Με δεδομένους τους πολλούς και διαφορετικούς αστάθμητους πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες, στο Βερολίνο εκφράζονται φόβοι για τον κίνδυνο αναζωπύρωσης της ευρωκρίσης την ερχόμενη χρονιά.
Την ώρα που στην Ιταλία ένα ενδεχόμενο «όχι» των πολιτών στη συνταγματική αναθεώρηση απειλεί να βυθίσει τη χώρα σε μια νέα πολιτική κρίση, η πιστοληπτική ικανότητα της Πορτογαλίας κρέμεται από τη λεπτή κλωστή ενός μικρού οίκου αξιολόγησης, ενώ στο ζήτημα του ελληνικού χρέους μπορεί να σημειώνεται πρόοδος, εντούτοις δεν έχει ακόμη λυθεί οριστικά. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί η τεράστια αβεβαιότητα για την έκβαση των γαλλικών προεδρικών εκλογών αλλά και η υλοποίηση του Brexit.
Σε περίπτωση που επαληθευτεί έστω και ένα από τα δυσοίωνα σενάρια που διατυπώνονται, τότε αυτό θα δημιουργούσε τεράστια προεκλογικά προβλήματα στην Άγκελα Μέρκελ, ρίχνοντας παράλληλα νερό στο μύλο των εθνολαϊκιστών του AfD.
Ο κίνδυνος μιας νέας ευρωκρίσης είναι υπαρκτός και ο πολιτικός κίνδυνος είναι τεράστιος, σχολίασε στο Reuters ο πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών Μαρσέλ Φράτσερ. Γι΄αυτό το λόγο, όπως σημειώνουν κυβερνητικοί κύκλοι στο Βερολίνο, θα πρέπει να επιχειρηθεί να μετατεθούν τα προβλήματα της νομισματικής ένωσης για το διάστημα μετά τις γερμανικές εκλογές. «Μέχρι τότε θα λύσουμε τα προβλήματα αθόρυβα, διότι κανείς δεν θέλει μια ανοιχτή διαμάχη για πακέτα διάσωσης, εκτός ίσως από την Αριστερά και το AfD», σχολιάζει πολιτικός της συγκυβέρνησης. Ορισμένα ανοιχτά μέτωπα, όπως το ελληνικό, ενδέχεται να κλείσουν, εντούτοις την ίδια ώρα ελλοχεύει ο κίνδυνος να ξεσπάσουν νέες εστίες κρίσης. Ένας από τους λόγους είναι ότι οι πολίτες γίνονται όλο και πιο απρόβλεπτοι στις κάλπες. Και το δε 2017 στήνονται πολλές.
Πολύ μεγάλη για να σωθεί
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την ευρωζώνη απορρέει προς στιγμήν από την Ιταλία. Ο Μ. Φράτσερ χαρακτηρίζει το ιταλικό δημοψήφισμα πολύ πιο σημαντικό από την απόφαση του Brexit ή την εκλογή του Ντ. Τραμπ στην αμερικανική προεδρία. Ο πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι έχει προαναγγείλει την παραίτησή του σε περίπτωση επικράτησης του «όχι». Αλήθεια, τι θα γίνει σε αυτή την περίπτωση;
Η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης βιώνει εδώ και χρόνια μια βαθιά κρίση. Τα τελευταία δέκα χρόνια το ΑΕΠ της αυξήθηκε κατά μέσο όρο μόλις κατά 0,5%. Την ίδια ώρα το χρέος έχει εκτιναχθεί στο 132% του ΑΕΠ. Με μια στατική αγορά εργασίας, χαμηλή ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεών της, αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση και αδύναμες τράπεζες, η χώρα αντιμετωπίζει ήδη τεράστια προβλήματα και σε αυτά δεν αποκλείεται να προστεθεί σύντομα άλλο ένα: η απουσία κυβέρνησης.
Πολιτικοί αναλυτές εκτιμούν ωστόσο ότι οι Ιταλοί θα βρουν τον τρόπο να ξεπεράσουν γρήγορα τη διαφαινόμενη νέα κρίση. Σε διαφορετική περίπτωση, τα πράγματα θα είναι δύσκολα. «Η Ιταλία είναι πολύ μεγάλη για τον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης», σχολιάζει ο Φράτσερ. Και τότε θα επανέλθουν και τα σενάρια για την παραμονή της χώρας στο ευρώ, όπως το 2012.
Για το ελληνικό ζήτημα ο κυβερνητικός συνασπισμός στο Βερολίνο ελπίζει να κλείσει σύντομα τόσο η αξιολόγηση όσο και το ζήτημα της συμμετοχής του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα. Το γεγονός ότι δρομολογείται ήδη λύση για τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους και δη με τις «ευλογίες» του Βερολίνου, αφήνει σημαντικά περιθώρια αισιοδοξίας ότι το θέμα Ελλάδα δεν θα απασχολήσει την Ευρώπη το 2017. Θα επιστρέψει στην ατζέντα όμως το 2018 όταν θα πρέπει να εφαρμοστούν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος.
Την ίδια ώρα τα μηνύματα από την Πορτογαλία είναι κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά. Η χώρα που έχει στο ενεργητικό της ήδη ένα μνημόνιο, κινδυνεύει εκ νέου. Μόλις ένας μικρός Οίκος Αξιολόγησης, ο DBRS διατηρεί την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας στο ΒΒΒ, την χαμηλότερη επενδυτική βαθμίδα μεν, αλλά μια βαθμίδα που εξασφαλίζει τη συμμετοχή των πορτογαλικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Γερμανοί πολιτικοί δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο να προσφύγει η Λισαβόνα και πάλι στον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης. Στον προεκλογικό αγώνα αυτό θα χρεώνονταν σίγουρα στην ευρωπαϊκή πολιτική διάσωσης που διαμορφώνεται ως επί το πλείστον από το Βερολίνο.
Τι θα γίνει εάν κερδίσει η Λεπέν;
Εξέχουσα θέση στη μακροσκελή λίστα των ευρωπαϊκών προβλημάτων έχει και η Γαλλία. «Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την Ευρώπη και το ευρώ το 2017 απορρέει από τις γαλλικές προεδρικές εκλογές», προειδοποιεί ο ευρωβουλευτής των γερμανών Πρασίνων Μάνουελ Ζάρατσιν. Το ενδεχόμενο επικράτησης της Μαρίν Λεπέν του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου μπορεί μάλλον να αποκλειστεί. Μετά το Brexit και την εκλογή Τραμπ όμως κανένας αναλυτής δεν βάζει και το χέρι του στη φωτιά. Σε περίπτωση που γίνει πρόεδρος, αυτό θα μπορούσε να σηματοδοτήσει το τέλος της ΕΕ και του ευρώ, εκτιμούν κυβερνητικοί κύκλοι στο Βερολίνο που επικαλείται το Reuters. Και στην περίπτωση αυτή θα αποκτούσε τελείως διαφορετικό χαρακτήρα και ο προεκλογικός αγώνας στη Γερμανία.
Ιταλία, Ελλάδα, Πορτογαλία και Γαλλία ενδέχεται να επηρεάσουν λοιπόν άμεσα τις εκλογές στη Γερμανία. «Ζούμε σε έναν δικό μας κόσμο», σχολιάζει ο Μ. Φράτσερ, σημειώνοντας ότι η συγκριτικά πολύ καλή οικονομική θέση της Γερμανίας είναι η εξαίρεση και μια ειδική περίπτωση. Σε Ισπανία και Ελλάδα η ανεργία των νέων ξεπερνά το 40%, όπως λέει: «Στη Γερμανία δεν συνειδητοποιούμε στο ελάχιστο τι ακριβώς συμβαίνει στη νότια Ευρώπη».
Πηγή: DW