Με την επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Κριστίν Λαγκάρντ, συναντήθηκε η Γερμανίδα Καγκελάριος, Άγκελα Μέρκελ στο Βερολίνο. Παρών στις συνομιλίες ήταν και ο Πολ Τόμσεν, όπως επιβεβαίωσε ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ, Τζέρι Ράις.
Παρ΄ όλο που το ραντεβού των δύο κυριών ήταν προγραμματισμένο, επρόκειτο για μια ιδιαίτερα σοβαρή και κρίσιμη συνάντηση, καθώς οι συνομιλίες επικεντρώθηκαν και στα σχέδια του Ταμείου για την παρουσία του στο ελληνικό πρόγραμμα, με τα νέα δεδομένα όμως που προέκυψαν έπειτα από τις αποκαλύψεις του Wikileaks.
Στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε, η Γερμανίδα Καγκελάριος ξεκαθάρισε ότι το Βερολίνο επιθυμεί την παραμονή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα. Η αναφορά της Άγκελα Μέρκελ στα ελληνικά ζητήματα, έγινε με αφορμή μια ερώτηση για την θέση του Υπουργού Οικονομίας, Γιώργου Σταθάκη, στο συνέδριο του Economist στο Βερολίνο, αναφορικά με τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις που θα πρέπει να αναμένεται ότι θα είναι πολύ χαμηλότερα από τον στόχο των 15 δισ. ευρώ.
Όπως τόνισε η κ. Μέρκελ «Η Γερμανία επιθυμεί να παραμείνει το ΔΝΤ στο πρόγραμμα. Δεν είναι επιθυμία μόνο της Γερμανίας, είναι επιθυμία όλης της Ευρωζώνης. Αυτό που είναι απαραίτητο αυτή τη στιγμή είναι να υπάρξει ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Το πρόγραμμα που συμφωνήθηκε θα πρέπει να ολοκληρωθεί, άλλωστε η ελληνική κυβέρνηση έχει δεσμευθεί γι’ αυτό».
Επαναλαμβάνοντας την θέση της Γερμανίας σχετικά με το “κούρεμα” του ελληνικού χρέους, η Άγκελα Μέρκελ τόνισε ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει εντός της ευρωζώνης, λέγοντας ωστόσο η Ελλάδα μπορεί να ανακουφιστεί από το βάρος του χρέους με άλλους τρόπους οι οποίοι θα ήταν δυνατό να εξεταστούν, όπως για παράδειγμα η παράταση στην αποπληρωμή του.
«Δεν είναι απαίτηση της ομοσπονδιακής (γερμανικής) κυβέρνησης να μην υπάρξει κούρεμα, αλλά κατά την άποψή μας αυτό δεν είναι νομικά δυνατό στην Ευρωζώνη», δήλωσε η κ. Μέρκελ.
Στην ίδια ερώτηση για τις ιδιωτικοποιήσεις, η επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Κριστίν Λαγκάρντ, είπε ότι «δεν βρισκόμαστε ακόμα στο σημείο που επιθυμούμε. Αυτό που επιθυμούμε είναι η Ελλάδα να επιστρέψει σε υγιείς ρυθμούς ανάπτυξης. Παραμένουμε σταθεροί στην απόφασή μας να στηρίξουμε την Ελλάδα».
«Είμαστε δεσμευμένοι, συνεργαζόμαστε, είχαμε μία πραγματικά καλή συζήτηση νωρίτερα με την καγκελάριο και είμαστε αποφασισμένοι να συνεχίσουμε να βοηθάμε», δήλωσε η κ. Λαγκάρντ, σημειώνοντας ότι αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα είναι «μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα και η βιωσιμότητα του χρέους έχει σημασία για τους επενδυτές του ιδιωτικού τομέα».
«Σαφώς, δεν είμαστε εκεί που θέλουμε να είμαστε και ιδιαίτερα εκεί που πρέπει να είναι η Ελλάδα για να είναι σταθερή, ώστε να ευημερεί και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των Ελλήνων», πρόσθεσε η Λαγκάρντ.
Το Βερολίνο επισήμως “καλύπτει” το Ταμείο με τον εκπρόσωπο του Σόιμπλε, Μάρτιν Γέγκερ, να δηλώνει χθες ότι: “Για εμάς δεν είναι φυσιολογικό να γίνονται υποκλοπές εμπιστευτικών συνομιλιών και κατόπιν να δημοσιεύεται το περιεχόμενό τους. Για εμάς αυτές οι συνομιλίες δεν υπάρχουν”. Παράλληλα επισήμανε πως η Γερμανία δεν έχει αλλάξει τη στάση της και υποστηρίζει την αναγκαιότητα παραμονής του Ταμείου στο πρόγραμμα και έκανε λόγο για άκομψη προσπάθεια της Αθήνας να δημιουργήσει κλίμα διχασμού μεταξύ ΔΝΤ και Βερολίνου.
Ωστόσο, στην περίπτωση που η Γερμανία δεν δεχθεί τους όρους που θέτει το ΔΝΤ για να παραμείνει στο ελληνικό πρόγραμμα, η Άγκελα Μέρκελ θα βρεθεί σε δυσμενή θέση, σύμφωνα με όσα δημοσιεύουν γερμανικά μέσα ενημέρωσης. Όπως αναφέρει η Welt, εάν το ΔΝΤ επιμείνει στη θέση ότι για να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα θα πρέπει να γίνει κούρεμα, θα υπάρξει σοβαρό ζήτημα, δεδομένου ότι η παραμονή του Ταμείου υπήρξε βασική προϋπόθεση για την έγκριση της γερμανικής βοήθειας προς την Αθήνα. Αυτό συνεπάγεται ότι η Γερμανίδα καγκελάριος θα πρέπει συνεπώς να κάνει ένα συμβιβασμό με τη γενική διευθύντρια του ΔΝΤ.
Μιλώντας στο Bloomberg σήμερα, η κ. Λαγκάρντ ξεκαθάρισε ότι οι διαπραγματεύσεις θα συνεχιστούν με την Αθήνα και ότι οι στόχοι του Ταμείου ήταν και είναι δύο: πρώτον να αποκατασταθεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα στη χώρα και να είναι βιώσιμο το χρέος της και δεύτερον η ελληνική οικονομία να γίνει ανταγωνιστική, παραγωγική και να προχωρήσει στις δομικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται, για να αποκτήσει την ανεξαρτησία της.