Ο Έλληνας που επέζησε από αεροπορική συντριβή

Τη συγκλονιστική εμπειρία της επιβίωσης από αεροπορικό ατύχημα διηγήθηκε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Νίκος Σκουριάς, ο Έλληνας που διασώθηκε από τη συντριβή το Air-Bus A320-111 της Air-Inter, θυγατρικής εταιρείας της Air France, που εκτελούσε τη μοιραία πτήση 148 Λυών-Στρασβούργο, στις 20 Ιανουαρίου του 1992. Ο κ. Σκουριάς ήταν τότε 26 ετών και προετοίμαζε το διδακτορικό του, ενώ εργαζόταν στο πανεπιστήμιο Aix-Μarseille III ως ερευνητής στα οικονομικά και επίσης παρέδιδε μαθήματα οικονομικών.

Ένα χειμωνιάτικο απόγευμα, ο Νίκος Σκουριάς πήγε στο αεροδρόμιο της Μασσαλίας προκειμένου να ταξιδέψει για το Στρασβούργο, με ενδιάμεσο σταθμό τη Λυών, όπου οι επιβάτες της πτήσης άλλαξαν αεροπλάνο για να φτάσουν στον προορισμό τους. Το Air-Bus με 96 επιβάτες και μέλη πληρώματος, απογειώθηκε από τη Λυών περίπου στις 6.30 το απόγευμα, ενώ η προσγείωση αναμενόταν 55 λεπτά αργότερα.

Όπως περιγράφει στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, κατά την πορεία καθόδου του αεροσκάφους προς το αεροδρόμιο του Στρασβούργου, πέντε λεπτά πριν από την προσγείωση, «για κάποιους αδιευκρίνιστους μέχρι τώρα λόγους»,το αεροπλάνο προσέκρουσε στο βουνό Βοsges, κοντά στον λόφο Saint-Odile, σε ύψος 800 μέτρων. Ο απολογισμός της συντριβής του αεροπλάνου είναι 87 νεκροί και 9 επιζώντες, ανάμεσα τους και ο ίδιος.

«Ξαφνικά αισθάνθηκα ένα πρώτο ισχυρό τράνταγμα, ακολούθησαν μια σειρά τρανταγμάτων, εκκωφαντικών ήχων, σπινθήρων. Αυτό για κάποια δευτερόλεπτα. Μετά, νεκρική σιγή. Καθόμουν στην τελευταία σειρά, στη θέση 32Β. Το αεροπλάνο είχε προσκρούσει σε βουνό», θυμάται.

«Ήταν μια απλή και ήρεμη πτήση. Τελείως ξαφνικά, έγινε η μοιραία σύγκρουση. Κανένας από τους επιβάτες δεν είχε αντιληφθεί, το τι επρόκειτο να συμβεί την επόμενη στιγμή. Ξαφνικά, μια τρομακτική σύγκρουση. Το αεροπλάνο προσέκρουσε στο βουνό, με μία ταχύτητα 350-360 χιλιόμετρα την ώρα. Ήμουν δεμένος στο κάθισμα, διάβαζα εφημερίδα. Το σώμα μου άρχισε να ταλαντώνεται. Το πρώτο ισχυρό τράνταγμα, ακολούθησαν και άλλα, εκκωφαντικοί θόρυβοι και φωτιά.

Αντιλήφθηκα ότι κάτι σοβαρό έχει γίνει. Μάλλον δυστύχημα. Μετά, πολύ γρήγορα συνήλθα. ‘Αμεσα, άρχισα να σκέφτομαι τι να κάνω. Έλυσα τη ζώνη μου. Ασυναίσθητα έψαξα για μια μικρή βαλίτσα που είχα τοποθετήσει πάνω από το κάθισμα, όμως τίποτε δεν υπήρχε. Το αεροπλάνο είχε διαλυθεί. Δεν υπήρχε τίποτε από πάνω μου. Δεν είχα καταλάβει ότι είχε διαλυθεί το αεροπλάνο. Σηκώθηκα, είδα ότι η ουρά είχε διαλυθεί, είχε μείνει μόνο ένα κομμάτι του δαπέδου, πίσω στην αριστερή μεριά. Δεν υπήρχε άτρακτος, είχε διαλυθεί. Κάτω από το δάπεδο υπήρχαν συντρίμμια. Έξω είχε χιόνι, συντρίμμια, έλατα που καίγονταν, η θερμοκρασία στους -10 βαθμούς και το κρύο τσουχτερό. Κατά την πρόσκρουση δεν άκουσα κάποια φωνή. Παντού υπήρχαν σπινθήρες, εστίες φωτιάς και έλατα που καίγονταν».

Ο Νίκος Σκουριάς γρήγορα αποφασίζει να απομακρυνθεί από το αεροπλάνο. Όπως θυμάται, βγήκε μέσα από τα συντρίμμια της ουράς και άρχισε να περπατά στο χιόνι. Τα μοναδικά του τραύματα ήταν κάποιες αμυχές στο πρόσωπο. Ένιωθε «ένα έντονο συναίσθημα χαράς», γιατί ήταν ζωντανός. Τα επόμενα λεπτά θα συναντηθεί και με τους άλλους επιζώντες. «Πολύ σύντομα, είδα έναν μεσήλικα και ένα 9χρονο παιδάκι τον Ρομέν.

Στην πτήση, κάθονταν 5 σειρές εμπρός από εμένα» αναφέρει και συνεχίζει τη συγκλονιστική του αφήγηση. «Παρά το σοκ, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης λειτουργούσε και αποφασίσαμε να απομακρυνθούμε από το σημείο της πτώσης, γιατί δεν είχαμε συνειδητοποιήσει ακριβώς, ποια ήταν η κατάσταση του αεροπλάνου. Ο φόβος της έκρηξης ήταν μεγάλος. Τελικά, το αεροπλάνο δεν καιγόταν. Δεν υπήρχε αεροπλάνο. Ουσιαστικά είχε διαλυθεί.

Υπήρχε ένας διασωθείς που καθόταν στις μεσαίες σειρές του αεροπλάνου, ήταν βαριά τραυματισμένος και τον παρέλαβαν οι διασώστες. Ακούγαμε κάποιες φωνές, αλλά δεν μπορούσαμε μέσα στη νύχτα να προσδιορίσουμε από που έρχονταν για να βοηθήσουμε.

Μία αεροσυνοδός, που βρισκόταν στο πίσω μέρος του αεροπλάνου, εκσφενδονίστηκε, αλλά ζούσε. Τη βρήκαμε στο δάσος τραυματισμένη.

Εντοπίσαμε μία γυναίκα και το μωρό της μέσα στα συντρίμμια, δίπλα σε κάποια διαλυμένα καθίσματα. Βγάλαμε πρώτα το μωρό και μετά τη μητέρα. Μετά, συναντήσαμε και άλλους δύο διασωθέντες. Όλοι ήταν τραυματίες, πονούσαν, το κρύο ήταν τσουχτερό».

Τα σωστικά συνεργεία έφτασαν στον τόπο της τραγωδίας, έπειτα από 4,5 ώρες.

Το ερώτημα γιατί άργησαν τόσο όταν το σημείο συντριβής απέχει 5 μόλις λεπτά από το αεροδρόμιο του Στρασβούργο, παρέμεινε αναπάντητο. θυμάται πως δύο κάτοικοι κοντινού χωριού τούς εντόπισαν αρχικά, ενώ στη συνέχεια κατέφθασαν στρατιώτες.

Το τραγικό συμβάν στις Άλπεις του ξύπνησε μνήμες και τον συγκλόνισε:

«Έχω ευαισθησία, πλέον. Πάντα σκέφτομαι τη δική μου περιπέτεια. Στεναχωριέμαι, ζω με αυτό. Ουσιαστικά ξέρω πως αν και το αεροπλάνο είναι το πιο ασφαλές μέσο μεταφοράς, δυστυχήματα γίνονται. Δεν με εκπλήσσει. Στενοχωριέμαι για τα θύματα και μου έρχονται κάποιες αναμνήσεις. Αυτό που συνέβη στην πτήση της Germanwings, τι να πω…. Θα προτιμούσα, αν ήταν να πεθάνω, να συμβεί από λάθος πιλότου, ή βλάβη του αεροπλάνου και όχι να με παρασύρει κάποιος στο θάνατο, τι να πω…».

Ο ίδιος, μία εβδομάδα μετά τη συντριβή του αεροσκάφους της Αir Inter, ταξίδεψε και πάλι με αεροπλάνο προκειμένου να έρθει στην Ελλάδα, για να συναντήσει την οικογένεια του. Όπως επισημαίνει, δεν ήταν μία εύκολη απόφαση. Πάλεψε, γιατί ο κίνδυνος να μην ταξιδέψει ποτέ πλέον με αεροπλάνο ήταν μεγάλος.

Σήμερα, έχει σήμερα τη δική του οικογένεια, είναι πατέρας δύο παιδιών, ασχολείται με τα χρηματοοικονομικά και ζει στην Αθήνα.