Τριάντα χρόνια στο Δρομοκαΐτειο. Ένας ψυχίατρος αφηγείται: Τον «τρελό» δεν τον θέλεις δίπλα σου, η τρέλα φοβίζει. Φοβόμαστε μήπως μας κυριεύσει.
Κανείς δεν διστάζει να μιλήσει για το σωματικό νόσημα που έχει ο συγγενής του. Μέχρι που το διαλαλεί. Η τρέλα όμως είναι ταμπού. Αν νοσήσει ψυχικά ο άνθρωπός σου δεν θέλεις να το ξέρει κανείς. Και μερικές φορές τον ξεγράφεις για πάντα. Ο κ. Αστρινάκης είναι ψυχίατρος με το Ψ κεφάλαιο. Τον περιμένουμε στο εσωτερικό ενός ξενώνα πενήντα ατόμων στο Δρομοκαΐτειο. Καταφθάνει και έχει παρουσιαστικό που φωνάζει καλοσύνη.
Αναδημοσίευση από την Lifo (Αποσπάσματα)*
Ξαφνικά, μια τρόφιμη περίπου εξήντα χρονών πετάγεται από την άλλη άκρη της αίθουσας και τρέχει καταπάνω του. Του δίνει την μπανάνα και τα κουλούρια που έχει κρύψει μέσα στην τσέπη της. «Δεν τα ‘φαγα, τα κράτησα για σένα» του λέει. Εκείνος τα παίρνει και σχεδόν ευλαβικά της χαϊδεύει το μάγουλο. «Είσαι καλό κορίτσι» της λέει με τρυφερότητα, μεγάλη τρυφερότητα, και εκείνη σαν γατί γουργουρίζει στα χάδια του και αλλάζει το πρόσωπό της. Μαλακώνει. Μια δυνατή στιγμή, που θα τη ζήλευε κάθε σκηνοθέτης για να κινηματογραφήσει την αγάπη.
Και κάπως έτσι ξεκινάει η συνέντευξη. «Τους αγαπάτε;», τον ρωτάω με αφέλεια. «Φυσικά και τους αγαπάω» λέει, «είναι η μόνη δυνατή θεραπεία». Μετά μιλάμε για την απομόνωση, την τρέλα, τα άσυλα, τη μοναξιά. «Τα ψυχιατρεία είναι ένας χώρος απομόνωσης, και προσωπικής αλλά και θεσμικής. Είναι ο κατεξοχήν χώρος απομόνωσης. Εργάζομαι στο Δρομοκαΐτειο από το 1983. Τότε είχαμε εννιακόσια άτομα έγκλειστους, τώρα έχουμε τριακόσια πενήντα.
Δεν άλλαξαν πολλά πράγματα στη φιλοσοφία της Ψυχιατρικής, παραμένει ίδια τα τελευταία 200 χρόνια. Και τα ψυχοφάρμακα δεν έχουν αλλάξει πολύ από τη δεκαετία του πενήντα. Άλλαξαν οι πιέσεις που δεχτήκαμε σαν κράτος όταν μπήκαμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έτσι κληθήκαμε να ορθολογικοποιήσουμε διάφορες λειτουργίες. Μαζί με τις Ιχθυοκαλλιέργειες ήρθαν και οι αλλαγές στα Ψυχιατρεία. Έτσι, κατά κάποιον τρόπο «επιβλήθηκε» ότι έπρεπε κάτι να γίνει και φυσικά είχαμε και την χρηματοδότηση. Υπήρχαν όμως μεγάλες αντιστάσεις γιατί δεν υπήρχε κάποιο κίνημα εσωτερικό, να δημιουργηθεί μια αντίληψη εκ των έσω ότι αυτός ο τρόπος νοσηλείας ήταν ξεπερασμένος και δεν ήταν θεραπευτικός.
Δεν είναι απλώς μια πάθηση του σώματος
Για μένα το λάθος της Ψυχιατρικής είναι ότι δεν βλέπει συνολικά το άτομο σαν μια οντότητα, το βλέπει μόνο με την στενή ιατρική έννοια, όπως βλέπουμε τις παθήσεις του σώματος. Και ακριβώς επειδή η Ψυχιατρική ήταν προσανατολισμένη στενά στην Ψυχοπαθολογία και στην συμπτωματολογία της ασθένειας, δεν έβλεπε ότι σ’ αυτό τον ασθενή έλειπε αφόρητα η καθημερινότητά του. Δηλαδή οι φίλοι του, η οικογένειά, η γειτονιά και έτσι δεν δουλεύαμε πάνω σε αυτή την κατεύθυνση.
[…]
Η διαφορά που έχει το νοσοκομείο από το άσυλο είναι τεράστια. Τα άσυλα δημιουργήθηκαν γιατί υπήρχε η άποψη ότι άπαξ και κάποιος ασθενήσει δεν μπορεί να επιστρέψει στην κοινότητα, όποτε ήταν μακρά η παραμονή του. Έχουμε ασθενείς εδώ στο Δρομοκαΐτειο που έχουν περάσει τη ζωή τους κλεισμένοι εδώ μέσα για πενήντα χρόνια. Προσωπικά έχω δύο ασθενείς, έναν άντρα και μία γυναίκα που είναι εδώ περίπου πενήντα χρόνια. Αυτήν τη στιγμή, βέβαια, ζούνε σε έναν ξενώνα έξω στην κοινότητα. Φανταστείτε, όμως, ότι μπήκαν εδώ δεκαοκτώ χρονών και βγήκαν στα εβδομήντα τους. Υπάρχουν αρκετές τέτοιες ιστορίες
Είναι μεγάλη η συζήτηση γιατί κάποιος μπορεί να μείνει πενήντα χρόνια σε ένα άσυλο. Πιστεύω ότι είναι σύνθετο το πρόβλημα. Δηλαδή και η κοινωνία δεν τους δεχόταν, και δεν τους δέχεται. Υπάρχει η άποψη ότι άπαξ και ασθενήσεις από ψυχική ασθένεια ο μόνος τρόπος και τόπος για να περάσεις το υπόλοιπο μέρος της ζωής σου είναι μέσα σε αυτά τα άσυλα. Τους πετάει με έναν τρόπο εδώ η κοινωνία. Τον «τρελό» δεν τον θέλεις δίπλα σου, η τρέλα φοβίζει. Φοβόμαστε μήπως μας κυριεύσει. Αδέσποτη καθώς είναι φοβόμαστε μην την κολλήσουμε ή, ακόμα χειρότερα, μήπως μας αρέσει
Από την άλλη μεριά το άσυλο έχει και την έννοια της προστασίας, αλλά και, κυρίως, της εγκατάλειψης. Υπάρχει ένα παλιό νεκροταφείο εδώ που θάβονταν όσοι πεθαίνανε γιατί τους είχαν ξεγράψει ακόμα και οι συγγενείς τους. Κανείς δεν τους αναζητούσε. Μάλιστα είχαν θαφτεί και επώνυμοι λογοτέχνες γιατί κατά καιρούς έχουν νοσηλευτεί εδώ. Και ο Βιζυηνός,, και κάποιοι άλλοι.
Όταν ήρθα στο Δρομοκαΐτειο υπήρχαν δυο τμήματα που θύμιζαν τη Λέρο, κελιά απομόνωσης. Ο Άγιος Ισίδωρος για τους άντρες και η Αγία Μαρκέλλα για τις γυναίκες, με εκατόν σαράντα άτομα, εβδομήντα άντρες και εβδομήντα γυναίκες. Κάποια στιγμή, μία ομάδα γιατρών αρχίσαμε να καταγγέλλουμε τις συνθήκες εργασίας αλλά και νοσηλείας εκεί μέσα. Κάναμε σκληρή δουλειά για 2 χρόνια και μεταφέραμε αυτά τα άτομα επάνω στα ανοιχτά τμήματα. Ήταν κολαστήρια. Οι περισσότεροι ασθενείς ήταν δεμένοι. Ήταν και στην απομόνωση και δεμένοι.
Σε αυτά τα δωμάτια των 10-12 τετραγωνικών το πολύ, υπήρχε ένα δοχείο νυκτός, από τις εφτά το βράδυ που έκλειναν οι πόρτες, μέχρι τις 6 το πρωί που άνοιγαν. Και το πρωί τους έβγαζαν όλους στο προαύλιο και με μάνικες καθαρίζανε τα περιττώματα, γιατί συνήθως το ένα δοχείο γέμιζε κατά τη διάρκεια της νύχτας και τα κόπρανα περισσεύανε και στο δάπεδο. Τους δεμένους τους έπλεναν εκεί που βρίσκονταν, με κρύο νερό με τη μάνικα. Και όλο αυτό γινόταν με απόφαση και ευλογία των γιατρών. Αυτοί αποφάσιζαν ποιος πήγαινε στο κλειστό τμήμα.
Οι ασθενείς την απομόνωσης ήταν σε μια κατάσταση ζωώδη. Το ξέρω ότι είναι προσβλητικός ο όρος, αλλά σε ένα τέτοιο περιβάλλον ξεχνούσαν και τις βασικές τους ανάγκες. Ας πούμε, είχαμε απώλειες ούρων και κοπράνων σε άτομα που δεν είχαν κάποιο οργανικό πρόβλημα, παλινδρομούσανε απλά στην νηπιακή ηλικία. Όταν τους βγάλαμε από εκεί, επανήλθαν αυτές οι λειτουργίες.
[…]
Τι είναι τελικά ο ψυχικά πάσχων; Είναι ένας άνθρωπος που όταν ασθενήσει διαταράσσεται η σχέση του με την πραγματικότητα. Μπορεί να σε δει σαν εχθρό και να αισθανθεί απειλούμενος. Όταν ένα άτομο αισθάνεται απειλούμενο, ασκεί προκαταβολικά βία για να ανταπεξέλθει στην πιθανή απειλή. Όταν, λοιπόν, εμείς ασκούμε πάνω του τελικά βία και τον περιορίζουμε, το μόνο που κάνουμε είναι να του επιβεβαιώνουμε το παραλήρημά του. Επιβεβαιώνουμε αυτό που σκέφτεται, ότι δηλαδή πράγματι βρίσκεται σε εχθρικό περιβάλλον. Έτσι «νομιμοποιούμε» την τρέλα του.
Όταν ένα άτομο έχει πλημμελή επαφή με την πραγματικότητα πέρα από την φαρμακευτική αγωγή, χρειάζεται ψυχολογική υποστήριξη για να επανέλθει. Αυτό, όμως, που κυρίως χρειάζεται είναι ένα περιβάλλον πραγματικό. Χρειάζεται ανθρώπους δίπλα του, όχι καθήλωση και απομόνωση. Δεν χρειάζεται ένα περιβάλλον που είναι μη πραγματικό και ξένο. Με αυτό τον τρόπο, με την απομόνωση, συντηρείς την ασθένειά και την επιδεινώνεις. […]
Είμαι 30 χρόνια εδώ. Κανένας ασθενής δεν με έχει ακουμπήσει, δεν με έχει σπρώξει. Λεκτικά μπορεί να μου έχει πει καμιά κουβέντα, αλλά δεν με έχει ποτέ ακουμπήσει. Δεν υπάρχει αυξημένη εγκληματικότητα ανάμεσα στους ψυχικά πάσχοντες, κι αυτό έχει αποδειχθεί με μελέτες. Ανάμεσα σε πληθυσμό ψυχικά πασχόντων και σε υγιή πληθυσμό δεν υπάρχει αυξημένη επικινδυνότητα. Αυτό είναι σίγουρο.
«Παιδιά, εδώ δεν μπαίνουν τρελοί με τίποτα..»
Υπάρχει ένα περιστατικό, πάντως, που δεν ξεχνάω. Συνέβη σε μια ομάδα ασθενών που τους προετοιμάζαμε μήνες -για να μην πω έτη- και τους βγάλαμε για πρώτη φορά μια βόλτα έξω. Φανταστείτε τώρα προετοιμασία, άλλοι δεν είχαν ρούχα, είχαμε φτιάξει μέχρι και μια ειδική γκαρνταρόμπα, οπότε γινόταν μια προετοιμασία ωρών, να κάνουν μπάνιο, να ντυθούν… Και βγήκαν καθαροί, περιποιημένοι και με λαχτάρα μικρού παιδιού μια βόλτα στον πραγματικό κόσμο μετά από τόσο καιρό. Πήγαμε, λοιπόν, σε μια ταβέρνα στην Αγία Βαρβάρα και μόλις μας είδανε να πλησιάζουμε, βγήκε απ’ έξω ο υπεύθυνος του μαγαζιού και λέει «παιδιά εδώ δεν μπαίνουν τρελοί με τίποτα».
Φανταστείτε ότι ήταν άτομα που μπορεί να ήταν μέσα για 10 και 20 χρόνια και όταν βγαίναμε έξω μας ρωτούσαν στα φανάρια ρωτούσαν «γιατί ανάβει κόκκινο;» και «τι είναι αυτό το φως;». Σκεφτείτε πώς φάνηκε σε αυτούς τους ανθρώπους που δεν τους ήθελαν πουθενά. Και στους ξενώνες που δημιουργούμε αντιδρούν όλοι, ακόμα και οι προοδευτικοί δήμαρχοι. Μια φορά στα εγκαίνια ενός ξενώνα μας πήγαν να με λιντσάρουν οι κάτοικοι και ο δήμαρχος χαρακτήρισε τον ξενώνα «ανθρωπογενή ρύπανση»!
[…]
*Συνέντευξη: Τζούλη Αγοράκη