Κρύο-ζέστη ήταν τα λόγια του Προέδρου της Γερμανικής Βουλής, Νόρμπερτ Λάμερτ όταν κλήθηκε να σχολιάσει τις δύσκολες συνθήκες που βίωσε η Ελλάδα κατά την περίοδο της κρίσης.
Σε συνέντευξή του στην Deutsche Welle λέει χαρακτηριστικά: «Η Ευρώπη χρωστά πολλά στην Ελλάδα. δεν θα ήταν αυτό που είναι χωρίς τη μεγάλη συμβολή της Ελλάδας στην ιστορία και τον πολιτισμό της γηραιάς ηπείρου. Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα επωφελήθηκε από την αλληλεγγύη και τη στήριξη των εταίρων της. Φάνηκε ότι στην Ένωση δεν υπάρχουν εξαρτήσεις ή μονομερείς αρμοδιότητες, αλλά ότι τα πάντα γίνονται αντικείμενο διαπραγματεύσεων και συμφωνιών και ότι χρειάζεται πάντα η έγκριση των Κοινοβουλίων. Αλλά στη συνέχεια όλοι οι εμπλεκόμενοι θα πρέπει να έχουν τη βεβαιότητα ότι οι συμφωνίες θα εφαρμοστούν».
Στην ερώτηση αν θα μπορούσε να γίνει μια πιο ήπια προσαρμογή της Ελλάδας, έτσι ώστε να συμμαζέψει τα οικονομικά της, ο κ. Λάμπερτ ήταν σαφής: «Ξαναλέω, αυτός είναι ένας πιο κατανοητός αλλά όχι ο πιο πολλά υποσχόμενος τρόπος, ο οποίος οδηγεί μάλλον στην παράταση, παρά στην επίλυση του προβλήματος. Διότι η προσπάθεια έγινε στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες για πολλά χρόνια, οδήγησε όμως στη συνεχή αύξηση του δημόσιου χρέους και όχι στην επίλυση του προβλήματος. Τελικά η χώρα έφτασε σε μια κατάσταση που δεν μπορούσε με τις δικές της δυνάμεις να τα βγάλει πέρα. Από την άλλη πλευρά, κανείς δεν μπορεί να περιμένει από τρίτους να συμμετέχουν στη διαιώνιση του προβλήματος. Η μοναδική λύση είναι οι κοινές προσπάθειες υπέρβασης του αδιεξόδου. Αυτόν τον δρόμο πήραν τα τελευταία 2-3 χρόνια όλοι οι εμπλεκόμενοι και οδήγησε σε σημαντικά αποτελέσματα, όπως παρατηρούμε με μεγάλο σεβασμό».
Πάντως, και ο ίδιος παραδέχεται πως η κατάσταση που βίωσε η Ευρώπη ήταν διαφορετική από ό,τι γνώριζε μέχρι τώρα. Λέει χαρακτηριστικά: «Ξέρετε, η δημοσιονομική κρίση στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες αντιμετωπίζεται μόνο περιορισμένα σε επίπεδο ευρωπαϊκών συνθηκών. Τα προγράμματα βοήθειας δεν προβλέπονται από τις συνθήκες. Βρεθήκαμε ενώπιον μιας εντελώς ασυνήθιστης κατάστασης τα προγράμματα αυτά να μην προβλέπονται ρητά από τις συνθήκες, με συνέπεια να μην υπάρχει καμιά αξίωση υποστήριξης.Παρόλα αυτά, τα κράτη-μέλη για ευνόητους λόγους συμφώνησαν με τη θέλησή τους και μόνο να δημιουργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες για τη υιοθέτηση τέτοιων προγραμμάτων, που προϋποθέτουν τη σύναψη ιδιαίτερων συμφωνιών για την υλοποίησή τους, από τη μια πλευρά των δύο κοινοβουλίων, του ελληνικού και του γερμανικού, και από την άλλη των δύο κυβερνήσεων. Κανένα από τα προγράμματα δεν έγινε χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Βουλής των Ελλήνων και της Μπούντεσταγκ».
Οσο για το «καυτό» θέμα της ανεργίας των νέων, ένα πρόβλημα έντονης κοινωνικής υφής στην Ελλάδα, ο Γερμανός αξιωματούχος δίνει τη δική του ανάλυση: «Έχουμε παραδοσιακά μεγάλα ποσοστά νεανικής ανεργίας στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου σε σχέση για παράδειγμα με τη Γερμανία, όπου επίσης παραδοσιακά πριν και μετά την ευρωκρίση το ποσοστό της νεανικής ανεργίας είναι συγκριτικά μικρότερο από το μέσο όρο των εθνικών οικονομιών. Άρα οι αιτίες πρέπει να αναζητηθούν αλλού. Στο πολύ διαφορικό σύστημα εκπαίδευσης και στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας με συνέπειες στην αγορά εργασίας. Γι’ αυτό, όσο δύσκολη και να είναι η διαδικασία προσαρμογής, το ελληνικό κοινοβούλιο γνωρίζει πολύ καλά γιατί ενέκρινε αυτά τα προγράμματα. Διότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος που να οδηγεί στην αναγκαία ενίσχυση και βελτίωση της απόδοσης της οικονομίας, ώστε να εξασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητά της».
http://www.iefimerida.gr/node/155796#ixzz32LQP3BPI