Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, σε τοπική ώρα, στη μία περίπου, ώρα Ελλάδας, η καγκελάριος της Γερμανίας Άγκελα Μέρκελ ενημέρωσε δημοσιογράφους στις Βρυξέλλες πως υπήρξε «κάποια κίνηση» χθες Πέμπτη, στις μακρές συνομιλίες των ηγετών των 27 στη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας, ως προς τη σχέση με τη Βρετανία, μετά το Brexit.
«Σε κάποιους τομείς υπήρξε κίνηση, σε άλλους απομένει να γίνει ακόμη πολλή δουλειά», ανέφερε η Μέρκελ.
«Για εμάς είναι σημαντικό η Ιρλανδία να μπορέσει να συνεχίσει να ζει ειρηνικά, να εξασφαλίσουμε την απρόσκοπτη λειτουργία της ενιαίας αγοράς, γνωρίζουμε όμως ότι η Μεγάλη Βρετανία έχει σκοπό να επιτύχει έναν συγκεκριμένο βαθμό ανεξαρτησίας, ότι δεν είναι πλέον μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με αυτό το πνεύμα, ζητήσαμε από τον (επικεφαλής διαπραγματευτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης), Μισέλ Μπαρνιέ να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις», συνέχισε.
«Ζητήσαμε από τη Μεγάλη Βρετανία να συνεχίσει να δείχνει διάθεση για την επίτευξη συμβιβασμού και συμφωνίας», πρόσθεσε η Καγκελάριος Μέρκελ. «Εάν είναι απαραίτητο, θα ζήσουμε χωρίς (συμφωνία), αλλά πιστεύω ότι θα ήταν καλύτερο να έχουμε μια συμφωνία».
Από την πλευρά του, ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Μπόρις Τζόνσον αναμένεται να πάρει θέση σήμερα.
Μπροστά στην απειλή του No Deal, η Γερμανίδα καγκελάριος επισήμανε πως ο όρος «συμβιβασμός» αφορά και τα δύο μέρη της διαπραγμάτευσης, παρότι το καθένα «έχει τις δικές του κόκκινες γραμμές».
Νωρίτερα, ο Μπαρνιέ, αναφερόμενος στο ακανθώδες ζήτημα των δικαιωμάτων αλιείας, ο Μπαρνιέ είπε πως «γνωρίζουμε πολύ καλά ότι θα πρέπει να κάνουμε μια προσπάθεια».
Στα συμπεράσματα της πρώτης ημέρας της Συνόδου Κορυφής, οι 27 αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων «διαπιστώνουν με ανησυχία» ότι οι πρόοδοι που είχαν επιτευχθεί «σε ζητήματα κλειδιά που ενδιαφέρουν την Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είναι ακόμη επαρκείς για να συναφθεί συμφωνία» και καλούν το Λονδίνο να πράξει αυτό που θεωρούν «απαραίτητο» για να κλειστεί η συμφωνία.
Από πλευράς Βρετανίας ο Ντέιβιντ Φροστ, επικεφαλής διαπραγματευτής του ΗΒ, εξέφρασε «απογοήτευση» για τις αξιώσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και «κατάπληξη» διότι οι Βρυξέλλες δεν δεσμεύθηκαν να «εργαστούν με πιο εντατικό τρόπο» για να κλείσουν οι εκκρεμότητες.