Οι Βρυξέλλες κινούν διαδικασία “επί παραβάσει” του δικαίου της ΕΕ κατά της Γερμανίας μετά τη μομφή του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου για αγορές ομολόγων της ΕΚΤ.
Είναι μία υπόθεση εξαιρετικά περίπλοκη, που μπορεί να εξελιχθεί σε ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της ΕΕ. Με απλά λόγια πρόκειται για το εξής: τον Μάιο του 2020 το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας έκρινε ότι η παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στην αγορά ομολόγων με το αποκαλούμενο “πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης” αντίκειται, εν μέρει, στο γερμανικό Σύνταγμα. Και αυτό γιατί η ΕΚΤ δεν δικαιολόγησε επαρκώς την αρμοδιότητά της στο συγκεκριμένο ζήτημα. Ωστόσο από το 2018 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Λουξεμβούργου είχε κρίνει ότι το πρόγραμμα συνάδει απολύτως με το ευρωπαϊκό δίκαιο. Κατά συνέπεια οι γερμανοί δικαστές φαίνεται να αμφισβητούν την υπεροχή του ενωσιακού δικαίου, αν και αυτό δεν αναφέρεται ρητώς στην απόφασή τους.
Τώρα η Κομισιόν εκκινεί διαδικασία “επί παραβάσει” της Συνθήκης εναντίον της Γερμανίας. Για πρώτη φορά αντικείμενο της διαδικασίας είναι μία ετυμηγορία γερμανικού δικαστηρίου και όχι απλώς η ελλιπής εφαρμογή ή ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο κοινοτικής οδηγίας.
Μιλώντας στη Γερμανική Ραδιοφωνία (DLF) ο πολιτικός επιστήμων Γιόζεφ Γιάνινγκ επισημαίνει πάντως ότι υπάρχει ακόμη περιθώριο να διευθετηθεί η σύγκρουση, πριν φτάσει στα άκρα. “Έχει επισημανθεί πολλές φορές ότι η κατάσταση θα ήταν διαφορετική, εάν το ίδιο το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο είχε ξεκαθαρίσει πως δεν αμφισβητεί την υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου” λέει ο γερμανός ειδικός.
“Σε αυτή την περίπτωση η υπόθεση δεν θα αποτελούσε προηγούμενο για πολιτικώς υποκινούμενα συνταγματικά δικαστήρια στην Ουγγαρία ή την Πολωνία, τα οποία έρχονται τώρα να αμφισβητήσουν το δικαίωμα του ευρωπαίου δικαστή να κρίνει υποθέσεις, οι οποίες άπτονται της εθνικής κυριαρχίας”.
“Δεν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια”
Η “φιλοευρωπαϊκή” προσέγγιση επιμένει στην απόλυτη υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου, ενώ η πιο “εθνική” προσέγγιση απαιτεί μία αιτιολόγηση για το κατά πόσον υφίσταται ευρωπαϊκή αρμοδιότητα. Και εδώ τα πράγματα μπερδεύονται. “Το ερώτημα είναι ποιος θα κρίνει εάν συντρέχει μία τέτοια περίπτωση”, επισημαίνει ο Γιόζεφ Γιάνινγκ.
“Με την τελευταία απόφασή του το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο παραχώρησε στον εαυτό του, κατά κάποιον τρόπο, το δικαίωμα να αποφασίζει εάν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο υπερβαίνει τις αρμοδιότητές του. Από τη στιγμή που συμβαίνει αυτό, ανοίγει το κουτί της Πανδώρας, γιατί αντικειμενικά κριτήρια δεν υπάρχουν, ώστε να διαχωριστούν με σαφήνεια οι αρμοδιότητες”.
Ο γερμανός δημοσιογράφος διατυπώνει το ερώτημα που προφανώς έχουν στο μυαλό τους και πολλοί γερμανοί πολίτες: Δεν μπορούν να πουν δηλαδή οι δικαστές της Καρλσρούης ότι “ξέρετε, εμείς έχουμε άλλη άποψη από το δικαστήριο του Λουξεμβούργου”;
Η απάντηση του Γιόζεφ Γιάνινγκ: “Φυσικά έχουν το δικαίωμα να το πουν αυτό. Αλλά ποια είναι η εντολή τους; Η εντολή του δικαστηρίου (της Καρλσρούης) είναι η διαφύλαξη της συνταγματικής τάξης στη Γερμανία. Με τη νομολογία τους για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ οι δικαστές άρχισαν να θεμελιώνουν μία αρμοδιότητα που περιλαμβάνει την προστασία του ‘πυρήνα’ του Συντάγματος.
Οι ίδιοι κρίνουν πότε τίθεται ζήτημα προστασίας αυτού του πυρήνα, οι ίδιοι κρίνουν και πότε αυτός ο πυρήνας απειλείται από αποφάσεις που λαμβάνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Εδώ φυσικά περιπλέκεται το ζήτημα και πολλοί στην Ευρώπη λένε ότι αυτό δεν γίνεται. Δεν αρνείται κανείς την ανησυχία τους για πιθανό έλλειμμα δημοκρατίας στην πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, πολλοί είναι εκείνοι που επισημαίνουν την ανάγκη για μεγαλύτερο εκδημοκρατισμό στην ΕΕ.
Αλλά το να χρησιμοποιείς αυτή την ανησυχία ως τροχοπέδη στην άσκηση ευρωπαϊκής πολιτικής, αυτό είναι ένα οριακό ζήτημα, είναι κάτι που προκαλεί ανησυχία και αντικρουόμενες ερμηνείες ακόμη και στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση”.
Ο ρόλος της Μπούντεσμπανκ
Πολλοί πιστεύουν ότι η απόφαση για την αγορά ομολόγων θα ήταν διαφορετική αν την έπαιρνε η Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας (Μπούντεσμπανκ) και όχι η ΕΚΤ. Στο σημερινό ευρω-σύστημα η Μπούντεσμπανκ διατυπώνει κάθε τόσο επικρίσεις για την παρέμβαση στην αγορά ομολόγων, αλλά παραμένει μειοψηφία.
Ο πολιτικός επιστήμων Γιόζεφ Γιάνινγκ επισημαίνει και το εξής: “Παραμένει μειοψηφία η Μπούντεσμπανκ και οι εθνικές κυβερνήσεις, περιλαμβανομένης της γερμανικής, ως Κύριοι των Συνθηκών, συμφωνούν με αυτόν τον ρόλο μειοψηφίας. Γιατί το υπέρτερο συμφέρον τους λέει ότι δεν πρέπει να καταρρεύσει το ευρώ και μαζί του και η ΕΕ”.