Η σημερινή εξωτερική πολιτική της Τουρκίας εδράζεται σε μία υπέρβαση της παραδοσιακής αντιπαράθεσης μεταξύ κεμαλισμού και πολιτικού Ισλάμ, μέσα από την ανάδυση ενός ιδιόμορφου εθνικισμού, ο οποίος κείται εχθρικά απέναντι σε μειονότητες όπως οι Κούρδοι και τείνει να αποκλείει τις φιλελεύθερες δυνάμεις.
Παράλληλα, ενισχυμένος εμφανίζεται ο ρόλος της θρησκείας, ιδιαίτερα στην εκπαίδευση, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τις επόμενες γενιές.
Αυτό είναι ένα από τα συμπεράσματα των συγγραφέων μιας μελέτης που πρόσφατα δημοσίευσε η διάσημη αμερικανική δεξαμενή σκέψης RAND Corporation για το μέλλον των αμερικανοτουρκικών σχέσεων.
Στις περίπου 300 σελίδες της έκθεσης εξετάζεται η τουρκική πολιτική σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ), το ΝΑΤΟ, την Ανατολική Μεσόγειο, το Ισραήλ, τον αραβικό κόσμο και φυσικά τη Ρωσία.
Είναι εξαντλητική και καλύπτει όλο το φάσμα των θεμάτων που απασχολούν σήμερα τους διαμορφωτές αποφάσεων στην Ουάσιγκτον σε σχέση με την Τουρκία, σε μία περίοδο που οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις διέρχονται μία από τις κρισιμότερες και πιο ευαίσθητες φάσεις τους.
Οι συγγραφείς της έκθεσης διακρίνουν τέσσερα διαφορετικά σενάρια σε σχέση με την πιθανή εξέλιξη της Τουρκίας, επί των οποίων θα πρέπει να εργαστούν οι λήπτες αποφάσεων ώστε να αποτραπεί ο πλήρης εκτροχιασμός των σχέσεων της χώρας αυτής με τις Ηνωμένες Πολιτείες και με τη Δύση ευρύτερα.
Απρόβλεπτη χώρα
Σύμφωνα με το πρώτο από αυτά τα σενάρια, η Τουρκία παραμένει ένας «δύσκολος σύμμαχος» (Difficult Ally), όπως συμβαίνει σήμερα. Αυτό σημαίνει ότι θα εξακολουθήσει να είναι μία απρόβλεπτη χώρα, οι επιλογές της οποίας δεν θα ταυτίζονται πάντα με τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, η Αγκυρα θα εξακολουθήσει να είναι ενεργώς παρούσα στις αποστολές της Συμμαχίας και να εξαρτάται από τις εγγυήσεις συλλογικής άμυνας που αυτή της προσφέρει.
Δεύτερον, οι συγγραφείς δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο της «αναδυόμενης (ή επανακάμπτουσας) δημοκρατίας» (Resurgent Democracy). Αυτό το σενάριο, το οποίο ουκ ολίγοι, ιδιαίτερα στις Βρυξέλλες όπου η έκθεση της RAND Corporation έχει, σύμφωνα με πληροφορίες, αναλυθεί εις βάθος, εστιάζει στην πιθανότητα κάποιο πρόσωπο από την αντιπολίτευση ή ένας συνασπισμός κομμάτων να καταφέρει να κερδίσει τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στις εκλογές που βάσει του υπάρχοντος προγραμματισμού θα διεξαχθούν μετά το 2023. Αν αυτό συνέβαινε, η ελπίδα είναι ότι η νέα ηγεσία θα προχωρούσε να αναθεωρήσει ορισμένες από τις συνταγματικές αλλαγές που εγκρίθηκαν το 2017, να αποκαταστήσει την κοινοβουλευτική δημοκρατία και να επαναφέρει τον δυτικό προσανατολισμό στην εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφαλείας της χώρας.
Το τρίτο σενάριο θεωρεί την Τουρκία ως «στρατηγικό εξισορροπιστή» (Strategic Balancer). Σε αυτή την περίπτωση, η Αγκυρα αποφασίζει να κινηθεί ακόμη πιο ανοικτά στην ανάπτυξη των σχέσεών της με χώρες όπως η Ρωσία, η Κίνα και το Ιράν, οι οποίες έχουν αποκτήσει διευρυμένο ρόλο στις εξελίξεις στη «γεωπολιτική σκακιέρα» της Ευρασίας. Με τον τρόπο αυτόν, η Τουρκία θα επιδιώξει μία εξισορρόπηση μεταξύ των σχέσεών της με το ΝΑΤΟ και των επαφών με τις προαναφερθείσες χώρες, άλλοτε υποστηρίζοντας δυτικές θέσεις και άλλοτε διαμορφώνοντας «μεταλλασσόμενες συμμαχίες» (shifting coalitions).
Η ολική ρήξη
Τέλος, το τέταρτο σενάριο αφορά την πιο ανησυχητική πρόβλεψη. Φέρει τον τίτλο «Ευρασιατική δύναμη» (Eurasian Power) και συνίσταται σε μία ολική ρήξη των σχέσεων της Τουρκίας με την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, οι συγγραφείς δεν αποκλείουν την έξοδο της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ και την επιδίωξη στενότερης συνεργασίας αλλά και συμμαχικών δεσμών τόσο με χώρες της Ευρασίας όσο και της Μέσης Ανατολής. Σημειώνεται ότι μετά το πραξικόπημα και τη διαμόρφωση στενής σχέσης μεταξύ του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) και του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ) του Ντεβλέτ Μπαχτσελί φέρονται να έχουν αυξηθεί οι φωνές, ιδιαίτερα στους κόλπους των Ενόπλων Δυνάμεων, που θα έβλεπαν θετικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο από τη στιγμή που η Δύση δεν κατανοεί τις τουρκικές ανησυχίες σε θέματα όπως π.χ. το Κουρδικό.