Την ώρα που κλιμακώνεται διαρκώς η διελκυστίνδα ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη, με την Ουάσιγκτον να επιβάλλει περιορισμούς στις κινεζικές βιομηχανίες και το Πεκίνο να απαντάει με έρευνες στη Micron Technologies, συνεργάτες και στελέχη του ΔΝΤ εκφράζουν ανησυχία για τους κινδύνους οι οποίοι ελλοχεύουν σχετικά με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα από την όξυνση των εντάσεων και τη διαφαινόμενη αποσύνδεση των δύο μεγάλων οικονομιών.
Καλούν, έτσι, επόπτες, ρυθμιστικές αρχές και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να έχουν επίγνωση των κινδύνων που εγκυμονούν για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα οι γεωπολιτικές εντάσεις, να κατανοούν και να καταγράφουν τις επιπτώσεις τους στον δανεισμό, στα επίπεδα των επιτοκίων, στην αγορά, στη ρευστότητα και στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, προκειμένου να μπορούν να ελέγξουν και να αποφύγουν μια μείζονα κρίση οφειλόμενη στους γεωπολιτικούς κινδύνους.
Οι εν λόγω οικονομολόγοι υπογραμμίζουν πως η αποσύνδεση των οικονομιών που επέρχεται από τους εκατέρωθεν περιορισμούς έχει σημαντικές επιπτώσεις για την παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα, καθώς πλήττει όχι μόνο τις διασυνοριακές επενδύσεις αλλά και τα διεθνή συστήματα πληρωμών, όπως και τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων.
Υπογραμμίζουν ιδιαίτερα ότι τα επενδυτικά κεφάλαια είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητα στις γεωπολιτικές εντάσεις, οι οποίες συχνά οδηγούν σε εκροές κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένων των άμεσων επενδύσεων. Αναπόφευκτη συνέπεια είναι ο κλονισμός της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας καθώς αυξάνεται το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών, μειώνεται η κερδοφορία τους και τελικά περιορίζεται ο δανεισμός στον ιδιωτικό τομέα.
Παράλληλα, η κλιμάκωση των εντάσεων μπορεί να αυξήσει τους κινδύνους του χρέους των τραπεζών αλλά και το κόστος δανεισμού τους. Μπορεί επίσης να οδηγήσει σε αύξηση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων, με αποτέλεσμα τη μείωση της αξίας των τίτλων στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών, και επομένως σε περαιτέρω άνοδο του κόστους χρηματοδότησής τους.
Παράλληλα όμως, όπως επισημαίνουν οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ, οι γεωπολιτικές εντάσεις μεταφέρονται στο τραπεζικό σύστημα μέσω της πραγματικής οικονομίας. Οταν υπάρχουν ρήγματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες και στις αγορές εμπορευμάτων είναι άμεσος ο αντίκτυπος στην οικονομική ανάπτυξη και στον πληθωρισμό και μπορεί να επιδεινώσει τις ζημίες των τραπεζών τόσο από τα δάνειά τους όσο και από την αγορά.
Σε αυτή την περίπτωση θα περιοριστεί περαιτέρω η κερδοφορία τους και θα συμπιεστεί η κεφαλαιοποίησή τους. Αναπόφευκτα η πίεση που θα προκληθεί θα μειώσει σημαντικά τη δυνατότητα των τραπεζών να αναλαμβάνουν ρίσκο αναγκάζοντάς τες να μειώσουν τον δανεισμό, με τις αυτονόητες επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη.
Οι οικονομολόγοι του Ταμείου υπογραμμίζουν πως η αποσύνδεση των οικονομιών πλήττει τις διασυνοριακές επενδύσεις, τα διεθνή συστήματα πληρωμών και τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων.
Καλούν, έτσι, όσες χώρες εξαρτώνται από την εξωτερική χρηματοδότηση να διασφαλίσουν επάρκεια συναλλαγματικών διαθεσίμων αλλά και τα απαιτούμενα «μαξιλάρια» ρευστότητας στα χρηματοπιστωτικά τους ιδρύματα.
Συνιστούν, επίσης, στις πολιτικές ηγεσίες να είναι έτοιμες για να αντιμετωπίσουν κρίσεις και να ενισχύσουν τους μηχανισμούς με τους οποίους μπορούν να χειριστούν καταστάσεις αστάθειας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα οφειλόμενες σε γεωπολιτικές εντάσεις. Τονίζουν, εξάλλου, την ανάγκη να ενισχυθεί το παγκόσμιο δίχτυ ασφαλείας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, δηλαδή το δίκτυο χρηματοπιστωτικών συστημάτων και μηχανισμών που λειτουργούν ως ασφαλιστικές δικλίδες έναντι κρίσεων και χρηματοδοτούν μέτρα που αμβλύνουν τον αντίκτυπο αυτών των κρίσεων. Και υπογραμμίζουν πως τα διεθνή εποπτικά και ρυθμιστικά σώματα, όπως το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και η Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία, πρέπει να εξακολουθήσουν να προωθούν κοινούς κανόνες και προδιαγραφές για το χρηματοπιστωτικό σύστημα ώστε να αποτρέψουν τον κατακερματισμό του.
Οπως τονίζουν σε σχετική μελέτη τους που δημοσιεύθηκε στο ιστολόγιο του ΔΝΤ, η όξυνση της αντιπαράθεσης ανάμεσα σε μια χώρα-επενδυτή και σε μια χώρα-προορισμό επενδύσεων, όπως αυτή που βρίσκεται σε εξέλιξη ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα από το 2016 και μετά, μειώνει το σύνολο των διμερών διασυνοριακών επενδύσεων χαρτοφυλακίου κατά περίπου 15%.
Στη σχετική έκθεση του ΔΝΤ που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα επισημαίνεται πως η αποσύνδεση των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη «μάλλον θα είναι ο δίαυλος μέσω του οποίου θα αναπτυχθούν μέτωπα γεωπολιτικών συμφερόντων σε παγκόσμιο επίπεδο».
Το Ταμείο αναφέρεται ευθέως στην έκκληση που απηύθυνε πέρυσι η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν προς τις αμερικανικές επιχειρήσεις καλώντας τες να στραφούν στις φιλικές εφοδιαστικές αλυσίδες παρά να εξαρτώνται από χώρες που βρίσκονται σε τεταμένες σχέσεις με τις ΗΠΑ. Υπενθυμίζει, επίσης, ότι στην Ευρώπη η γαλλική κυβέρνηση έχει ζητήσει χαλάρωση των κανόνων που διέπουν τις κρατικές ενισχύσεις στην Ε.Ε. για να αναπτυχθεί το «Made in Europe» και να αντιδράσει στις επιδοτήσεις του αμερικανικού προγράμματος IRA.
Το Ταμείο εκτιμά, έτσι, πως πρόκειται σύντομα να αλλάξουν κατεύθυνση οι διασυνοριακές ροές κεφαλαίων και τονίζει ιδιαιτέρως πως το αμερικανικό νομοσχέδιο για τους μικροεπεξεργαστές αλλά και η αντίστοιχη κίνηση της Ευρώπης θα επηρεάσουν την παραγωγή των πολυεθνικών επιχειρήσεων και τις στρατηγικές με τις οποίες διασφαλίζουν τις προμήθειές τους και θα επιφέρουν μεταβολές στα δίκτυα των εφοδιαστικών αλυσίδων. Αναγνωρίζει πως αυτές οι μεταβολές θα ενισχύσουν ενδεχομένως την εγχώρια ασφάλεια και ίσως βοηθήσουν μάλλον τις ΗΠΑ να διατηρήσουν την πρωτοκαθεδρία στην τεχνολογία. Δεδομένου, όμως, ότι οι περισσότερες χώρες μεροληπτούν υπέρ των εγχώριων προμηθειών, στις περισσότερες περιπτώσεις η στροφή στους προμηθευτές των φιλικών χωρών θα περιορίσει τις επιλογές και θα καταστήσει όλες τις χώρες πιο ευάλωτες στα μακροοικονομικά πλήγματα.