– Η ΤΕΧΝΙΚΗ της δημιουργίας προβλημάτων και η παροχή λύσεων: Πρώτα δημιουργείτε ένα πρόβλημα, μια «έκτακτη κατάσταση», για την οποία μπορείτε να προβλέψετε ότι θα προκαλέσει μια συγκεκριμένη αντίδραση του κοινού, ώστε το ίδιο να ζητήσει εκείνα τα μέτρα που εσείς εύχεστε. Για παράδειγμα: δημιουργήστε μια οικονομική κρίση για να κάνετε το κοινό να δεχτεί ως αναγκαίο κακό τον περιορισμό των κοινωνικών δικαιωμάτων και την αποδόμηση των δημόσιων υπηρεσιών.
– Η τεχνική της υποβάθμισης: Για να κάνει κάποιος αποδεκτό ένα απαράδεκτο μέτρο, αρκεί να το εφαρμόσετε σταδιακά και λίγο-λίγο σε μια διάρκεια 10 ετών.
– Η στρατηγική της αναβολής ( σαλαμοποίηση): Ενας άλλος τρόπος για να γίνει αποδεκτή μια αντιλαϊκή απόφαση είναι να την παρουσιάσετε ως «οδυνηρή αλλά αναγκαία», αποσπώντας τη συναίνεση του κοινού στο παρόν για την εφαρμογή της στο μέλλον. Είναι πάντοτε πιο εύκολο να αποδεχθεί κάποιος, αντί μιας άμεσης θυσίας, μια μελλοντική. Πρώτα απ’ όλα, επειδή η προσπάθεια δεν πρέπει να καταβληθεί άμεσα. Στη συνέχεια, επειδή το κοινό έχει πάντα την τάση να ελπίζει αφελώς ότι «όλα θα πάνε καλύτερα αύριο» και ότι μπορεί, εντέλει, να αποφύγει τη θυσία που του ζήτησαν. Τέλος, μια τέτοια τεχνική αφήνει στο κοινό ένα κάποιο χρονικό διάστημα ώστε να συνηθίσει στην ιδέα της αλλαγής και να την αποδεχθεί μοιρολατρικά, όταν κριθεί ότι έφθασε το πλήρωμα του χρόνου.
Η ΕΛΛΑΔΑ τώρα βρίσκεται στο τρίτο στάδιο αυτών που περιγράψαμε. Τα δύο πρώτα τα πέρασε. Διανύει τώρα την περίοδο της σαλαμοποίησης. Αυτές οι οδηγίες επιβολής επώδυνων μέτρων δεν είναι καινούργιες. Δεν γράφτηκαν για την Ελλάδα, ούτε τις υπαγόρευσε ο Σόιμπλε, ούτε τις συνέταξε ο Τόμσεν.
Είναι οι τρεις από τις δέκα τεχνικές για τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης, όπως τις έχει αναλύσει ο Αμερικανός καθηγητής της Φιλοσοφίας ακαδημαϊκός και στοχαστής Νόαμ Τσόμσκι. Ενδεχομένως οι δανειστές μας να ξεπατίκωσαν αυτές τις διαχρονικές τακτικές, οι οποίες εφαρμόζονται και θα εφαρμόζονται στο διηνεκές, από τους ισχυρούς στους ανίσχυρους. Είτε πρόκειται για πολιτική εξουσία μιας ισχυρής χώρας προς αδύναμους συμμάχους-δορυφόρους, είτε για οικονομική εξουσία προς οικονομικά ευάλωτους, είτε για δανειστές προς δανειζόμενους, οι συμπεριφορές είναι ίδιες και απαράλλακτες.
Την πρώτη φορά που έφτασε η τρόικα στην Αθήνα το 2010 έξω από το γραφείο του υπουργού Οικονομικών Γιώργου Πακωσταντίνου, οι οικονομικοί συντάκτες συναντήθηκαν για πρώτη φορά με τον μελλοντικό «κυβερνήτη» της χώρας τον Πόουλ Τόμσεν. Από τα πρώτα κιόλας λεπτά της κουβέντας τούς αποκάλυψε τα σχέδιά του. Είπε ότι το μεγάλο πρόβλημα της Ελλάδας είναι το ασφαλιστικό και συντάξεις πρέπει να κοπούν. Οι δημοσιογράφοι τον κοίταξαν με απορία, γιατί πίστευαν, όπως όλοι μας μέχρι τότε, ότι περικοπές συντάξεων που έχουν ήδη δοθεί είναι αδύνατες και, αν αυτό συμβεί, η κοινωνική έκρηξη θα είναι ανεξέλεγκτη. «Αυτά δεν γίνονται», του απάντησαν γελώντας και εκείνος ανταπέδωσε με ένα σαρδόνιο χαμόγελο του τύπου περιμένετε και θα δείτε. Λίγες ημέρες αργότερα, ο ίδιος τρόμαξε τον Βασίλη Κορκίδη, τον πρόεδρο των εμπόρων, όταν στη συνάντηση που είχε ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ με τους επαγγελματοβιοτέχνες είπε το περίφημο «τι περισσότερο κάνετε εσείς από τη Βουλγαρία ώστε να παίρνετε μεγαλύτερους μισθούς και συντάξεις».
Ολα αυτά τότε ακούγονταν ως υπερβολές, απειλές και εκβιασμοί. Όπως όμως απέδειξε η ζωή, οι δανειστές ήρθαν στη χώρα με μια ξεκάθαρη ατζέντα, την οποία δεν άλλαξαν ποτέ, δεν μετακινήθηκαν ούτε στο ελάχιστο.
Και για να την εφαρμόσουν χρησιμοποίησαν όλες τις τεχνικές που περιγράφονται στα κείμενα χειραγώγησης της κοινής γνώμης του ακαδημαϊκού Τσόμσκι. Αγόρασαν χρόνο και έκαναν τακτικούς ελιγμούς – συχνά άκομψους. Πρώτα φωτογράφισαν πλήρως το πολιτικό μας σύστημα, είδαν τις αδυναμίες, τις ανεπάρκειες και τις αντιφάσεις των στελεχών του και, κυρίως, διέγνωσαν με ευκολία την έλλειψη κοινής γραμμής πλεύσης. Επαιξαν με αυτές τις αντιφάσεις οι δανειστές και πήραν από την κάθε κυβέρνηση και τον κάθε υπουργό χωριστά αυτό που μπορούσαν κάθε στιγμή να πάρουν.
ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ είναι γνωστό. Άπειρες μειώσεις μισθών, διάλυση των εργασιακών σχέσεων, 11 περικοπές στις συντάξεις, διάλυση του κράτους πρόνοιας και πάει λέγοντας. Και για να είμαστε ακριβείς, όχι μόνο δεν μας χαρίστηκαν σε τίποτε, αλλά πήραν και κάτι πολύ περισσότερο, που δεν υπήρχε στον αρχικό τους σχεδιασμό. Η έλλειψη συνεννόησης των πολιτικών δυνάμεων, οι αστοχίες και οι ακροβατισμοί της περιόδου Βαρουφάκη οδήγησαν και στην απώλεια του συνόλου της δημόσιας περιουσίας για 100 χρόνια. Και κανείς δεν είναι σε θέση να μας διαβεβαιώσει αν ο κατήφορος σταματάει εδώ, αν τα τρία μνημόνια είναι αρκετά ή πολύ σύντομα θα οδηγηθούμε και σε τέταρτο μνημόνιο με ακόμη πιο αιματηρά μέτρα και χωρίς χρηματοδότηση -αυτή την φορά- όπως προβλέπουν οι πιο απαισιόδοξοι.
ΘΑ ΠΕΙΤΕ, αφού όλα ήταν βάσει σχεδίου και καλύτερα να τα έκαναν οι ελληνικές κυβερνήσεις, ήταν μάταιο. Δεν είναι αλήθεια. Υπήρχε λύση για λιγότερο επώδυνα μέτρα και μνημόνια μικρότερης διάρκειας, όπως στην Πορτογαλία, αν οι πολιτικές δυνάμεις είχαν κοινή στάση έναντι των δανειστών από το 2009. Οι πολίτες πλήρωσαν ακριβά και συνεχίζουν να πληρώνουν την κοκορομαχία πάνω στα ερείπια.
To άρθρο του Γ. Πολίτη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Realnews την Κυριακή, 07 Μαΐου 2017.