Κόντρα σε όλες τις ακραίες φωνές που ακούστηκαν από εκπροσώπους της Ιεραρχίας με αφορμή την ψήφιση του Συμφώνου Συμβίωσης, οι οποίες καταφέρονται εναντίον των ομοφυλοφίλων, ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος, δείχνει στον κόσμο ένα άλλο πρόσωπο της Εκκλησίας.
Τον προσεχή Μάρτιο συμπληρώνει 9 χρόνια στο «τιμόνι» της Μεσσηνιακής Μητρόπολης και ένα από τα πολλά που έχει καταφέρει, είναι το άνοιγμα της Εκκλησίας στην τοπική αρχικά κοινωνία, αλλά και σε όλη την Ελλάδα, αφού είναι καθηγητής και, μάλιστα, πρόεδρος του Τμήματος Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ πολλάκις εκπροσωπεί την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδας στο εξωτερικό.
Και στο πλαίσιο αυτό έδωσε μεγάλη συνέντευξη για όλους και όλα στο «tharrosnews» της Καλαμάτας, την οποία αναδημοσίευσε το Iefimerida.gr.
Αναλυτικά:
Καθημερινά τους τελευταίους μήνες βλέπουμε μια επίθεση – αμφισβήτηση στην Εκκλησία. Μπορείτε να δώσετε μια εξήγηση γιατί συμβαίνει αυτό;
Διότι η Εκκλησία αποτελεί επικοινωνιακά το εύκολο μέσο, προκειμένου να αποδείξουμε ότι γίνονται μεταρρυθμίσεις.
Σύμφωνο συμβίωσης ομόφυλων ζευγαριών. Κατ’ αρχάς, ποια η γνώμη σας για τους ομοφυλόφιλους, αλλά και ποια η άποψή σας για το συγκεκριμένο σύμφωνο.
Οι ομοφυλόφιλοι, όπως όλοι οι άνθρωποι, είναι δημιουργήματα του Θεού και ισχύει και γι’ αυτούς ο αντίστοιχος σεβασμός και η τιμή, και όχι η βία και η απόρριψη. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο τρόπος με τον οποίο ο Χριστός αντιμετώπισε την αμαρτωλή γυναίκα της Ευαγγελικής περικοπής, χαρακτηρίστηκε από το λόγο Του, «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω». Αυτός ο κανόνας αποτελεί τη διοικούσα γραμμή για τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να συμπεριφερόμεθα προς κάθε άνθρωπο και συνάνθρωπο, ανεξάρτητα από την ετερότητα ή τη διαφορετικότητά του. Η Εκκλησία δεν απορρίπτει τα πρόσωπα, αλλά τα σέβεται στο πλαίσιο των ελεύθερων επιλογών και των δικαιωμάτων τους. Εκείνο που δεν μπορεί να αποδεχθεί η Εκκλησία είναι την κάθε μορφή συμφώνου η οποία αμαυρώνει το μυστηριακό χαρακτήρα του Γάμου και αλλοιώνει λειτουργικά το θεσμό της οικογένειας.
Εκκλησιαστική περιουσία… Συχνά ακούμε την άποψη ότι η Εκκλησία δε φορολογείται και μόνο εισπράττει. Ποια η γνώμη σας;
Αυτό είναι λάθος και ανακριβές. Η Εκκλησία φορολογείται τόσο για την ακίνητη περιουσία της όσο και για τα έσοδά της και, μάλιστα, στο πλαίσιο των φορολογικών υποχρεώσεων που υφίσταται σε κάθε Ν.Π.Δ.Δ. Παράλληλα προς αυτή τη φορολόγηση προσφέρει το κοινωνικό και προνοιακό έργο, με σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, έργο το οποίο θα έπρεπε να προσφέρει το λεγόμενο κράτος πρόνοιας. Για την υποτιθέμενη αυτή προσφορά του δε θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι φορολογεί τον Έλληνα πολίτη.
Ας το δούμε σε τοπικό επίπεδο… Μιλήστε μας για τις δράσεις της εδώ Μητρόπολης σε θέματα προσφοράς σε όσους έχουν ανάγκη.
Η Μητρόπολη μέσα από τις κοινωνικές της δομές και δράσεις προσπαθεί με κάθε τρόπο να ανταποκριθεί στον οποιοδήποτε δοκιμάζεται από αυτήν την κρίση. Προσπαθεί στο πλαίσιο του σεβασμού και της αξιοπρέπειας κάθε ανθρώπου να επιλύσει τα προβλήματά του χωρίς διαφημίσεις, διακρίσεις ή διαχωρισμούς.
Δεν μπορεί να απαντηθεί μονολεκτικά με ένα ναι ή ένα όχι. Η πολυετής και πολυχρόνια σχέση Εκκλησίας και Πολιτείας, ήδη από το 1830 μέχρι σήμερα, έχει διαμορφώσει ένα πλαίσιο σχέσεως το οποίο αφορά όλους τους χώρους της ελληνικής κοινωνίας και, ως εκ τούτου, καθίσταται θέμα πολυσύνθετο, πολυδιάστατο και αρκετά περίπλοκο. Εξαιτίας ακριβώς αυτής της δυσκολίας απαιτείται διάλογος μεταξύ Εκκλησίας – Πολιτείας, ο οποίος, για να είναι ουσιαστικός, θα πρέπει να εμπνέεται από την αλήθεια και την εμπιστοσύνη.
Η νεολαία της κυβερνητικής πλειοψηφίας ζητά να σταματήσει η προσευχή στα σχολεία. Ποια η γνώμη σας;
Το θέμα της προσευχής δεν είναι θέμα ιδεολογίας και πολιτικής, άλλωστε σήμερα ισχύει η δυνατότητα απαλλαγής από την προσευχή, εφόσον το επιθυμούν και οι γονείς του μαθητού.
Γενικότερα τα τελευταία χρόνια βλέπουμε μια τάση απομάκρυνσης του κόσμου από την Εκκλησία. Ως μητροπολίτης, αλλά και ως καθηγητής, πώς το δικαιολογείτε αυτό, αλλά και πώς μπορεί να αλλάξει;
Δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ότι εμφανίζεται τάση απομάκρυνσης. Μάλλον το αντίθετο ισχύει και, μάλιστα, με την παρουσία και συμμετοχή νέων. Όμως, ότι η Εκκλησία πρέπει να αλλάξει τον κώδικα επικοινωνίας με τους ανθρώπους, ιδίως με τα νέα παιδιά, είναι απαραίτητο. Αυτό συνεπάγεται ότι ο εκκλησιαστικός λόγος δεν πρέπει να περιορίζεται στο «πρέπει» και στο «μη», αλλά είναι αναγκαίο να αποτελεί μέσο απάντησης στα σύγχρονα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου και τις προκλήσεις του σύγχρονου πολιτισμού.
Κάθε μέρα φτάνουν στην Ελλάδα χιλιάδες πρόσφυγες, οι οποίοι τις περισσότερες φορές έχουν ως στόχο να συνεχίσουν το ταξίδι τους στην Ευρώπη. Θεωρείτε ότι η χώρα μας αντιμετωπίζει επαρκώς αυτό το θέμα και τι άλλο θα μπορούσε να γίνει;
Το προσφυγικό και μεταναστευτικό ζήτημα θεωρώ ότι αντιμετωπίζεται μέχρι σήμερα με αρκετή επιπολαιότητα και πειραματισμό, γι’ αυτό και η προσπάθεια επίλυσής του οδηγείται σε αδιέξοδο. Η μη ύπαρξη ενός ουσιαστικού και πραγματικού νομικού πλαισίου, όπως και η έλλειψη ορθολογικής κατανομής και αξιοποίησης των μεταναστών δε βοηθά στην επίλυση των αναφυομένων προβλημάτων. Αν δεν προσέξουμε, σε λίγο καιρό το πρόβλημα από θέμα επιβίωσής τους θα μετατραπεί σε ζήτημα κοινωνικής συμβίωσης με απροσδιόριστες μέχρι στιγμής συνέπειες.
Αποτέφρωση: Πολλοί είναι αυτοί που ζητούν να μην ταφούν, αλλά να αποτεφρωθούν. Είναι κάτι που σας βρίσκει αντίθετο: Αν ναι, γιατί;
Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ακόμη και το σώμα μας, όπως και η ψυχή μας, δεν αποτελεί ατομικό κτήμα. Επιπλέον, δε, ο σεβασμός προς την ύλη (σώμα – σάρκα) είναι στοιχείο περί της διδασκαλίας της Εκκλησίας μας για τον άνθρωπο. Γι’ αυτό και ο οποιοσδήποτε καταστροφικός βιασμός της ύλης, ο οποίος πραγματοποιείται υπό το σκεπτικό μιας ατομικιστικής διαχείρισης του σώματος, είναι απορριπτέος και καταδικαστέος από την Εκκλησία.
Είστε αισιόδοξος ότι η Ελλάδα θα καταφέρει να ξεπεράσει την κρίση;
Για την επίλυση της κρίσης απαιτείται η υπέρβαση των μικροπολιτικών επιδιώξεων. Η κοινοβουλευτική συναίνεση, η καταξίωση που πρέπει να αποκτήσει ο πολιτικός κόσμος στη συνείδηση του λαού και η σταθερότητα στις επιλογές, πρέπει να επιτευχθούν, προκειμένου όλα αυτά να αποτελέσουν τις ασφαλιστικές δικλείδες για να επιτευχθεί η επανεκκίνηση της οικονομίας μέσα από τις επενδύσεις. Επιπλέον, απαιτείται η ανάπτυξη πρωτοβουλιών για την υποστήριξη της τοπικής οικονομίας ως πρωτογενούς παράγοντα ανάπτυξης και αποδυνάμωσης της ανεργίας σε τοπικό επίπεδο.