Νόμιζε πως ο Κλιντ Ισγουντ θα χώριζε γι' αυτήν - Και μετά, της ράγισε η καρδιά...
«Τα μεγάλα, γαλανά μάτια της, έχουν μια λάμψη αγορίστικης κατεργαριάς», έγραφε για την Seberg ο Francois Truffaut. «Όταν εμφανίζεται στην οθόνη, δεν μπορείς να κοιτάξεις πουθενά αλλού. Κάθε της κίνηση είναι γεμάτη χάρη, κάθε ματιά της έχει ακρίβεια. Το σχήμα του κεφαλιού της, η σιλουέτα της, το περπάτημά της, όλα είναι τέλεια…»
Το 1974, μετά από μια δύσκολη περίοδο για κείνη, η «τέλεια» Jean Seberg, η ηγερία της παρισινής nouvelle vague είχε εξομολογηθεί σε ένα περιοδικό: «Αν θα ήθελες να μάθεις τι θα κάνω σε 10 χρόνια από τώρα, δεν θα μπορούσα να σου πώ. Είναι σαν να ρωτάς μια γυναίκα, αν θα είναι όμορφη και γεμάτη χάρη, στα 45 της…».
Τέσσερα χρόνια αργότερα, στα 40 της, θα βρισκόταν νεκρή και σε προχωρημένη αποσύνθεση, στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου, σε ένα βρώμικο σοκάκι, στο Παρίσι. Τυλιγμένο σε μια κουβέρτα, το σώμα της είχε μείνει επί 10 μέρες στα αζήτητα. Ήταν Αύγουστος. Η νεκροψία έδειξε «υπερβολική δόση βαρβιτουρικών σε συνδυασμό με αλκοόλ», η γαλλική αστυνομία καταχώρισε το περιστατικό ως «πιθανή αυτοκτονία». Στα χέρια της Seberg βρέθηκε ένα αποχαιρετιστήριο σημείωμα προς το γιό της, Diego.
«Συγχώρεσέ με, δεν μπορώ άλλο να ζήσω με τα νεύρα μου. Κατάλαβέ με. Ξέρω ότι μπορείς και ξέρεις πως σε αγαπάω. Να είσαι δυνατός. Η μητέρα σου, που σε αγαπάει, Jean».
MIA ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Εν τω μεταξύ, όσο διαρκούσαν τα γυρίσματα της «Θλίψης», στη γαλλική Ριβιέρα, η Seberg, γνώρισε και παντρεύτηκε τον σύζυγο νο1: έναν νεαρό Γάλλο δικηγόρο, ονόματι François Moreuil (σ.σ. αργότερα, θα έλεγε πως τον ερωτεύτηκε γιατί της φάνηκε πολύ σοφιστικέ και γιατί ήξερε πώς να διαλέγει κρασιά…). Ο Moreuil την βοήθησε να απαλλαγεί από την «σφιχτή αγκαλιά» του Preminger και την έφερε σε επαφή με τον Jean-Luc Godard, ο οποίος, τότε, έψαχνε πρωταγωνίστρια για την πρώτη, μεγάλου μήκους ταινία του.
Στο «A Bout de Souffle» («Με κομμένη την ανάσα»), η Seberg υποδύεται μια νεαρή, αντισυμβατική Αμερικανίδα φοιτήτρια στο Παρίσι, που, μαζί με τον Jean Paul Belmondo, ζει ένα γρήγορο, νουάρ έρωτα. Αυτό το φιλμ-«ευαγγέλιο» της nouvelle vague, που ανατινάζει όλες τις συμβάσεις της παραδοσιακής κινηματογραφίας, θα την κάνει διάσημη. Και εκείνη και το αγορίστικο κούρεμά της και την casual chic μαρινιέρα της, που θα μπει στη λίστα με τα «πιο εμβληματικά ρούχα του σινεμά». Η εύθραυστη ομορφιά της, η ασπρόμαυρη αναίδεια της νιότης της, λάμπουν στο σελιλόιντ.
Αμέσως μετά, εγκαθίσταται μόνιμα στο Παρίσι. Δουλεύει σε γαλλικές παραγωγές. Κάνει εξωσυζυγικό δεσμό, με τον Romain Gary, έναν δανδή αεροπόρο και συγγραφέα, ήρωα πολέμου, 24 χρόνια μεγαλύτερό της. Και παντρεμένο. Η σχέση τους -κι αργότερα, τα διαζύγια και ο γάμος τους -είναι ένα μίνι σκάνδαλο, ταράζουν τα νερά της «καλής» παρισινής κοινωνίας. Η Jean, θέλει να αποδράσει. Ψάχνει ευκαιρία να δουλέψει στην Αμερική.
Έτσι, όταν της γίνεται πρόταση να παίξει στο γουέστερν- μιούζικαλ «Ο δρόμος της ευτυχίας» -και μάλιστα, ως συμπρωταγωνίστρια, στο πλευρό των Clint Eastwood και Lee Marvin– δεν σκέφτεται τίποτα. Ούτε πως το φιλμ, είναι, πιθανότατα, ένα πισωγύρισμα, στην καριέρα της. (Τι δουλειά έχει εκείνη, το σύμβολο του Νέου Κύματος και της μοντερνιτέ, σε μια παλαιομοδίτικη ταινία, έναν «δεινόσαυρο» του παλιού Χόλιγουντ, με ανόητο σενάριο και γκροτέσκα αισθητική;). Ούτε πως τα -δύσκολα και μακριά- γυρίσματα θα γίνουν στις ερημιές του Όρεγκον, μιας και ο σκηνοθέτης, Joshua Logan, αγαπάει τα φυσικά σκηνικά.
Όπως η Seberg, το 1959, ο Clint Eastwood, βρίσκεται σε μια καμπή της καριέρας του. Δεν είναι ακόμα ο «Βρώμικος Χάρι», τα Όσκαρ του είναι ένα εκατομμύριο χρόνια μακριά. Πίσω του έχει μια ατίθαση εφηβεία, ένα πετυχημένο σήριαλ στην τηλεόραση, τα θρυλικά σπαγγέτι-γουέστερν του Sergio Leone, έναν γάμο. Αναζητεί μια καινούργια πρόκληση. Και «σκοντάφτει» πάνω σε μια κοντοκουρεμένη πιτσιρίκα, με πυρετικά μάτια…
ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΟ ΠΛΑΤΟ
Tα γυρίσματα κρατούν 5 μήνες -από τον Μάιο, ως τον Οκτώβριο του 1969- και γίνονται σε απόμερα locations του Όρεγκον, κοντά στα σύνορα με τον Καναδά. Άγριοι, σκληροτράχηλοι τόποι, με μακριές κρύες νύχτες. Στα διαλείμματα, οι δύο πρωταγωνιστές ζουν ένα φλογερό ειδύλλιο -τι άλλο να κάνουν για να διασκεδάσουν λίγο, τις ατέλειωτες ώρες ανάμεσα στις λήψεις;
Σε λίγο, το ερωτικό τους μυστικό, δεν είναι πια μυστικό. Τα στόματα ανοίγουν, οι κακές γλώσσες μιλάνε. Σύντομα, τα νέα, φτάνουν ως τον Romain Gary, στο Παρίσι. Ο απατημένος σύζυγος, παίρνει το πρώτο αεροπλάνο για την δυτική Ακτή, και εμφανίζεται αιφνιδιαστικά στο πλατό. Απαιτεί εξηγήσεις. Η Seberg δεν θέλει να κρυφτεί. Όπως εξομολογείται στις φίλες της: «Είμαι τρελά ερωτευμένη με έναν άλλο άντρα και πολύ κακή ψεύτρα. Έπρεπε να τα πω όλα στον Romain…».
Οργισμένος, προσβεβλημένος ο πρώην στρατιωτικός, προκαλεί τον Eastwood σε μονομαχία. Τον αφήνει, μάλιστα, να διαλέξει τα όπλα. Αλλά η μονομαχία δεν θα γίνει. Τελικά, ο Romain παίρνει το αεροπλάνο της επιστροφής ενώ η Seberg τηλεφωνεί στην ατζέντισσά της. Της ομολογεί πως είναι τρελά ερωτευμένη με τον Eastwood και πως θέλει την βοήθειά της για να ανακοινώσει στον Τύπο πως πρόκειται να πάρει διαζύγιο. Είναι σίγουρη, πως ο εραστής της, θα αφήσει την γυναίκα του για να ζήσει μαζί της.
Κάνει λάθος. Για τον Clint, αυτός ο παράνομος «έρωτας του γραφείου», έχει κιόλας σχολάσει. Σύμφωνα με τον βιογράφο του σταρ Patrick McGilligan: «η θηριώδης σεξουαλική όρεξη του Eastwood, ήταν πασίγνωστη σε ολόκληρη την κινηματογραφική βιομηχανία». Στο βιβλίο του «Η Ζωή και ο Μύθος του Clint Eastwood», ο Gilligan αποκαλύπτει πως ο ηθοποιός είχε κοιμηθεί με όλες, (μα όλες!) τις συμπρωταγωνίστριές του. Θρυλείται επίσης πως, επί 14 χρόνια, διατηρούσε εξωσυζυγικό δεσμό με μια κασκαντέρ, από την οποία είχε αποκτήσει μια κόρη εκτός γάμου.
Η Seberg, είναι, μάλλον, η μόνη που δε τα ξέρει όλα αυτά. Δεν μπορεί καν να προβλέψει πως το τέλος των γυρισμάτων θα σημάνει και το τέλος του μεγαλειώδους κινηματογραφικού της affair. Και το χειρότερο; Ο Eastwood, εξαφανίζεται χωρίς καμιά εξήγηση. Δεν της μιλά, δεν απαντά στα τηλεφωνήματά της. Σοκαρισμένη, μπερδεμένη, κλείνεται στην καλύβα της και κάνει μέρες να βγει. Κοιμάται, ξυπνάει, πίνει πολύ, μπερδεύει αλκοόλ με βάλιουμ. Η κατάθλιψη την ρουφάει -χωρίς άντρα, χωρίς αγάπη, αισθάνεται σαν πλοίο ακυβέρνητο στα κύματα. «Ήταν υπέροχο, όσο κράτησε» δηλώνει στις φίλες της, με ραγισμένη φωνή. «Αλλά είναι πάντα ένα σοκ να ανακαλύπτεις πως οι άνθρωποι δεν είναι ειλικρινείς. Ίσως θα έπρεπε να μεγαλώσω λίγο».
Πριν από 5 χρόνια, ο Clint Eastwood, σε μια συνέντευξή του, σε Γερμανό δημοσιογράφο μίλησε -για πρώτη και τελευταία φορά- για το «κορίτσι με τα ελαφίσια μάτια». Είπε πως οι μήνες που πέρασαν μαζί, στην άγρια φύση του Όρεγκον, ήταν «μια ιδανική, υπέροχη ζωή». Η Jean, ήταν ευτυχισμένη τότε. «Τη λάτρευα», δήλωσε. Πρόσθεσε πως θα του άρεσε να δούλευαν ξανά μαζί, σε μια άλλη ταινία που θα της έδινε την ευκαιρία να είναι «περισσότερο ο εαυτός της». Μετά το χωρισμό τους, ισχυρίστηκε, προσπάθησε να τη βρει στο Παρίσι. Όμως η τελευταία τους συνάντηση ήταν μάλλον αμήχανη, ψυχρή. Θα την θυμάται, όμως -ον ρώτησαν- για πάντα; Θα την θυμάται, μέχρι το τέλος της ζωής του; «Μα ναι. Αυτό είναι σίγουρο».