Ζούμε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Αυτό δεν ισχύει όμως μόνο για τον «δυτικό κόσμο» αλλά και για τα δίκτυα τρομοκρατών. Ιδίως όταν μιλάμε για το Ισλαμικό Κράτος. Οι τρομοκρατικές επιθέσεις πίσω από τις οποίες κρύβεται το ΙΚ δεν έχουν σύνορα: από την νοτιοανατολική Ασία και την Αφρική μέχρι την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Κι αν κάτι έγινε σαφές περισσότερο από ποτέ μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα στις Βρυξέλλες είναι ότι δεν μπορούμε να αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα της παγκοσμιοποιημένης τρομοκρατίας μόνο με εθνικά μέσα. Τα μέτρα αυτά είναι ανεπαρκή, ιδίως στον τομέα της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ μυστικών υπηρεσιών.
Το ζήτημα αυτό τέθηκε τις τελευταίες μέρες στον δημόσιο διάλογο και από τον γερμανό υπ. Εσωτερικών Τόμας ντε Μεζιέρ. Σήμερα στην Ευρώπη δρουν πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους εθνικές υπηρεσίες πληροφοριών, οι οποίες δεν χρησιμοποιούν τις ίδιες μεθόδους και συχνά είναι πολύ διστακτικές ως προς την μεταξύ τους συνεργασία για ανταλλαγή πληροφοριών. Όπως δήλωσε στο ARD ο ειδικός σε θέματα ασφάλειας Πέτερ Νόιμαν από το King´s College του Λονδίνου «δεν υπάρχει μια κεντρική βάση δεδομένων που να περιέχει πληροφορίες για υπόπτους τρομοκρατικών επιθέσεων αλλά και για ισλαμιστές που δρουν σε μεμονωμένα κράτη της ΕΕ και για τους οποίους οι εθνικές αρχές έχουν πληροφορίες».
Νέες μέθοδοι εργασίας μετά από κάθε τρομοκρατικό χτύπημα
Κάθε φορά μετά από ένα νέο τρομοκρατικό χτύπημα ψηφίζονται νέοι αντιτρομοκρατικοί νόμοι και επέρχονται αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας των εκάστοτε υπηρεσιών ασφαλείας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η 11η Σεπτεμβρίου 2001. Έκτοτε και στην ΕΕ επήλθαν ριζικές αλλαγές, με την Κομισιόν να έχει καταθέσει γύρω στις 200 προτάσεις για ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ αστυνομικών αρχών και μυστικών υπηρεσιών. Στο μεταξύ έχουν γίνει κάποια βήματα. Τον Ιανουάριο ξεκίνησε να λειτουργεί το νέο Αντιτρομοκρατικό Κέντρο της Europol (ECTC) στη Χάγη, απασχολώντας μέχρι στιγμής 50 ειδικούς σε θέματα τρομοκρατίας. Ωστόσο και σε αυτή την περίπτωση υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα μεταξύ σχεδιασμού και εκτέλεσης, μεταξύ στοχεύσεων και πραγματικότητας. Το ECTC μπορεί να πετύχει μόνο εάν τα επιμέρους κράτη μέλη της ΕΕ συνεισφέρουν με πληροφορίες. Τα κράτη μέλη από την πλευρά τους δεν έχουν υποχρέωση συνεισφοράς, η όλη συνεργασία εναπόκειται στη διακριτική τους ευχέρεια. Πρόσφατα ο ευρωβουλευτής Έλμαρ Μπροκ εξέφρασε την ανησυχία του, αναφέροντας ότι μέχρι στιγμής μόλις 5 από τις 28 χώρες της ΕΕ δίνουν συστηματικά πληροφορίες στην Europol.
To ίδιο ισχύει και με την ευρωπαϊκή βάση δεδομένων για τον χώρο Σένγκεν, το σύστημα SIS, όπως είναι γνωστό. Σε αυτό το σύστημα αποθηκεύονται πληροφορίες για άτομα που αγνοούνται καθώς και για εγκληματίες κατά των οποίων έχουν εκδοθεί εντάλματα σύλληψης εντός του Σένγκεν. Η ίδια βάση δεδομένων περιέχει πληροφορίες για κλεμμένα οχήματα, πλαστά διαβατήρια και παράνομη οπλοκατοχή. Εντούτοις, όπως ανέφερε στη DW o Αντρέ Σουλτς, πρόεδρος της Ένωσης Αστυνομικών από την Υπηρεσία Δίωξης του Εγκλήματος το σύστημα SIS λειτουργεί περιστασιακά. «Αρκετές χώρες αρνούνται να δώσουν στοιχεία, εν μέρει κι επειδή δεν μπορούν», λέει χαρακτηριστικά. Το ίδιο ισχύει και για τo σύστημα Eurodac, το οποίο είναι αρμόδιο για την αποθήκευση δακτυλικών αποτυπωμάτων για κάθε αιτούντα άσυλο. Στο ίδιο σύστημα καταγράφονται και όσοι εισήλθαν παράνομα στην ΕΕ. Και αυτό το σύστημα, σύμφωνα με τον Σουλτς, υπολειτουργεί. Αντίστοιχη είναι η εικόνα που παρουσιάζουν τα συστήματα VIS για τον έλεγχο της βίζας, το σύστημα PNR για την καταχώριση ονομάτων επιβατών αεροπλάνων και το ΕΕS, που αφορά επίσης τον χώρο Σένγκεν.
Πρόβλημα η συνεργασία μυστικών υπηρεσιών και εντός Γερμανίας
Κι αν τα προβλήματα αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά σε ευρωπαϊκό επίπεδο, παρόμοια είναι η κατάσταση που επικρατεί και μεταξύ των 40 περίπου διαφορετικών υπηρεσιών ασφαλείας και πληροφοριών που δρουν στα διάφορα γερμανικά κρατίδια. Μολονότι, όπως επισημαίνει ο Σουλτς, από το 2014 λειτουργεί ένα Γενικό Κέντρο Αντιμετώπισης Τρομοκρατικής Απειλής στη Γερμανία (GTAZ), στην πράξη πολλές από τις επιμέρους υπηρεσίες επιδεικνύουν εγωιστική στάση και αρνούνται να συνεργαστούν στενά η μια με την άλλη. «Συχνά αποτυγχάνουμε να επικοινωνήσουμε σε επίπεδο κρατιδίων», αναφέρει ο γερμανός ειδικός. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρει την περίπτωση της νεοναζιστικής οργάνωσης NSU, κατά την οποία οι επιμέρους αρμόδιες υπηρεσίες απέτυχαν να συνεργαστούν με αποτέλεσμα να μην καταφέρουν να αποτρέψουν σειρά δολοφονιών με ρατσιστικά κίνητρα.
Πηγή: DW