Τι αντοχή έχουν τα κτίρια στην Ελλάδα απέναντι σε έναν Εγκέλαδο σαν της Τουρκίας

Ενώ στην Τουρκία ακόμη ανασύρονται νεκροί από τα χαλάσματα χιλιάδων κτιρίων που κατέρρευσαν, στην Ελλάδα έχει ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση για τις αντισεισμικές προδιαγραφές και την αντοχή των κτισμάτων. Σύμφωνα με τον κ. Μανώλη Βουγιούκα, καθηγητή Οπλισμένου Σκυροδέματος στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, ο οποίος μίλησε στο «Πρώτο ΘΕΜΑ», «ο σεισμός της Τουρκίας οπουδήποτε στον κόσμο κι αν συνέβαινε θα ήταν το ίδιο καταστροφικός. Κι αυτό διότι, από τα χαρακτηριστικά του, θεωρείται σπάνιος».

Οπως εξηγεί ο κ. Βουγιούκας, το μέγεθος του σεισμού σχετίζεται πάντα με τη συνολική ενέργεια που απελευθερώνεται: «Το πώς αυτή η ενέργεια θα κατευθυνθεί σε μια συγκεκριμένη περιοχή και τι θα προκαλέσει, ναι μεν συσχετίζεται άμεσα με το μέγεθος του σεισμού, δεν είναι όμως αυτό το μόνο δεδομένο. Μπορεί ένας πιο μικρός σεισμός τοπικά να δώσει μεγαλύτερες επιταχύνσεις.

Ο σεισμός της Αθήνας το 1999 με τα 5,9 Ρίχτερ κράτησε μόνο δύο κύκλους φόρτισης, ήταν σχεδόν στιγμιαίος. Αν όμως διαρκούσε περισσότερο, όπως στην Τουρκία, για περίπου ένα λεπτό της ώρας, τα τραγικά αποτελέσματά του ίσως να ήταν εντελώς διαφορετικά».

 

Οι επιστήμονες θεωρούν μεν πως είναι πολύ μικρές οι πιθανότητες να συμβεί στον ελλαδικό χώρο ένας σεισμός της τάξεως των 7,8 Ρίχτερ, καθώς τα ρήγματα είναι μικρότερα από ό,τι στην Τουρκία. Ωστόσο, αν όντως συνέβαινε τέτοιο γεγονός, οι ζημιές θα ήταν τεράστιες, όπως επισημαίνει στο «ΘΕΜΑ» ο κ. Γιώργος Πενέλης, ομότιμος καθηγητής Κατασκευών από Οπλισμένο Σκυρόδεμα στο ΑΠΘ.

«Ενας τέτοιος σεισμός είναι εκτός πλαισίου σχεδιασμού για τις κατασκευές στην Ελλάδα. Οι επιταχύνσεις για τις οποίες σχεδιάζουμε εμείς, είναι μικρότερες από αυτές που σχεδιάζουν στην Τουρκία, όπου έχουν σοβαρότερο πρόβλημα με τον σεισμό.

Ο αντισεισμικός κανονισμός της Τουρκίας άλλαξε το 2018 και είναι αυστηρότερος από τον ελληνικό, ο οποίος άλλαξε το 2005. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα κτίρια που χτίστηκαν πριν από το 2005 είναι επικίνδυνα. Στην Ελλάδα υπάρχει ένα 35% των κτιρίων που είναι χτισμένα πριν από το 1959. Τότε επιβλήθηκε ο ελληνικός αντισεισμικός κανονισμός. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε να πούμε πως είναι μηδενικής αντοχής».

Τα κτίρια που κατέρρευσαν στην Τουρκία, όπως είναι αυτονόητο, δεν ήταν καινούρια και στην πλειονότητά τους δεν είχαν κατασκευαστεί βάσει του τελευταίου αντισεισμικού κανονισμού.

 

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στοιχεία της απογραφής του 2011, το ποσοστό των κτιρίων που έχουν ανεγερθεί πριν από το 1960 αντιστοιχούν στο 35% του συνόλου. Σε κάθε αναπροσαρμογή του αντισεισμικού κανονισμού ανά χώρα, οι νέες κατασκευές συμμορφώνονται με τις καινούριες προδιαγραφές αντοχής στον σεισμό, κάτι που αυξάνει το τελικό κόστος του έργου.

Στην Τουρκία από το 2013 τα κτίρια κατασκευάζονται με σεισμική μόνωση και εφοδιάζονται με σύγχρονους ειδικούς μηχανισμούς, ακριβώς λόγω της έντονης σεισμικότητας. Οπως εξηγεί ο κ. Πενέλης, «σε αντίθεση με την Ελλάδα, στην Τουρκία πολλά κτίρια κατασκευάζονται σήμερα με σεισμική μόνωση, η οποία είναι μια ιδιαίτερα σύγχρονη τεχνολογία. Είμαι εκείνος που εισηγήθηκε στον οργανισμό του νέου Μουσείου Ακρόπολης, όταν ακόμα ήταν στα χαρτιά, να γίνει με σεισμική μόνωση. Η πρώτη σκέψη μου ήταν ότι θα στεγάσει ανεκτίμητης αξίας ευρήματα και θα έπρεπε να προστατευτεί στον μέγιστο κατασκευαστικό βαθμό.

Ετσι το Μουσείο Ακρόπολης είναι κατασκευασμένο με σεισμική μόνωση. Επίσης, στο νέο κτίριο του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, μαζί με τους συνεργάτες μου αναλάβαμε σχεδόν τον μισό σχεδιασμό, την Οπερα και τη Βιβλιοθήκη, κτίρια που είναι επίσης εφοδιασμένα με σεισμική μόνωση. Το ίδιο ισχύει για τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση, όπως και για τη Ρεβυθούσα».

Με τον όρο «σεισμική μόνωση» οι επιστήμονες εννοούν την εφαρμογή ειδικών μηχανισμών που λέγονται μονωτήρες, οι οποίοι αποσκοπούν στη μείωση των μετατοπίσεων και των εσωτερικών δυνάμεων που δημιουργούνται σε μία κατασκευή κατά τη διάρκεια ενός σεισμού. Στην ουσία, μπορεί η Γη να σείεται αλλά το κτίριο να στέκει ακλόνητο.

Σημαντικό ρόλο στη σεισμική αντοχή των κτιρίων διαδραματίζουν επιπλέον τα υλικά τα οποία χρησιμοποιήθηκαν κατά την κατασκευή τους. Οι παλιές λιθοδομές θεωρούνται λιγότερο ανθεκτικές σύμφωνα με τον κ. Κώστα Σπυράκο, καθηγητή Αντισεισμικής Προστασίας στο ΕΜΠ, ο οποίος εξηγεί στο «ΘΕΜΑ» ότι «οι κατοικίες από λιθοδομή είναι πιο ευάλωτες σε τόσο δυνατούς σεισμούς. Από την άλλη, οι κατασκευές από σκυρόδεμα, άλλες είναι μελετημένες για σεισμό κι άλλες όχι».

Ο κ. Σπυράκος προσθέτει ότι «αν πάμε σε περιοχές που έχουν συχνά σεισμούς, όπως π.χ. Κεφαλονιά, Λευκάδα κ.λπ., στις κατασκευές θα εντοπίσουμε στοιχεία που βοηθούν την αντισεισμική προστασία, κυρίως ξυλοδεσιές. Αντίστοιχα, σε περιοχές όπου οι σεισμοί είναι σπάνιοι, όπως στις Κυκλάδες, δεν θα δούμε ανάλογα στοιχεία, γιατί οι τεχνίτες εκεί δεν είχαν την εμπειρία των σεισμών. Η γνώση περνούσε από γενιά σε γενιά».

Τα μνημεία κινδυνεύουν;

Στον καταστροφικό σεισμό της Τουρκίας, ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε η κατάρρευση του κάστρου του Γκαζιαντέπ: «Μια κατασκευή από σκυρόδεμα με κολόνες, δοκάρια και πλάκες συμπεριφέρεται διαφορετικά από ένα μνημείο ή κάστρο. Στην περίπτωση του κτιρίου έχουν γίνει υπολογισμοί ώστε να μπορεί να μετακινείται δεξιά κι αριστερά.

Κι αυτή η μετακίνηση, η λυγερότητα, του επιτρέπει να δέχεται τον σεισμό με μεγάλη ασφάλεια. Στην περίπτωση ενός κάστρου, το όριο της αντοχής του είναι το σημείο όπου ένας σεισμός δεν προκαλεί ρήγμα και δεν σπάει τον τοίχο. Απλώς έχει μια αντοχή που αν ξεπεραστεί, τότε και μόνο τότε κινδυνεύει. Τα μνημεία βασίζουν την αντοχή τους απέναντι στον σεισμό στο μέγεθος της τοιχοποιίας τους. Το συγκεκριμένο κάστρο χαρακτηριζόταν από τους μεγάλους τοίχους. Ομως, λόγω της σφοδρότητας του σεισμού και επειδή το κάστρο βρισκόταν σε λόφο, υπήρξε αύξηση της σεισμικής φόρτισης, ακόμα και κατά 50%. Αλλιώς αντιλαμβάνονται τον σεισμό το ισόγειο και διαφορετικά το ρετιρέ. Ο λόφος πάνω στον οποίο ήταν χτισμένο έπαιξε ρόλο στην κατάρρευση», σημειώνει ο κ. Σπυράκος.

Πλούσια όμως σε μνημεία είναι και η Ελλάδα, με τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης να είναι το σημαντικότερο. «Η καλή συμπεριφορά του Παρθενώνα σε σεισμούς οφείλεται στις κολόνες του, που είναι σπονδυλωτές. Αυτό θεωρείται ένα από τα αντισεισμικά μυστικά των αρχαίων που συμμετείχαν στην κατασκευή του».

 

Σύμφωνα με τον καθηγητή Κώστα Σπυράκο, ο οποίος έχει κάνει ειδικές μελέτες για την αντισεισμικότητα των ιερών ναών και των μνημείων, τα περισσότερα εξ αυτών δεν είναι μελετημένα για σεισμό: «Τις περισσότερες φορές οφείλουν την καλή τους συμπεριφορά στο γεγονός ότι έχουν μεγάλους τοίχους. Παράλληλα έχει εφαρμοστεί και η εμπειρία των κατασκευαστών της εποχής εκείνης, για το ποια κατασκευή συμπεριφέρεται καλύτερα σε σεισμό.

Αυτή τη συσσωρευμένη εμπειρία την έχουν εφαρμόσει στα περισσότερα μνημεία. Οι ξυλοδεσιές που βάζουν, οι λαξευμένοι λίθοι στις γωνίες, το πάχος των τοίχων, είναι κάποια από τα αντισεισμικά μυστικά τους. Σε καμία περίπτωση δεν είχαν τις τεχνικές που εφαρμόζονται σήμερα από τους πολιτικούς μηχανικούς, οι οποίοι υπολογίζουν με μεγάλη ακρίβεια τα φορτία που θα ασκηθούν σε μια κατασκευή εξαιτίας ενός σεισμού».