Οι μέδουσες είναι θαλάσσια ασπόνδυλα (κνιδόζωα) της τάξης σκυφόζωα. Πρόκειται για πλαγκτονικούς οργανισμούς, οι οποίοι απαντώνται σε όλες τις θάλασσες του κόσμου και θεωρούνται ένα από τα αρχαιότερα (αν όχι το αρχαιότερο) ζώα της Γης. Με δημοσίευση της στην επιθεώρηση «Proceedings of the Royal Society B» ερευνητική ομάδα παρουσιάζει τα αποτελέσματα των μελετών που έκανε σε απολιθώματα που εντοπίστηκαν σε γεωλογικούς σχηματισμούς ηλικίας άνω των 500 εκατ. ετών στην κορυφή μιας οροσειράς στον Καναδά.
Οι ερευνητές έκαναν μια εντυπωσιακή ανακάλυψη αφού εντόπισαν τα απολιθώματα ενός άγνωστου μέχρι σήμερα είδους μέδουσας η όποια σύμφωνα με τη χρονολόγηση που έγινε ζούσε πριν από περίπου 500 εκατ. έτη. Η μέδουσα έλαβε την επιστημονική ονομασία Burgessomedusa phasmiformis και είναι το αρχαιότερο είδος μέδουσας που γνωρίζουμε αλλά και ένα από τα αρχαιότερα είδη ζώων που εμφανίστηκαν στον πλανήτη. Η μέδουσα είχε αναπτυχθεί ανατομικά και οργανικά (σχήμα, πλοκάμια κ.α) για να εντοπίζει, να συλλαμβάνει και να εξοντώνει τα θηράματα της.
Τα απολιθώματα οποιουδήποτε τύπου μέδουσας είναι εξαιρετικά σπάνια. Κατά συνέπεια, η εξελικτική τους ιστορία βασίζεται σε μικροσκοπικά απολιθωμένα στάδια προνυμφών και στα αποτελέσματα μοριακών μελετών από ζωντανά είδη. Έτσι η ανακάλυψη απολιθωμάτων μιας μέδουσας και μάλιστα τέτοιας ηλικίας είναι από μόνη της άκρως σημαντική και η αξία της ανακάλυψης αυξάνεται από το σημείο στο οποίο βρέθηκε δηλαδή στην κορυφή μιας οροσειράς γεγονός που υποδεικνύει ότι εκεί υπήρχε κάποτε κάποια θάλασσα.
«Η εύρεση τέτοιων απίστευτα ευαίσθητων ζώων που διατηρούνται σε στρώματα βράχων στην κορυφή αυτών των βουνών είναι μια θαυμάσια ανακάλυψη. Η Burgessomedusa phasmiformis υποδηλώνει ότι είχε δημιουργηθεί μια σύνθετη διατροφική αλυσίδα εκείνη την χρονική περίοδο και φαίνεται ότι η μέδουσα αυτή ήταν ένας ιδιαίτερα αποτελεσματικός θαλάσσιος θηρευτής. Η ανακάλυψη αυτή προστίθεται σε άλλες παρόμοιες που έχουν γίνει στην ίδια περιοχή η οποία φαίνεται ότι φιλοξενούσε πολλά είδη και φωτίζει την εξέλιξη της ζωής στη Γη» αναφέρει ο Δρ. Ζαν-Μπερνάρ Καρόν, παλαιοντολόγος στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο και στο Βασιλικό Μουσείο του Οντάριο, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας.