Τη μνήμη των νεκρών της διπλής βομβιστικής επίθεσης στην Άγκυρα προσέβαλαν Τούρκοι θεατές ποδοσφαιρικού αγώνα, αρνούμενοι να αποτίσουν φόρο τιμής στα θύματα, σφυρίζοντας αποδοκιμαστικά στη διάρκεια ενός λεπτού σιγής και φωνάζοντας «Αλλάχ Ακμπάρ» («ο θεός είναι μεγάλος»). Το περιστατικό συνέβη πριν από τον ποδοσφαιρικό αγώνα για τα προκριματικά του Euro 2016 ανάμεσα στην Τουρκία και την Ισλανδία στο Ικόνιο (κεντρική Τουρκία), σύμφωνα με δημοσιεύματα του τουρκικού Τύπου.
Η στάση των θεατών έχει προκαλέσει κύμα αγανάκτησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο.
Η επίθεση στην Άγκυρα, το πρωί του Σαββάτου, είχε στόχο μια πορεία για την ειρήνη, οργανωμένη από την τουρκική αντιπολίτευση που υποστηρίζει την κουρδική υπόθεση και ήθελε να καταγγείλει τις νέες επιθέσεις των τουρκικών δυνάμεων ασφαλείας εναντίον των ανταρτών του PKK.
Η τουρκική ομάδα κέρδισε το ματς, όμως η απροσδόκητη αντίδραση μερικών από τους 42.000 θεατές του γηπέδου Τορκού Αρένα του Ικονίου προκάλεσε αγανάκτηση σε πολλούς.
Με το hashtag #UtanKonya (Ντροπή σου, Ικόνιο), πολλοί χρήστες του Διαδικτύου κατήγγειλαν στο Twitter τους οπαδούς της τουρκικής ομάδας στο Ικόνιο, μια πόλη πολύ συντηρητική και εκλογικό φέουδο του ισλαμοσυντηρητικού πρωθυπουργού Αχμέτ Νταβούτογλου.
«Ας ενταχθεί το Ικόνιο στη σαουδαραβική επικράτεια» έγραψε ο Εζγκέ Μπιλγκίν. «Ο Μεβλανά γυρίζει σήμερα στον τάφο του» πρόσθεσε ο χρήστης με το ψευδώνυμο Dnz Dnz, αναφερόμενος στον μεγάλο σούφι ποιητή του 13ου αιώνα Τζελαλεντίν Ρουμί, τον «πατέρα» των περιστρεφόμενων δερβίσηδων.
Το μαυσωλείο αυτού του αγίου του σουφισμού βρίσκεται στο Ικόνιο, τη μεγάλη πόλη της κεντρικής Τουρκίας που βρίσκεται σε απόσταση 200 χλμ. νοτίως της Αγκυρας.
Αντιθέτως, με το hashtag #Konyaseninleyiz (είμαστε μαζί σου, Ικόνιο), άλλοι χρήστες του Διαδικτύου προσέφεραν υποστήριξη στους οπαδούς με εθνικιστικά μηνύματα. «Το Ικόνιο είναι η πρωτεύουσα της ανεκτικότητας. Οι κάτοικοι του Ικονίου είναι ερωτευμένοι με την πατρίδα τους και τη σημαία τους. Δεν θα επιτρέψουμε να διαιρεθεί η Τουρκία» έγραψε έτσι η Χαβά Ιλντίζ.