Στις σημερινές ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ οι ψηφοφόροι θα αποφανθούν ποια κόμματα θα έχουν υπό τον έλεγχό τους τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία, με θέματα όπως η οικονομία, η ακρίβεια, η εγκληματικότητα και οι αμβλώσεις να επηρεάζουν πιθανότατα τις προτιμήσεις τους.
Όμως η αναμέτρηση αυτή αφορά σε κάτι πολύ περισσότερο.
Πριν από οκτώ χρόνια η αποχή σημείωσε ρεκόρ στις ενδιάμεσες εκλογές με μόλις το 42% των ψηφοφόρων να προσέρχονται στις κάλπες που καθορίζουν στο μέσο της προεδρικής θητείας τη σύνθεση της Βουλής των Αντιπροσώπων στο σύνολό της και το ένα τρίτο της Γερουσίας. Μία τετραετία αργότερα το ποσοστό αυτό αυξήθηκε επί Ντόναλντ Τραμπ στο 53,4% και αναμένεται και σε αυτή την αναμέτρηση να σηκωθούν πολλοί από τους καναπέδες τους για να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα.
«Βλέπουμε ήδη από τα στοιχεία για εκείνους που προσήλθαν στις κάλπες πρόωρα ότι το ποσοστό θα είναι σημαντικά υψηλότερο του συνηθισμένου για ενδιάμεσες εκλογές, κι αυτό θεωρώ ότι είναι ενδεικτικό των ανησυχιών για την πορεία της χώρας», σχολιάζει ο αρθρογράφος του The Hill, Μπράντον Κονράντις.
Η διχασμένη Αμερική
Οι ΗΠΑ του 2022 παραμένουν μια βαθιά πολωμένη χώρα κι οι αντιδράσεις που πυροδότησε το καλοκαίρι η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου για τις αμβλώσεις έστειλαν ξεκάθαρο μήνυμα για το χάσμα που χωρίζει Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικανούς, την αμερικανική Αριστερά από τη Δεξιά, με τους φιλελεύθερους να εκφράζουν την οργή τους για την καταστρατήγηση ενός βασικού, όπως λένε, δικαιώματος και τους συντηρητικούς να πανηγυρίζουν για μια μεγάλη νίκη.
Κι αυτή η πόλωση μπορεί να αποτελέσει κινητήριο μοχλό για την προσέλευση των ψηφοφόρων, αφού και οι δύο παρατάξεις φιλοδοξούν να φρενάρουν τους αντιπάλους στην προσπάθεια να κερδίσουν έστω κι ένα εκατοστό στην κούρσα για την εξουσία.
Οι Δημοκρατικοί ψηφοφόροι θέλουν να διασφαλίσουν ότι δεν θα εκλεγεί στις Πολιτείες τους Ρεπουμπλικανός κυβερνήτης, που θα αποφασίζει πότε θα επιτρέπεται σε έγκυες να μπορούν να κάνουν νόμιμα άμβλωση και οι Ρεπουμπλικανοί ψηφοφόροι, που έχουν τρομάξει με την κρίση του κόστους διαβίωσης, επιρρίπτουν στον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν την ευθύνη για τα τρέχοντα οικονομικά προβλήματα, ελπίζοντας να φέρουν την αλλαγή οι δικοί τους, που εμφανίζονται σίγουροι για τη νίκη.
«Ο πληθωρισμός, τα θέματα της οικονομίας και η εγκληματικότητα είναι κυρίαρχοι παράγοντες για τους συντηρητικούς ψηφοφόρους, τους Ρεπουμπλικανούς αυτή την περίοδο. Είναι και τα βασικά θέματα που προώθησαν στην ατζέντα οι υποψήφιοί τους. Για τους Δημοκρατικούς το θέμα των αμβλώσεων είναι αυτό που κυριαρχεί», καθώς φοβούνται μήπως το Ανώτατο Δικαστήριο πάρει φόρα και για άλλα κοινωνικά θέματα, σχολιάζει η επίκουρη καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Ιντιανάπολις, Λόρα Μέριφιλντ Γουίλσον
H επιρροή των “election deniers” στους Ρεπουμπλικανούς
Αν χάσουν οι Δημοκρατικοί τον έλεγχο ενός ή και των δύο σωμάτων του Κογκρέσου, τα πράγματα θα γίνουν πολύ πιο περίπλοκα για τον Τζο Μπάιντεν στο δεύτερο ήμισυ της θητείας τους και η ψήφιση νόμων χωρίς την πλειοψηφία στο Κογκρέσο πολύ δυσχερέστερη.
Αλλά πέρα από το ερώτημα «ποιος θα αλώσει τη Βουλή και / ή τη Γερουσία», εκείνο που ξεχωρίζει τις φετινές ενδιάμεσες εκλογές από προηγούμενες αντίστοιχες αναμετρήσεις, όπως λένε αναλυτές, είναι ότι αρκετοί Ρεπουμπλικανοί που διεκδικούν από θέσεις κυβερνήτη μέχρι έδρες στα δύο σώματα του Κογκρέσου, υποστηρίζουν ανοικτά τον παντελώς αβάσιμο ισχυρισμό του Τραμπ, ότι «του έκλεψαν» τη νίκη στις προεδρικές του 2020 κι ότι θα είχε επικρατήσει αν δεν είχαν αλλοιωθεί τα αποτελέσματα.
Μια απ’ αυτούς τους election deniers, δηλαδή αυτούς που αρνούνται ότι ήταν έγκυρα τα αποτελέσματα των εκλογών του 2020, είναι η Κάρι Λέικ, μια ένθερμη οπαδός του πρώην προέδρου, που αυτοαποκαλείται «Τραμπ με φουστάνι» και διεκδικεί τη θέση του κυβερνήτη της Αριζόνα. «Δυστυχώς, μας έκλεψαν τις εκλογές κι έχουμε έναν παράνομο πρόεδρο στον Λευκό Οίκο», είπε τον περασμένο Ιούνιο στη διάρκεια προεκλογικής της εμφάνισης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μταξύ των 597 υποψηφίων του Ρεπουμπλικανικού κόμματος που διεκδικούν πολιτειακό ή ομοσπονδιακό αξίωμα, 308 έχουν εγείρει αβάσιμες αμφιβολίες σχετικά με την εγκυρότητα ή την ακεραιότητα των εκλογικών αποτελεσμάτων του 2020 και σύμφωνα με ανάλυση του CBS News, σε όλες οι αμερικανικές Πολιτείες πλην του Ρόουντ Άιλαντ και της Βόρειας Ντακότα κατεβαίνει υποψήφιος που είναι election denier.
Το διακύβευμα για τις προεδρικές του 2024
Από την επομένη της αναμέτρησης αναμένεται να ξεκινήσει μια φρενίτιδα εικασιών σχετικά με την προεδρική κούρσα του 2024. Οι ενδιάμεσες εκλογές συνήθως θεωρούνται ως δημοψήφισμα για τον εν ενεργεία πρόεδρο των ΗΠΑ.
Εάν οι Δημοκρατικοί υποστούν βαριές απώλειες στη Βουλή των Αντιπροσώπων, στη Γερουσία και χάσουν ικανές θέσεις κυβερνητών, το πρόβλημα θα είναι πολύ μεγάλο για τον Μπάιντεν καθώς αναμένεται να ενισχυθούν οι πιέσεις, ειδικά από την αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών, να ανακοινώσει ότι δεν θα είναι ξανά υποψήφιος, καθώς στις 20 Νοεμβρίου κλείνει τα 80 και είναι ήδη ο γηραιότερος πρόεδρος που ανέλαβε καθήκοντα στην αμερικανική ιστορία.
Ο πιθανός διάδοχός του θα χρειαστεί χρόνο για να χτίσει την εικόνα ικανού να αναλάβει τα ηνία πολιτικού, να αποκτήσει ορμή η καμπάνια του και να δημιουργήσει έναν μηχανισμό συγκέντρωσης κεφαλαίων. Αλλά δεν υπάρχει προφανής διάδοχος και ο Μπάιντεν ίσως επικαλεστεί ως επιχείρημα ότι τόσο ο Μπιλ Κλίντον όσο και ο Μπαράκ Ομπάμα υπέστησαν καθίζηση στις ενδιάμεσες εκλογές το 1994 και το 2010 αντίστοιχα, για να ανακάμψουν τελικά και να επανεκλεγούν.
Από την πλευρά των Ρεπουμπλικανών, ο Τραμπ αντιμετωπίζει μια δοκιμασία της δικής του εκλογικής βιωσιμότητας. Αν χάσουν υποψήφιοι, τους οποίους στηρίζει, σε Πολιτείες όπως η Αριζόνα, η Τζόρτζια, η Πενσυλβάνια και το Οχάιο, αυτό ίσως ωθήσει πιο ρεαλιστές Ρεπουμπλικάνους να αναρωτηθούν κατά πόσον ο 76χρονος πρώην πρόεδρος ενσαρκώνει τις καλύτερες ελπίδες νίκης του κόμματος στην κούρσα για τον Λευκό Οίκο. Αλλά οι νίκες των υποψηφίων που υποστηρίζουν το μεγάλο ψέμα του Τραμπ περί κλεμμένων εκλογών θα εγείρουν επίσης φόβους για την ίδια την αμερικανική δημοκρατία το 2024.
Απειλές για τη δημοκρατία
Από την άλλη μια νίκη των election deniers του Τραμπ σε Πολιτείες-κλειδιά, όπου τα αξιώματα που διεκδικούν παίζουν ρόλο στη διασφάλιση της νομιμότητας και της έγκυρης καταμέτρησης των ψηφοδελτίων -και στις προεδρικές του 2024 -εγείρει ανησυχίες μήπως χρησιμοποιήσουν τις θέσεις τους για να σπείρουν σύγχυση σε μια προσπάθεια ανατροπής του αποτελέσματος, αρνούμενοι να επικυρώσουν τη νίκη όποιου Δημοκρατικού υποψηφίου επικρατήσει του Τραμπ.
Ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος για το κορυφαίο εκλογικό αξίωμα στη Νεβάδα, Τζιμ Μάρσαντ είπε ότι αυτός ακριβώς είναι ο στόχος του. «Όταν θα εκλεγώ και όταν εκλεγεί ο συνασπισμός των ομονοούντων υποψηφίων μου σε όλη τη χώρα θα διορθώσουμε το πρόβλημα παντού και ο πρόεδρος Τραμπ θα είναι ξανά πρόεδρος το 2024», είπε σε προεκλογική συγκέντρωση τον Οκτώβριο.
Στο μεταξύ εφόσον οι Ρεπουμπλικανοί αλώσουν, όπως αναμένεται τη Βουλή των Αντιπροσώπων και κυριαρχήσουν ανάμεσά τους οι election deniers, πιθανώς θα αξιοποιήσουν την πλειοψηφία τους για να ξεκινήσουν έρευνες εις βάρος του Μπάιντεν και άλλων Δημοκρατικών, να στήνουν ακροάσεις και να διασπείρουν παραπληροφόρηση για τις εκλογές.
Μια νίκη των Ρεπουμπλικανών στο ένα ή και τα δύο σώματα του Κογκρέσου θα τερματίσει τις όποιες ισχνές πιθανότητες είχαν οι Δημοκρατική να περάσουν ομοσπονδιακή εκλογική νομοθεσία, και άρα θα παραμείνει το status quo αναφορικά με τα εκλογικά δικαιώματα για τουλάχιστον άλλη μια διετία.