ΠΡΟΒΟΛΕΙΣ

ΩΡΑ 12.30 μετά τα μεσάνυχτα. Οι πύραυλοι έχουν αρχίσει να πέφτουν στη Βαγδάτη και εγώ, «πνιγμένος» στο στρες, φθάνω στη δουλειά μου. Επιχειρώ να παρκάρω στην οδό Βουκουρεστίου. Μόλις αρχίζω τις νευρικές μανούβρες ακούω ένα επιθετικό χτύπημα στο καπό και κάποιον να μου λέει: «Φίλε, δίνε του. Εδώ που πας να μπεις εγώ θα βάλω δυο αμάξια στο… κάθετο». Και επειδή η ζωή μού έχει μάθει να μην κάνω τον τσαμπουκά δημοσιογράφο, και κυρίως τη νύχτα, κάνω όπισθεν να βγω στην Πανεπιστημίου. Ο άνθρωπός μου παρκάρει πράγματι τα δυο αυτοκίνητα των πελατών του κάθετα στο πεζοδρόμιο και παραλαμβάνει ήδη το τρίτο ­ αυτό είναι τζιπ ­ από τον νέο πελάτη του νυχτερινού κέντρου της στοάς τον οποίον χαιρετά με δουλικότητα.
Δρόμο παίρνω δρόμο αφήνω φθάνω στην Καραγεώργη Σερβίας. Ανακουφισμένος βλέπω άδειες τουλάχιστον τρεις θέσεις και ενώ παρκάρω κάποιος μου ανοίγει την πόρτα: «Αφήστε το, κύριε, το παρκάρουμε εμείς». «Δεν χρειάζεται, ευχαριστώ» απαντώ και ο συνομιλητής αλλάζει ύφος: «Μας δουλεύεις, ρε φίλε; Δεν έρχεσαι, δηλαδή, στο μαγαζί;». Ξαναφεύγω, διότι αν το άφηνα με «νταηλίκι», όπως λένε οι φίλοι μου, σίγουρα δεν θα το έβρισκα όπως το άφησα. Κατάφερα ύστερα από ώρα να παρκάρω μακριά από το Σύνταγμα. Ένα Σύνταγμα που μετά τα μεσάνυχτα το κράτος και ο δήμος παραδίδουν την «αστυνόμευσή του» στους κάθε λογής «νταβατζήδες». Είναι το ίδιο κράτος που το πρωί δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του. Όταν πρόκειται για απλούς πολίτες μοιράζει κλήσεις αδιακρίτως, ιδιαίτερα μετά τις αυστηρές εντολές του νέου υπουργού. Εξαιρεί όμως τους μεγαλοσχήμονες ­ κυβερνητικά στελέχη και παντός είδους κατόχους πολυτελών αυτοκινήτων που κατακλύζουν τον πεζόδρομο της Ερμού.

Εάν με ρωτήσετε γιατί δεν φώναξα έναν αστυνομικό εκείνη τη νύχτα, η απάντηση είναι απλή. Δεν είδα κανέναν. Θα είχαν δουλειές. Μετά τα μεσάνυχτα άλλοι κυβερνούν αυτήν την πόλη.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ “