το Καζακστάν και καταλήγει στη Ρωσία. Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης, το Τουρκμενιστάν ξεκίνησε μια πολιτική διαφοροποίησης που προκάλεσε άλλους παράγοντες να εισέλθουν στο παιχνίδι.
Οι τρεις αυτοί μεγάλοι διάδρομοι είναι ενταγμένοι πλέον στο Δόγμα της Τουρκίας για επιδίωξη και στρατηγικής αυτονομίας και ενίσχυσης του ευρύτερου περιφερειακού ρόλου της, αλλά και εξασφάλιση πρόσθετων «εργαλείων» για να διαμορφώσει μια ειδική ala cart σχέση με την Ευρώπη και τη Δύση. Σχέδια βεβαίως που απαιτούν τεράστιες χρηματοδοτήσεις, επηρεάζονται από ανοιχτές διεθνείς κρίσεις και δεν είναι ουδέτερες πολιτικά, καθώς διαταράσσουν ισορροπίες θίγοντας στρατηγικά συμφέροντα στενών συμμάχων του κ. Ερντογάν, όπως η Ρωσία και το Ιράν.