Στις αρχές Μαρτίου του 2020, καθώς οι ΗΠΑ ήρθαν αντιμέτωπες με την πανδημία, μια ομάδα νέων επιστημόνων έφυγε από το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) στην Ατλάντα για να συγκεντρωθούν κρυφά σε ένα μικρό πάρκο.
Οι ίδιοι αγωνιούσαν για κάποιες συγκλονιστικές εξελίξεις, τις οποίες δεν μπορούσαν να συζητήσουν στο γραφείο.
Συγκεκριμένα, η επιστημονική ομάδα γνώριζε από τον Φεβρουάριο του 2020 πως ο νέος κορωνοϊός μεταδίδεται και από ανθρώπους που δεν εμφάνιζαν κανέναν σύμπτωμα. Χρειάστηκε να περάσει ένας ολόκληρος μήνας ώστε οι επικεφαλής του CDC να συνειδητοποιήσουν ότι ο ιός μεταδίδεται όχι μόνο από ανθρώπους που βήχουν και φτερνίζονται, αλλά και από ασυμπτωματικούς.
Γνωρίζαμε πως δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι θα πέθαιναν
«Ολοι μας γνωρίζαμε ότι δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι θα πέθαιναν και ήμασταν ανήμποροι να το σταματήσουμε», δήλωσε ο Δρ Ντάνιελ Βοζνίτσκα, ένας από τους εκπαιδευόμενους. «Ηταν πραγματικά σπαρακτικό και δύσκολο σε ψυχολογικό επίπεδο να μην μπορούμε να κάνουμε τίποτα», συμπλήρωσε.
Σύμφωνα με τους New York Times, το ηθικό των επιστημόνων του CDC έπεσε κατακόρυφα καθώς οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ προσπάθησαν να καταπνίξουν τις διαφωνίες με τους χειρισμούς του Λευκού Οίκου σχετικά με την διαχείριση της πανδημίας.
Ωστόσο, λίγοι υπάλληλοι είχαν τολμήσει να περιγράψουν την απόγνωση που είχε η επιστημονική ομάδα, καθώς τα νοσοκομεία ξεχείλιζαν από ασθενείς και οι νεκροί αυξάνονταν.
Συνεντεύξεις με 11 νυν και πρώην υπαλλήλους της υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένων εκπαιδευόμενων, καθώς και έγγραφα που περιήλθαν στην κατοχή των New York Times, απεικονίζουν μια υπηρεσία υπό έντονη πίεση από τους πολιτικούς ηγέτες της χώρας.
Ορισμένα νεότερα μέλη του προσωπικού πάλευαν με ενοχές, θυμό και μια αυξανόμενη αίσθηση αδυναμίας, καθώς αξιωματούχοι της διοίκησης παρενέβαιναν, ή απλώς αγνοούσαν σημαντικά τις επιστημονικές έρευνες.
Ο Δρ Βοζνίτσκα, 35 ετών, εγκατέλειψε το CDC τον Ιούλιο του 2021 και αναζήτησε βοήθεια από την Whistleblower Aid, μια μη κερδοσκοπική νομική οργάνωση.
Κατέθεσε ενώπιον υποεπιτροπής της Βουλής των Αντιπροσώπων για την πανδημία τον περασμένο Αύγουστο και Οκτώβριο, περιγράφοντας τις διαφορές των όσων μάθαιναν οι επιστήμονες του CDC για τον κορωνοϊό και της επικοινωνιακής στάσης που διατηρούσε το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων.
Κλάματα, άγχος, απογοήτευση
Αλλοι επιστήμονες, που εξακολουθούν να εργάζονται στο CDC, μίλησαν υπό τον όρο της ανωνυμίας επειδή φοβόντουσαν πως η δημοσιοποίηση των στοιχείων τους θα είχε επιπτώσεις στην εργασία τους.
Πολλοί δήλωσαν ότι είχαν ζητήσει θεραπεία ή είχαν αρχίσει να παίρνουν φάρμακα για να αντιμετωπίσουν την απογοήτευση και το άγχος. Ορισμένοι είπαν ότι συχνά έκλαιγαν.
Το CDC επισημαίνει πως οι πρώτες ημέρες της πανδημίας σηματοδότησαν «μια άνευ προηγουμένου και εξαιρετικά δύσκολη περίοδο για όσους εργάζονται στη δημόσια υγεία».
«Ανησυχήσαμε βαθιά για τη διατήρηση του ηθικού των αξιωματικών μας και παρείχαμε πολλαπλά συστήματα υποστήριξης για το προσωπικό», τόνισε το CDC.
Από την πλευρά της, η Δρ Αν Σούτσατ, πρώην αναπληρώτρια διευθύντρια του CDC τόνισε πως «ήταν μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδος ακόμη και για τους βετεράνους επιστήμονες του Οργανισμού. Αν υπήρξε σιωπή για τους κινδύνους που ενέχει ο Covid-19 στη δημόσια υγεία, τότε ήταν μόνο επειδή οι κυβερνητικοί ερευνητές είχαν φιμωθεί από τη διοίκηση Τραμπ», είπε η ίδια, επισημαίνοντας πως τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης συκοφαντούσαν την υπηρεσία.
Το πρώτο μεγάλο σοκ ήρθε τον Φεβρουάριο του 2020, όταν η διοίκηση Τραμπ επέπληξε τη Δρ Νάνσι Μεσονιέ, ανώτερο στέλεχος του CDC επειδή προειδοποίησε τους Αμερικανούς να προετοιμαστούν για μια πανδημία.
Δύο ημέρες αργότερα, στις 27 Φεβρουαρίου, οι υπάλληλοι του CDC ενημερώθηκαν ότι όλα τα μηνύματα από την υπηρεσία θα διοχετεύονταν μέσω του αντιπροέδρου Μάικ Πενς, ο οποίος είχε αναλάβει την ηγεσία της ομάδας εργασίας για τον κορωνοϊό.
«Μας έλεγαν να μη φοράμε μάσκες για να μην ανησυχήσει το κοινό»
Την ίδια στιγμή, οι εργαζόμενοι της υπηρεσίας πληροφοριών για επιδημίες του CDC, ονόματι EIS, στάλθηκαν σε αεροδρόμια σε όλη τη χώρα για να ελέγξουν τους επιβάτες που έφταναν από την Κίνα. Ωστόσο υπήρξε απόφαση οι ίδιοι να μη φορούν μάσκες προκειμένου να μην ανησυχήσει το κοινό.
«Ηταν απίστευτο, γιατί αψηφά την κοινή λογική», δήλωσε ένας αξιωματικός, ο οποίος υπενθύμισε ότι οι Κινέζοι επιβάτες των αεροπλάνων έφταναν με μάσκες N95 μόνο και μόνο για να αξιολογηθούν από αξιωματούχους του CDC που δεν είχαν μάσκες.
Σε κάθε περίπτωση, οι αξιωματικοί του EIS κατάλαβαν πως η εξέταση στα αεροδρόμια ήταν ανούσια, καθώς έκθεση του CDC τον Νοέμβριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο έλεγχος στα αεροδρόμια είχε εντοπίσει μόνο ένα κρούσμα έπειτα από έλεγχο 85.000 ταξιδιωτών.
Την ίδια ώρα, τα δεδομένα που προέκυψαν από την Κίνα και αλλού έδειχναν έντονα την εξάπλωση του ιού από ασυμπτωματικούς και οι έλεγχοι στα αεροδρόμια φάνηκε να το αποδεικνύουν.
Οι αξιωματικοί του EIS άρχισαν να συμβουλεύουν ιδιωτικά φίλους και συγγενείς να ακυρώσουν γάμους και προγραμματισμένες διακοπές, να μείνουν στο σπίτι και να φορούν μάσκες, ακόμη και γυαλιά, όταν επιχειρούν να βγουν έξω.
Ορισμένοι αξιωματικοί δημιούργησαν λογαριασμούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να μιλήσουν με ειλικρίνεια για τα αναδυόμενα στοιχεία γύρω από την ασυμπτωματική εξάπλωση του κορωνοϊού και τους καλύτερους τρόπους για να προστατευτούν οι άνθρωποι.
Σε ένα εσωτερικό υπόμνημα στις 9 Μαρτίου, το CDC ανέφερε ότι κάθε υπάλληλος που είχε αποσπαστεί αλλού για να εργαστεί πάνω στον Covid-19 έπρεπε να απομονωθεί στο σπίτι του για 14 ημέρες – με ή χωρίς συμπτώματα.
Μας απείλησαν να σταματήσουμε να δημοσιεύουμε στα social media
Τρεις ημέρες αργότερα, οι υπάλληλοι της EIS ενημερώθηκαν να σταματήσουν να δημοσιεύουν για τις εξελίξεις σχετικά με τον Covid-19 στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σύμφωνα με τις εσωτερικές επικοινωνίες που περιήλθαν στην κατοχή των New York Times. Μάλιστα, ο Δρ Wozniczka αρχικά δεν συμμορφώθηκε, αλλά το έκανε αφού απειλήθηκε με απόλυση.
Αρκετές ημέρες αργότερα, στις 30 Μαρτίου, ο διευθυντής του CDC, Δρ Ρόμπερτ Ρέντφιλντ, προειδοποίησε σε ραδιοφωνική συνέντευξη για τη μετάδοση του νέου κωρονοϊού από ασυμπτωματικούς. Στις 3 Απριλίου, σε ενημέρωση Τύπου του Λευκού Οίκου, η υπηρεσία συμβούλευσε τους Αμερικανούς να φορούν μάσκες.
«Η καθυστέρηση στην προειδοποίηση του κοινού με λύπησε βαθιά», δήλωσε ο Δρ Βοζνίτσκα. «Μακάρι να είχα πάρει το κινητό μου τηλέφωνο και να είχα μεταδώσει σε ζωντανή μετάδοση τι συνέβαινε. Περισσότεροι άνθρωποι θα ήταν ζωντανοί αν το είχα κάνει αυτό», πρόσθεσε.
Καθώς περνούσαν οι μήνες, οι αξιωματικοί του EIS δούλευαν 16 ώρες την ημέρα, επτά ημέρες την εβδομάδα, σε γηροκομεία, εργοστάσια επεξεργασίας κρέατος, αεροδρόμια και κρουαζιερόπλοια, κάνοντας ιχνηλάτηση.
Ωστόσο, πολλές από τις αναφορές τους -συμπεριλαμβανομένων αυτών για το πότε έφτασε ο ιός στις Ηνωμένες Πολιτείες, των οδηγιών για τα εργοστάσια συσκευασίας κρέατος και τις θρησκευτικές υπηρεσίες και των κινδύνων για τα παιδιά- αποσιωπήθηκαν ή τροποποιήθηκαν από την κυβέρνηση Τραμπ.
Η κυβέρνηση Τραμπ μπλόκαρε τουλάχιστον 19 εκθέσεις
Οπως αναφέρουν οι New York Times, η ειδική υποεπιτροπή της Βουλής των Αντιπροσώπων για την πανδημία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση Τραμπ παρενέβη ή μπλόκαρε τουλάχιστον 19 εκθέσεις.
Το ηθικό των επιστημόνων στο CDC έπεσε περισσότερο όταν μια έκθεση, που βγήκε τον Μάιο του 2020, εκτιμούσε πως η επιβολή μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης μία εβδομάδα νωρίτερα, τον Μάρτιο του 2020, θα είχε σώσει 36.000 ζωές.
Τον Αύγουστο του 2020, ο Μίκαελ Καπούτο, τότε βοηθός γραμματέας δημοσίων σχέσεων στο υπουργείο Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών, χαρακτήρισε τους επιστήμονες του CDC τεμπέληδες και προδότες, που επιδίδονται σε ανταρσία.
Τον Οκτώβριο του 2020, περισσότεροι από 1.000 νυν και πρώην αξιωματικοί της EIS έγραψαν μια ανοιχτή επιστολή καταδικάζοντας την αποσιώπηση της διοίκησης Τραμπ από το CDC.
Ορισμένοι από τους εκπαιδευόμενους επέλεξαν να παραμείνουν ανώνυμοι. Ορισμένοι δεν υπέγραψαν καθόλου, φοβούμενοι ότι θα μπορούσαν με κάποιον τρόπο να αναγνωριστούν.
Οταν τελείωσε το διετές πρόγραμμά τους, τον Ιούνιο του 2021, πολλοί συνάδελφοι εγκατέλειψαν την υπηρεσία. Αλλοι έμειναν, αλλά με μια ζωή εντελώς διαφορετική από αυτή που είχαν φανταστεί. Μάλιστα κάποιοι δήλωσαν ότι σταμάτησαν να αναφέρουν δημοσίως τη δουλειά τους.