Την πρώτη εβδομάδα λειτουργίας των σχολικών μονάδων, δεν αυξήθηκε ο αριθμός των θετικών κρουσμάτων που εντοπίστηκαν στις ηλικίες 4-18 ετών σε συνέχεια διεξαγωγής του πρώτου και του δεύτερου self-test που προβλέπονται από το πρωτόκολλο.
Συγκεκριμένα, ενώ σε συνέχεια της διεξαγωγής του πρώτου self-test, τη Δευτέρα 13/9 και την Τρίτη 14/9, εντοπίστηκαν συνολικά 1178 κρούσματα στις ηλικίες 4-18 ετών, σε συνέχεια της διεξαγωγής του δεύτερου self-test, την Πέμπτη 16/9 και την Παρασκευή 17/9 εντοπίστηκαν συνολικά 1137 κρούσματα στις ηλικίες 4-18 ετών.
Επίσης, σημειώνεται ότι η αύξηση των καταγεγραμμένων κρουσμάτων στα παιδιά το επόμενο χρονικό διάστημα είναι αναμενόμενη, καθώς:
- Ο ιός πλήττει πρωτίστως τους ανεμβολίαστους, επομένως κατ’ εξοχήν τις ηλικίες που δεν μπορούν να εμβολιαστούν (παιδιά έως 11 ετών) και τις ομάδες με το χαμηλότερο ποσοστό εμβολιασμών, οι οποίες πρόσφατα εντάχθηκαν στο σύστημα εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού, ήτοι 12-17 ετών,
- έχουμε κατακόρυφη αύξηση εργαστηριακών αλλά και αυτοδιαγνωστικών ελέγχων στους μαθητές. Δηλαδή, ενώ το καλοκαίρι δεν πραγματοποιείτο συστηματικός έλεγχος νόσησης στα παιδιά, σήμερα έχουμε τακτικούς, συστηματικούς ελέγχους σε πάνω από 1,2 εκατ. άτομα, γεγονός που θα αναδείξει ασυμπτωματικά κρούσματα που μέχρι σήμερα δεν θα εντοπίζονταν.
Κατά τη λειτουργία των σχολείων δίνεται η δυνατότητα για υγειονομικό έλεγχο μιας μεγάλης μερίδας του πληθυσμού. Με αυτόν τον τρόπο, όπως άλλωστε έγινε και την περασμένη Άνοιξη, έχουμε τη δυνατότητα να ελέγξουμε αποτελεσματικότερα την πανδημία, να εντοπίσουμε εκατοντάδες, ασυμπτωματικούς κυρίως, φορείς και να περιορίσουμε σημαντικά τη διασπορά του ιού. Εάν δεν υπήρχε το αυξημένο testing, όλοι αυτοί οι φορείς, θα κυκλοφορούσαν ελεύθερα στο σχολικό περιβάλλον και όχι μόνο, διασπείροντας τον ιό σε χιλιάδες άλλους συμπολίτες μας.
Ευρύτερα, η ενεργοποίηση των υποχρεωτικών rapid test για όλους τους ανεμβολίαστους σε χώρους εργασίας, εκπαίδευσης, διασκέδασης και υπεραστικών μεταφορών οδήγησε σε μαζική επιδημιολογική επιτήρηση ενός σημαντικού μέρους του πληθυσμού, καταγράφοντας χαμηλό δείκτη θετικότητας. Μεταξύ 12/9 και 21/9 πραγματοποιήθηκαν συνολικά 1.972.746 τεστ, με δείκτη θετικότητας 1.11%.