Μία φωτογραφία της Μαχσά Αμινί λίγο πριν τον θάνατό της αρκούσε για να πολλαπλασιαστούν οι υποψίες των διαδηλωτών. Στη φωτογραφία η 22χρονη φαινόταν να νοσηλεύεται σε μονάδα εντατικής θεραπείας στην Τεχεράνη, με αναπνευστική υποστήριξη, με τα μάτια κλειστά.
Πολλοί Ιρανοί θεωρούν ότι κακοποιήθηκε στα χέρια της διαβόητης Αστυνομίας Ηθών, η οποία την είχε συλλάβει πριν τρεις ημέρες γιατί δεν φορούσε «σωστά» τη μαντήλα της.
Ως ημερομηνία θανάτου καταγράφεται η 16η Σεπτεμβρίου. Την επόμενη μέρα ξεσπούν βίαιες διαδηλώσεις. Αρχίζουν από το ιρανικό Κουρδιστάν, την ιδιαίτερη πατρίδα της Αμινί, για να εξαπλωθούν σε όλη τη χώρα.
Επί τρεις μήνες χιλιάδες άνθρωποι, από όλες τις ηλικίες και όλα τα κοινωνικά στρώματα, βγαίνουν στους δρόμους για να διαδηλώσουν την αγανάκτησή τους απέναντι στον αυταρχισμό του καθεστώτος, που αντιδρά με πρωτοφανή σκληρότητα.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις ακτιβιστών, τουλάχιστον 500 άνθρωποι έχουν πεθάνει στη διάρκεια των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων. Τελευταία, οι κινητοποιήσεις έχουν κοπάσει, αλλά πολλοί πλέον κάνουν λόγο για «επαναστατικό κίνημα» και όχι για στιγμιαία αντίδραση.
«Η μεγαλύτερη πρόκληση των τελευταίων 43 ετών»
Η Φατεμέχ Σαμς, επίκουρη καθηγήτρια στο αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια, θεωρεί ότι οι κινητοποιήσεις «αποτελούν τη μεγαλύτερη πρόκληση για την ιδεολογία και τον πυρήνα του καθεστώτος από την εγκαθίδρυσή του, πριν από 43 χρόνια».
Η ίδια εκτιμά ότι οι ιθύνοντες του καθεστώτος «δεν γνώριζαν και δεν αντιλαμβάνονταν πόσο είχαν χάσει την επαφή τους με την κοινωνία, με τους φυσιολογικούς ανθρώπους, με τις νέες γενιές».
Κάθε τόσο οι κινητοποιήσεις συνοδεύονταν από εκδηλώσεις πολιτικής ανυπακοής και συμβολικές ενέργειες διαμαρτυρίας, για παράδειγμα οι διαδηλωτές αφαιρούσαν το τουρμπάνι ενός μουλά ή γέμιζαν δημόσια συντριβάνια με κόκκινο υγρό θυμίζοντας την αιματηρή καταστολή ή κάλυπταν με κόκκινη μπογιά τις επίσημες ανακοινώσεις προσωπικοτήτων του καθεστώτος.
Στο Ιράν, η πολιτική ηγεσία εξακολουθεί να απαντά με ανηλεή αυστηρότητα, ιδιαίτερα στις κουρδικές επαρχίες, όπου οι «Φρουροί της Επανάστασης» και η διαβόητη παραστρτιωτική ομάδα Μπασίντζ εφορμούν με τεθωρακιμένα οχήματα και με πραγματικά πυρά εναντίον των εξεγερθέντων.
Επώνυμοι αθλητές, ηθοποιοί και καλλιτέχνες που εκδηλώνουν τη συμπαράστασή τους στους διαδηλωτές ανακρίνονται ή και συλλαμβάνονται. Η ιρανική κυβέρνηση βλέπει «συνωμοσίες από το εξωτερικό», για τις οποίες κατηγορεί τους προαιώνιους εχθρούς της χώρας, το Ισραήλ και τις ΗΠΑ.
Πολιτικοί που θεωρούνται πιο μετριοπαθείς ή «μεταρρυθμιστές», όπως ο πρώην πρόεδρος του Ιράν Μοχάμεντ Χαταμί, ασκούν διακριτική κριτική στον κατασταλτικό μηχανισμό. Αλλά οι περισσότεροι διαδηλωτές τούς θεωρούν και αυτούς «ανθρώπους του καθεστώτος».
Όπως επισημαίνει η Φατεμέχ Σαμς, «πολλοί δυτικοί υποθέτουν ότι οι πιο μετριοπαθείς πολιτικές δυνάμεις στο Ιράν υπερασπίζονται τα δικαιώματα των γυναικών, αλλά αυτό δεν ισχύει». Άλλωστε, υπενθυμίζει, επί Χαταμί είχε ιδρυθεί η περιβόητη Αστυνομία Ηθών.
Εκτελέσεις για εκφοβισμό
Από την πρώτη στιγμή οι κινητοποιήσεις στο Ιράν προκάλεσαν κύμα συμπαράστασης στο εξωτερικό, ιδιαίτερα στην πολυάριθμη ιρανική διασπορά, που φαίνεται να στηρίζει το αίτημα για καθεστωτική αλλαγή στην Τεχεράνη. Η γενικευμένη αγανάκτηση εντείνεται, μετά την εκτέλεση δύο διαδηλωτών τον Δεκέμβριο.
Σύμφωνα με ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πρόκειται για μία προσπάθεια του καθεστώτος να καταπνίξει στον φόβο κάθε υποψία διαμαρτυρίας. Αλλά οι καταδίκες σε θάνατο με διαδικασίες-εξπρές προκαλούν αντιδράσεις ακόμη και στο πιο παραδοσιακό ή και θρησκευόμενο κομμάτι της ιρανικής κοινωνίας.
«Πολλοί, ακόμη και μουσουλμάνοι ιερωμένοι, έχουν αγανακτήσει με την κτηνώδη βία που ασκείται στο όνομα του Ισλάμ», λέει η Φατεμέχ Σαμς. «Μιλάμε πλέον για ένα καθεστώς, που προκαλεί δυσαρέσκεια σε πολλά κοινωνικά στρώματα, στις γυναίκες, αλλά ακόμη και στην πλειοψηφία των ανδρών».