Από τη Νέα Υόρκη ως την Καλιφόρνια των ΗΠΑ, αξιωματούχοι, γιατροί ή πολίτες δεσμεύονται να αγωνιστούν, ώστε οι πολιτείες τους που ελέγχονται από τους Δημοκρατικούς να αποτελέσουν «καταφύγια» που θα εγγυώνται σε εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες κάθε χρόνο το δικαίωμα σε μια ασφαλή και νόμιμη άμβλωση.
Στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, την τέταρτη σε πληθυσμό στη χώρα (20 εκατομμύρια κάτοικοι), πολιτικοί και επαγγελματίες υγείας προετοιμάζονται εδώ και εβδομάδες για την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, που ανοίγει τον δρόμο για την απαγόρευση των αμβλώσεων σχεδόν στις μισές πολιτείες.
Στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, που ελέγχεται από τους Δημοκρατικούς, αναμένουν τώρα συρροή γυναικών από συντηρητικές πολιτείες του νότου και του κεντρικού τμήματος της χώρας, ορισμένες από τις οποίες απαγόρευσαν αμέσως χθες, Παρασκευή, τις αμβλώσεις στο έδαφός τους.
«Γνωρίζουμε ότι οι ανάγκες θα αυξηθούν δραματικά», δήλωσε η Σάρα Μέλερ, επαγγελματίας υγείας της ένωσης Brigid Alliance, η οποία πληρώνει το ταξίδι, τη διατροφή και τη διαμονή και υποστηρίζει οικονομικά τις γυναίκες χαμηλού εισοδήματος που πρέπει να υποβληθούν σε άμβλωση.
Η ένωσή της βοηθά περίπου εκατό γυναίκες κάθε μήνα και η Μέλερ υπολογίζει ότι εφεξής «εκατοντάδες χιλιάδες ακόμη άνθρωποι θα πρέπει να ταξιδέψουν εκτός των πολιτειών τους για την παροχή υγειονομικής περίθαλψης που συνδέεται με την άμβλωση».
300.000 αμβλώσεις ετησίως
Η Άλις Μαρκ, γιατρός και σύμβουλος στην Εθνική Ομοσπονδία της Μασαχουσέτης για την Άμβλωση διερωτάται επίσης «τι θα συμβεί σε όλους αυτούς τους ανθρώπους 26 πολιτειών στις οποίες η άμβλωση θα απαγορευτεί εν μέρει ή τελείως».
Μέχρι σήμερα γίνονται, σύμφωνα με την ίδια, 300.000 αμβλώσεις ετησίως σε όλες αυτές τις συντηρητικές πολιτείες, όπως η Λουιζιάνα, το Μισούρι ή η Οκλαχόμα.
Όπως συμβαίνει στην Μασαχουσέτη, μολονότι ο κυβερνήτης της είναι Ρεπουμπλικανός και η άμβλωση εκεί στοιχίζει ακριβά, η Άλις Μαρκ ελπίζει ότι «πολιτείες όπως το Ιλινόι» θα διευκολύνουν την πρόσβαση στις κλινικές τους προσλαμβάνοντας περισσότερο προσωπικό και ανοίγοντας τη νύχτα και τα σαββατοκύριακα.
Ήδη από την ανακοίνωση της απόφασης σοκ του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, η κυβερνήτρια της πολιτείας της Νέας Υόρκης Κάθι Χόκουλ ήταν η πρώτη πολιτικός που κατήγγειλε «οπισθοδρόμηση των δικαιωμάτων εκατομμυρίων Αμερικανών» και δεσμεύτηκε «να επενδύσει 35 εκατομμύρια δολάρια για να διευκολυνθεί η πρόσβαση στις υγειονομικές υπηρεσίες για την άμβλωση».
«Η πολιτεία μας θα είναι πάντα ένα καταφύγιο για αυτές που αναζητούν να υποβληθούν σε άμβλωση», διαβεβαίωσε η Δημοκρατική κυβερνήτρια, η οποία μετείχε χθες το βράδυ σε διαδήλωση χιλιάδων οργισμένων ανθρώπων στο Μανχάταν.
«Είναι παράλογο! Γυρίσαμε πίσω 100 χρόνια (…) Είναι παράλογο ότι οφείλουμε να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε γι’αυτό», αντέδρασε μία εκ των διαδηλωτών, η Μπράντι Μισό.
Στο Μπρούκλιν γυναίκες που ρωτήθηκαν χθες από το AFP εξέφρασαν τη λύπη και τον θυμό τους. Στην άλλη άκρη των ΗΠΑ, οι κυβερνήτες Γκάβιν Νιούσομ της Καλιφόρνια, Κέιτ Μπράουν του Όρεγκον και Τζέι Ίνσλι της Ουάσινγκτον δεσμεύτηκαν σε κοινή ανακοίνωσή τους να «υπερασπιστούν την πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη αντισύλληψης, συμπεριλαμβανομένης της άμβλωσης».
Επιπλέον, εξέφρασαν τη λύπη τους που «σε περισσότερη από τη μισή χώρα -ήτοι 33,6 εκατομμύρια γυναίκες (το 10% του αμερικανικού πληθυσμού)- η άμβλωση θα είναι εφεξής παράνομη ή μη προσβάσιμη». Οι τρεις πολιτείες θα αποδεσμεύσουν 152 εκατομμύρια δολάρια βοήθειας.
Την ίδια ώρα και κοινοτικοί και θρησκευτικοί σύλλογοι αγωνίζονται επίσης για το δικαίωμα στην άμβλωση. Το Εθνικό Συμβούλιο των Εβραίων Γυναικών (NCJW), που έχει την έδρα του στην ομοσπονδιακή πρωτεύουσα Ουάσινγκτον, δημιούργησε ένα «εβραϊκό ταμείο πρόσβασης στην άμβλωση σε σύμπραξη με την εθνική ομοσπονδία για την άμβλωση», εξηγεί στο AFP η πρόεδρός του Σέιλα Κατζ.
Η ίδια υπολογίζει στις δημοκρατικές πολιτείες των βορειοανατολικών ΗΠΑ ότι θα αποτελέσουν «καταφύγια» για τις γυναίκες: καθώς «το επείγον είναι να βοηθήσουμε τους ανθρώπους να έρθουν σε επαφή για να έχουν πρόσβαση στην άμβλωση».
Η Κατζ δεσμεύεται εξάλλου να συνεχίσει να αγωνίζεται «ώστε κάθε γυναίκα να μπορεί να αποφασίζει μόνη της, συνειδητά, για το σώμα της, τη ζωή της, το μέλλον της. Όποια κι αν είναι και όπου κι αν ζει».