Προσφυγική κρίση, αλλά και το σκάνδαλο της VW απασχολούν σήμερα το διεθνή Τύπο.
Την ευρωπαϊκή στάση επικρίνει η Die Welt: «Θα πρέπει να αναρωτηθεί κανείς εάν οι ηγέτες της ΕΕ είναι ακόμη σε θέση να ανταποκριθούν στις ευθύνες τους. Μπορεί οι Ευρωπαίοι να συμφώνησαν στην αποστολή πολυεθνικών ομάδων σε Ελλάδα και Ιταλία για την καταγραφή των προσφύγων.
Είναι όμως σαφές ότι σύντομα θα ανακατανεμηθούν περισσότεροι από 160.000 πρόσφυγες σε όλες τις χώρες της ΕΕ. Επίσης, θα δοθούν ορισμένα δισεκατομμύρια για τη σταθεροποίηση των χωρών προέλευσης και των γειτονικών τους κρατών. Τα χρήματα αυτά δεν επαρκούν. Εντέλει δεν αρκούν οι αποφάσεις της ΕΕ. Είναι ακατανόητο γιατί οι ευρωπαίοι ηγέτες και με δεδομένο το συνεχιζόμενο κύμα προσφύγων αργούν τόσο πολύ να αντιδράσουν».
Σε διαμετρικά αντίθετο μήκος κύματος η ελβετική Neue Zürcher Zeitung που εκτιμά ότι «με τα διατυπωμένα σχέδια για τα ‘hotspots’ στα εξωτερικά σύνορα αλλά και την πρόθεση να καταπολεμηθούν τα αίτια της μαζικής φυγής, η ΕΕ κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Εντούτοις οι Βρυξέλλες θα πρέπει να αποκτήσουν τώρα περισσότερες αρμοδιότητες στο πεδίο της πολιτικής ασύλου. Διότι ούτε τα κέντρα καταγραφής, αλλά ούτε και η μετεγκατάσταση των προσφύγων είναι εφικτά χωρίς ευρωπαϊκούς κανόνες. Πώς αλλιώς μπορεί να αποτραπεί το ενδεχόμενο ένας πρόσφυγας που έχει κατανεμηθεί σε μια χώρα της Βαλτικής να έρθει στη Γερμανία επειδή ο ίδιος πιστεύει ότι εκεί θα τύχει καλύτερης μεταχείρισης; Εάν θέλει κανείς να διαφυλάξει τα εσωτερικά σύνορα τότε οι υπάρχοντες κανόνες θα πρέπει να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες. Τον Ιούνιο το χειρότερο θεωρητικό σενάριο άκουγε στο όνομα ‘Grexit’, σήμερα λέγεται ‘τέλος του χώρου Σένγκεν’».
Η Frankfurter Allgemeine Zeitung σχολιάζει τη χθεσινή δήλωση της καγκελαρίου Μέρκελ ενώπιον της γερμανικής Βουλής, που υποστήριξε ότι για να τερματιστεί ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία θα πρέπει να υπάρξουν απευθείας συνομιλίες και με τον πρόεδρο Άσαντ.
«Η δήλωση της Μέρκελ (…) ακούγεται περισσότερο σαν ένδειξη αμηχανίας και αδυναμίας παρά ως μια μεγαλοφυής κίνηση που θα μείνει στην ιστορία ως το σχέδιο της Μέρκελ. Εντούτοις ποιος ξέρει; Το Κρεμλίνο, το οποίο υποστηρίζει το δολοφονικό καθεστώς του Άσαντ, χαιρέτισε αμέσως το ότι πλέον και η Μέρκελ τάσσεται υπέρ της εμπλοκής του ‘νόμιμου προέδρου’ της Συρίας στην εξεύρεση λύσης. Πρόκειται για μια ωραία επιτυχία του Άσαντ, καθώς εντέλει η δήλωση αυτή προήλθε από την ηθική υπερδύναμη Γερμανία».
Διαφορετική η ανάγνωση της Süddeutsche Zeitung που σχολιάζει: «Μέχρι στιγμής όλοι λένε απλώς ότι πρέπει να μιλήσουν με τον Άσαντ. Το να μιλήσει κανείς μαζί του πραγματικά, θα είναι τόσο από πολιτική όσο και από ηθική άποψη μια σκληρή δοκιμασία. Το αποφασιστικής σημασίας έναυσμα έδωσαν οι πρόσφυγες που μέσα στην απόγνωσή τους έρχονται κατά εκατοντάδες χιλιάδες στην Ευρώπη. Στη Γερμανία η πολιτική είχε συμβιβαστεί με την ιδέα ότι το συριακό πρόβλημα είναι άλυτο. Ξαφνικά όμως οι συνέπειές του βρέθηκαν μπροστά στην πόρτα μας. Θα πρέπει να μιλήσει κανείς με τον Άσαντ, αλλά να μην αποσιωπά ότι το κάνουμε κυρίως για τη διαφύλαξη της δικής μας ειρήνης».
Το σκάνδαλο της Volkswagen σχολιάζει σήμερα η ιταλική Corriere della Sera: «Η ενστικτωδώς πρώτη αντίδραση πολλών θα είναι καταρχήν χλευαστική: Κοίτα, και ο καλύτερος μαθητής ‘κλέβει’. Γρήγορα έρχεται στο μυαλό μας πόσο συχνά στην ΕΕ -ιδιαίτερα στο απόγειο της οικονομικής κρίσης- εκπρόσωποι της γερμανικής πολιτικής και βιομηχανίας τόνιζαν τη σημασία της τήρησης των κανόνων. (…) Η υπόθεση προσφέρει όλα τα απαραίτητα συστατικά στοιχεία για ένα είδος ηθικής ικανοποίησης την οποία μπορεί να περιγράψει κανείς με μια κλασσική γερμανική λέξη, Schadenfreude (χαιρεκακία), τη χαρά δηλαδή για τη δυστυχία των άλλων. Είμαστε όμως σίγουροι ότι πλήττονται μόνον οι άλλοι; Η αποδυναμωμένη λόγω κρίσης ευρωπαϊκή οικονομία συνέρχεται πολύ αργά. Η αυτοκινητοβιομηχανία συγκαταλέγεται στους κλάδους που τα πάνε καλύτερα. Το ξαφνικό αυτό πλήγμα σε έναν από τους πρωταγωνιστές της μπορεί να επιφέρει επιβράδυνση των ρυθμών. Οι εξαγωγές είναι ένας πολύ βασικός οικονομικός πυλώνας για την ΕΕ. Οι αμερικανικές αιτιάσεις περί απάτης πλήττουν μια επιχείρηση σύμβολο και αυτό ενδέχεται να έχει συνέπειες και για άλλες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις».
Οι Times του Λονδίνου σχολιάζουν: «Είναι κατανοητό οι κυβερνήσεις να αναζητούν μια ισορροπία ανάμεσα στον περιορισμό της μόλυνσης του περιβάλλοντος και στην κατανόηση για τους κατασκευαστές αυτοκινήτων. Το σκάνδαλο της VW ωστόσο μας διδάσκει ότι ορισμένες κυβερνήσεις προσποιούνται ως προς αυτό. Καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι οι αυτοκινητοβιομηχανίες ήταν σε θέση να παραποιούν τα αποτελέσματα δοκιμαστικών τεστ χωρίς να φοβούνται ότι αυτό θα υποπέσει στην αντίληψη των ελεγκτών τους».
Πηγή: DW