Ένας εκ των κορυφαίων συμβούλων του προέδρου της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι εκτίμησε σήμερα ότι η αντεπίθεση για την απελευθέρωση των κατεχόμενων ουκρανικών εδαφών θα είναι «μακρά και δύσκολη», υπογραμμίζοντας ότι το Κίεβο χρειάζεται περισσότερα άρματα μάχης και αεροσκάφη F-16 από τους συμμάχους του στη Δύση.
Από τις αρχές Ιουνίου, οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις έχουν ξεκινήσει μια μεγάλη επιχείρηση για να απωθήσουν τα ρωσικά στρατεύματα στο νότιο και ανατολικό τμήμα της χώρας. Ωστόσο, η ουκρανική αντεπίθεση δεν έχει αποφέρει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, αφού οι ρωσικές δυνάμεις έχουν οχυρωθεί στις θέσεις τους και έχουν ναρκοθετήσει τις γύρω περιοχές.
«Χωρίς αμφιβολία, αυτή η επιχείρηση θα είναι αρκετά δύσκολη και θα χρειαστεί πολύ χρόνο», δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων (AFP) ο σύμβουλος της ουκρανικής προεδρίας Μιχαΐλο Ποντολιάκ.
Σύμφωνα με τον ίδιο, το μεγαλύτερο εμπόδιο για την προέλαση των ουκρανικών δυνάμεων είναι οι τεράστιες εκτάσεις που έχει ναρκοθετήσει ο ρωσικός στρατός, οι οποίες κατά περίπτωση φθάνουν σε ακτίνα «4-16 χιλιομέτρων».
Παρά την στρατιωτική βοήθεια που έχει λάβει μέχρι στιγμής από τη Δύση, οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις χρειάζονται ακόμη περισσότερη, τόνισε ο Ποντολιάκ, αναγνωρίζοντας παράλληλα ότι «οι αμυντικές βιομηχανίες (στη Δύση) δεν ήταν προετοιμασμένες για τέτοιου είδους πόλεμο», με τόσο μεγάλες απαιτήσεις. Ο Ποντολιάκ εκτίμησε πως η Ουκρανία χρειάζεται επιπλέον «200-300 τεθωρακισμένα οχήματα, κυρίως άρματα μάχης», «60-80 αεροσκάφη F-16» και «5-10 συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας» (συστοιχίες αμερικανικών Patriot ή γαλλικών SAMP/T).
«Χρειαζόμαστε και πυραύλους»
«Χρειαζόμαστε επίσης οβίδες», συνέχισε ο Ποντολιάκ, εξηγώντας ότι οι ουκρανικές δυνάμεις χρησιμοποιούν καθημερινά «4.500-6.000 οβίδες μεγάλου διαμετρήματος». «Πρέπει να είμαστε σε θέση να εκτοξεύουμε 150-200 πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς κάθε μήνα», αν όχι «300-400», συμπλήρωσε.
Ο σύμβουλος του ουκρανού προέδρου απέκλεισε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση με τη Ρωσία, της οποίας στόχος είναι – σύμφωνα με τον Ποντολιάκ – η «διάλυση» της Ουκρανίας και ο «απόλυτος έλεγχος» των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών.