Ένας στους πέντε εργαζομένους παγκοσμίως δηλώνει ότι είναι πιθανό να αλλάξει εργοδότη μέσα στο επόμενο δωδεκάμηνο, σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας «Global Workforce Hopes and Fears» που διενήργησε η PwC σε 52.195 εργαζόμενους σε 44 χώρες. Πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες έρευνες που έγιναν ποτέ σε παγκόσμιο επίπεδο για το ανθρώπινο δυναμικό.
Η έρευνα διαπιστώνει ότι το 35% των ερωτηθέντων σχεδιάζει να ζητήσει από τον εργοδότη του υψηλότερο μισθό τους επόμενους 12 μήνες. Η μισθολογική πίεση είναι υψηλότερη στον τομέα της τεχνολογίας, όπου το 44% των εργαζομένων που ερωτήθηκαν σκοπεύουν να ζητήσουν αύξηση. Τα αντίστοιχα ποσοστά είναι χαμηλότερα στο δημόσιο τομέα (25%).
Μολονότι η αύξηση αποδοχών είναι το κύριο κίνητρο για την αλλαγή εργασίας (71%), η επιθυμία εργασίας από την οποία αντλούν ικανοποίηση (69%) και στην οποία είναι πραγματικά ο εαυτός τους (66%) συμπληρώνουν τα τρία κορυφαία ζητούμενα για τους εργαζομένους. Σχεδόν οι μισοί (47%) έδωσαν προτεραιότητα στο να μπορούν να επιλέξουν τη τοποθεσία εργασίας τους.
Οι εργαζόμενοι που είναι πιθανό να αναζητήσουν νέο εργοδότη τους επόμενους 12 μήνες αισθάνονται αντίστοιχα λιγότερο ικανοποιημένοι με τον τωρινό εργοδότη τους. Σε σύγκριση με εκείνους που δεν σκοπεύουν να αλλάξουν δουλειά, είναι 14% πιο πιθανό να θεωρούν την τρέχουσα εργασία τους λιγότερο ικανοποιητική, 11% λιγότερο πιθανό να αισθάνονται ότι μπορούν πραγματικά να είναι ο εαυτός τους στη δουλειά και 9% λιγότερο πιθανό να αισθάνονται ότι οι οικονομικές τους ανταμοιβές είναι δίκαιες
Σύμφωνα με την έρευνα, ποσοστό 65% των εργαζομένων συζητά συχνά κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα με συναδέλφους, με την αναλογία να είναι υψηλότερη στους νεότερους εργαζόμενους (69%) και εκείνους που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες (73%). Ενώ οι επικεφαλής των επιχειρήσεων μερικές φορές δεν νιώθουν άνετα με το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι φέρνουν στο χώρο εργασίας ζητήματα που εν δυνάμει μπορούν να δημιουργήσουν πόλωση, ο αντίκτυπος είναι καθαρά θετικός. Το 79% όσων συζητούν για κοινωνικά και πολιτικά θέματα στην εργασία ανέφεραν τουλάχιστον μία θετική συνέπεια από αυτό.
Επίσης, η έρευνα έδειξε ότι οι εργαζόμενοι επιδεικνύουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον αντίκτυπο του εργοδότη τους στην οικονομία, το κλίμα και την κοινωνία. Οι μισοί από αυτούς (53%) θεωρούν ότι είναι σημαντικό ο εργοδότης τους να λειτουργεί με διαφάνεια σε ότι αφορά στον αντίκτυπό του στο περιβάλλον ενώ τα δύο τρίτα (65%) θεωρούν ότι η διαφάνεια αναφορικά με την υγεία και την ασφάλεια είναι εξίσου σημαντική. Αντίστοιχα υψηλό είναι το ποσοστό που ενδιαφέρεται για θέματα διαφάνειας σχετικά με τον οικονομικό αντίκτυπο της επιχείρησης (60%) ενώ ακολουθούν με 54% τα ζητήματα που αφορούν τη διαφορετικότητα και τη συμπερίληψη.
Η έρευνα αναδεικνύει την εικόνα ενός ανθρώπινου δυναμικού το οποίο εμφανίζεται πολωμένο σε διάφορα επίπεδα. Οι γυναίκες έχουν κατά 7% λιγότερες πιθανότητες από τους άνδρες να πουν ότι λαμβάνουν ικανοποιητικές οικονομικές αμοιβές και αντίστοιχα είναι κατά 7% λιγότερο πιθανό να ζητήσουν αύξηση. Οι γυναίκες έχουν επίσης 8% λιγότερες πιθανότητες να ζητήσουν προαγωγή και αυτό το αίτημα είναι πιο πιθανό να μην πραγματοποιηθεί – καθώς οι γυναίκες σε ποσοστό 8% περισσότερο από τους άντρες αισθάνονται ότι δεν εισακούγονται από τους προϊσταμένους τους.
Από την έρευνα προέκυψαν επίσης σημαντικές διαφορές μεταξύ των γενεών, με τους εργαζόμενους που ανήκουν στη Gen Z να είναι λιγότερο ικανοποιημένοι με τη δουλειά τους και δύο φορές πιο πιθανό από τους Baby Boomers να εκφράσουν την ανησυχία ότι η τεχνολογία θα αντικαταστήσει τον ρόλο τους τα επόμενα τρία χρόνια.
Παράλληλα, ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες πόλωσης είναι η εξειδίκευση ή μη των εργαζομένων, καθώς καταγράφονται σημαντικές διαφορές ανάμεσα σε εκείνους που κατέχουν δεξιότητες υψηλής αξίας και εκείνους που δεν κατέχουν. Σύμφωνα με την έρευνα, όσοι κατέχουν δεξιότητες που βρίσκονται σε υψηλή ζήτηση (29% του δείγματος δηλώνει ότι έχουν δεξιότητες που βρίσκονται σε έλλειψη στη χώρα τους) είναι πιο πιθανό να αισθάνονται ικανοποιημένοι με τη δουλειά τους (70% έναντι 52%), νιώθουν ότι εισακούγονται από τους προϊσταμένους τους (63% έναντι 38%) και τους περισσεύουν χρήματα μετά την εξόφληση των υποχρεώσεών τους (56% έναντι 44%).
Για να καλύψουν αυτό το χάσμα δεξιοτήτων, οι εργαζόμενοι υποστηρίζουν ότι οι εταιρείες επενδύουν στο υπάρχον ανθρώπινο δυναμικό μέσω της αναβάθμισης των δεξιοτήτων και της αύξησης των μισθών. Αντίθετα, σε μικρότερο ποσοστό αναφέρουν ότι οι επιχειρήσεις επικεντρώνονται στην αυτοματοποίηση των διαδικασιών, την ανάθεση εργασιών σε εξωτερικούς συνεργάτες (outsourcing) και στην πρόσληψη νέων εργαζομένων.
Από την έρευνα προκύπτει επίσης ότι το 45% νιώθει ότι η δουλειά τους δεν μπορεί να γίνει εξ’ αποστάσεως. Σημειώνεται ότι από εκείνους που υποστηρίζουν ότι η δουλειά τους μπορεί να γίνει εξ’ αποστάσεως, το 63% δηλώνει ότι προτιμά κάποιο συνδυασμό εργασίας με φυσική παρουσία και εξ’ αποστάσεως εργασίας – το ίδιο ποσοστό δήλωσε ότι αναμένει από τον εργοδότη του να προσφέρει αυτή τη δυνατότητα, τουλάχιστον για τους επόμενους 12 μήνες. Ποσοστό 26% των εργαζομένων θα προτιμούσε την αμιγώς εξ αποστάσεως εργασία, αλλά μόνο το 18% εκτιμά ότι οι εργοδότες τους είναι πιθανό να υιοθετήσουν αυτό το μοντέλο. Ποσοστό 18% λέει ότι οι εργοδότες τους είναι πιθανό να απαιτήσουν εργασία με αμιγώς φυσική παρουσία, κάτι που προτιμά μόνο το 11% των εργαζομένων.